Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Κι αν χάσεις τη δουλειά σου κάποια μέρα, μη προσπαθήσεις να μοιράσεις τις ευθύνες


 
Είσαι άνεργος και παραπονιέσαι. Χθες είχες δουλειά, σήμερα όχι. Χθες δούλευες στο Φούρνο της γειτονιάς. Σήμερα περνάς απ΄ έξω και μέσα δε κοιτάς. Εχεις παράπονα απ΄ το άσπλαχνο τ΄ αφεντικό, το αιμοβόρο, το μίζερο. Παράπονο γιατί σε έδιωξε απ΄ τη δουλειά.
Σε πρόσβαλλε; σε μείωσε; σε ταπείνωσε; σε άφησε χωρίς μεροκάματο; 
Αναρωτιέσαι  γιατί. Γιατί και πάλι γιατί.
Και ίσως εκείνο το σκληρό αφεντικό να σε σεβάστηκε ακόμη και την τελευ-ταία στιγμή. Δίστασε να σου μιλήσει στα ίσια. Απέφυγε να σου πει τη πικρή αλήθεια. Ισως να σου έδωσε την ευκαιρία να σκεφτείς μόνος σου.  Να ψάξεις τον εαυτό σου. Να βρεις τα λάθη σου, τα σφάλματά σου. Να αλλάξεις, να βελτιωθείς. Δεν ήθελε να σε ταπεινώσει τόσο, για να σου δώσει την ευκαιρία και με τη δύναμή σου να μπεις ξανά στον όμορφο αγώνα της ζωής. Στον αγώνα που προϋποθέτει σοβαρότητα, ευθύνη, θυσίες και πάν΄ απ΄ όλα προϋποθέτει ΚΑΘΑΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.
Δούλευες στο Φούρνο της γειτονιάς και σ΄ έβλεπα απ΄ το τζάμι συχνά–πυκνά. Πότε να παιδεύεις την αθώα σου μύτη χωρίς χαρτομάντηλο. Πότε να καμαρώνεις και να ταλαιπωρείς με γυμνά χέρια τα κατακόκκινα σπυράκια στο πρόσωπό σου. Πότε να σκουπίζεις πιάνοντας τη σκούπα με τ΄ άσπρα τα γάντια τα πλαστικά και αμέσως μετά αμέριμνη, ασυλλόγιστη, δήθεν απονήρευτη κι αθώα να σερβίρεις με τα ίδια τα γάντια. Ή να παίρνεις το πεσμένο ευλογημένο ψωμί και να το βάζεις ξανά στο ίδιο ράφι. Μια μέρα έβγαλες βόλτα τον πράσινο σκουπιδιάρικο κάδο του Δήμου και μετά χωρίς να πλυθείς μπήκες αμέσως πρόθυμη και χαμογελαστή να σερβίρεις στους πελάτες. Με είδες που κοντοστάθηκα αμήχανος, που σ΄ απέφυγα που έψαχνα κάποιον άλλο να μου σερβίρει. Εσύ επέμενες ανόητα μπροστά μου λες και δεν καταλάβαινες γιατί σ΄ απέφευγα. Δεν ήθελα να σε πρασβάλλω ούτε ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα στο κατάστημα γιατί ήξερα πως αύριο θα ήσουν άνεργη. Πήρα τα βλογημένα ψωμιά που ατίμασες με τα βρώμικα και άπλυτα χέρια σου. Τα πλήρωσα στο Ταμείο και πήρα και  απόδειξη (15-10-2011, ώρα 14:12, EURO 3.60). Πιστεύω σε παρόμοια ψυχραιμία δεν θα ξαναβρεθώ. Στο παρακάτω σπίτι έκανα ένα πλούσιο μεσημεριάτικο τραπέζι στα όμορφα σκυλάκια της αυλής με το ολόφρεσκο ψωμί που έτσι παράλογα και επιπόλαια μου το στέρησες. Πίστευες ότι δε σε βλέπουμε και στρουθοκαμηλίζες μεταξύ τεμπελιάς και ασυνειδησίας.    
Εβλεπα όμως τότε, κάτι άβολο στα πρόσωπα των πελατών. Εβλεπα και καταλάβαινα ίσως σ΄ ορισμένους, το στρίμωγμα της συνείδησής τους, όταν δέχονταν αυτή την τόσο ανήθικη και επαγγελματικά επικίνδυνη αγένειά σου.  Η ευγένειά τους και η μεγαλοψυχία τους ήταν τέτοια που δέχονταν να συμβεί μπροστά τους ότι πιο αισχρό και οδυνηρό. Δεν μίλησαν, δεν σε πρόσβαλλαν. Στάθηκαν ανώτεροι, φιλοξενούμενοι στο δικό σου χώρο. ΄Ενοιωσαν όμως την απέραντη προσβολή. Αισθάνθηκαν απόλυτα την δική σου υποτίμηση. Σε προτίμησαν ανάμεσα σε άλλους επαγγελματίες και τότε εσυ ¨αγνώμων κλασσικός¨ τους πρόσφερες απλόχερα την κουτοπονηριά σου, την τεμπελιά σου, την παιδεία και την καταγωγή σου.
Μην συνεχίζεις λοιπόν ν΄ απορείς και ν΄ αγνοείς τον κόσμο, τους πελάτες, τον εργοδότη σου.
Αν συνεχίσεις κι αύριο έτσι ασυνείδητη κι άπλυτη στη δουλειά σου, τότε θα σπάσουν και τα δικά μου φρένα. Τότε θα δώσω πρώτα το δικό μου όνομα στ΄ αφεντικό σου και μετά το δικό σου.
Κι αν χάσεις τη δουλειά σου κάποια μέρα, μην προσπαθήσεις να μοιρά-σεις τις ευθύνες.
 
καθημερινά