Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

«Πρώτα ο μαθητής»; Περί ‘παιδείας’ και ‘συνθήματος’ ο λόγος..., της Αιμιλίας Τσελέντη



«Πρώτα ο μαθητής» ;
Περί ‘παιδείας’  και ‘συνθήματος’ ο λόγος...
Ως εκπαιδευτικός που υπηρετώ περίπου είκοσι χρόνια (με όλες τις δυνατές σχέσεις εργασίας: ωρομίσθιος, αναπληρωτής, μόνιμος μετά από εξετάσεις του ΑΣΕΠ) στη δημόσια εκπαίδευση, έχω την ανάγκη και είναι καθήκον μου, πιστεύω, να  μιλήσω, μεσούσης της κρίσης, για το δημόσιο σχολείο, μια που αυτό δεν έχει δική του φωνή ή έχει πολλές. Μια απ’ αυτές ας είναι και η δική μου.

Θ’ αποφύγω να αναφερθώ εκτενώς, τουλάχιστον στην παρούσα στιγμή, στις εισοδηματικές απώλειες, τους αναξιοπρεπείς μισθούς κ.λ.π. που προβλέπονται με την καθιέρωση του ενιαίου μισθολογίου για τους εκπαιδευτικούς κάθε βαθμίδας, όπως και για τα παρεπόμενα σχετικά με τις προαγωγές, τις αξιολογήσεις, τους βαθμούς και τα μισθολογικά κλιμάκια, γιατί αυτά αφορούν όλο το δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο και είναι, νομίζω, καταδικαστέα στη συνείδηση κάθε νοήμονα πολίτη.

Παίρνοντας, λοιπόν, αφόρμηση από το σύνθημα του υπουργείου παιδείας: «πρώτα ο μαθητής», ας επικεντρωθούμε όλοι, γονείς, δάσκαλοι κι οι υπόλοιποι, στο μαθητή του ελληνικού δημόσιου σχολείου, πράγμα που είναι περισσότερο επιτακτικό τώρα από κάθε άλλη χρονική στιγμή, αφού η ελληνική κοινωνία διέρχεται μια κρίση που, δυστυχώς, δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και κοινωνική και πολιτική, θα τολμούσα να πω και υπαρξιακή, με αποτέλεσμα ν’ αμφισβητούνται ή ν’ ανατρέπονται ανθρώπινες αξίες και θεσμοί. Αυτό καταρρακώνει την ανθρώπινη υπόσταση κάθε  Έλληνα πολίτη, κυρίως γιατί έχει απολέσει το αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα να νιώθει ασφάλεια. Επιπλέον, αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει την πιο βασική ανθρώπινη ανάγκη, την ανάγκη της επιβίωσης.

Σχετίζονται, άραγε, όλα αυτά με τον Έλληνα μαθητή στον οποίο μας ζητά το υπουργείο να επικεντρωθούμε; Ή και εμείς οι υπόλοιποι, όπως ίσως και το υπουργείο, πιστεύουμε ότι ο μαθητής έχει, μάλλον λόγω ηλικίας, κάποια ασπίδα προστασίας που τον κάνει να μένει ανεπηρέαστος από τα όσα πρωτόγνωρα συμβαίνουν γύρω του; Γιατί, αν δεν πιστεύουμε κάτι τέτοιο, και εμείς όλοι (δάσκαλοι, γονείς) και το υπουργείο (μαζί και από κοινού) κάτι πρέπει να κάνουμε. Εκτός, πάλι, αν πιστεύουμε πως η λύση είναι οι καταλήψεις των δημόσιων σχολείων και κτιρίων και αφήνουμε τους μαθητές να λύνουν μόνοι τους τα προβλήματά τους, όπως ίσως εδώ και πολλά χρόνια κάνει και κάθε ενήλικος κάτοικος αυτής της χώρας.

Από την άλλη, όλοι μαζί λέμε ότι οι καταλήψεις είναι μόδα που φοριέται πολύ τα τελευταία χρόνια, άρα γιατί να δείξουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι’ αυτές τώρα; Μήπως όμως έχουμε αργήσει πολύ να ενδιαφερθούμε; Μήπως εδώ και χρόνια όλοι μαζί δεν ακούμε αυτό που δυνατά φωνάζουν οι μαθητές: ‘Δε μας αρέσει το σχολείο’; Μήπως επίσης φωνάζουν: «Νιώθουμε ότι δεν έχουμε διέξοδο και προοπτικές, δε μας αρέσει η κοινωνία που φτιάξατε για εμάς, σας γυρνάμε την πλάτη γιατί δε νοιάζεστε για τα σχολικά μας κτίρια και τα εξαντλητικά απογεύματα που περνάμε στα φροντιστήρια (μέσα στα πλαίσια της θεσμοθετημένης δωρεάν εκπαίδευσης). Κλείνουμε τα σχολεία, γιατί οι γονείς μας τρέχουν σαν τρελοί να προλάβουν και δεν έχουν ώρα για εμάς, δε μας νοιάζει που χάνουμε μαθήματα, αρκεί που έχουμε ελεύθερη ώρα  να συναντηθούμε, να μιλήσουμε, αφού, αλλιώς, μιλάμε μόνο μέσα από το Facebook και τα κινητά μας. Κάνουμε καταλήψεις, γιατί ό,τι κι αν μας πει ο δάσκαλος για   τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις των πολιτών, τις ηθικές αξίες, την ισονομία, την ισότητα κ.λ.π.  (αν προλαβαίνει να συζητά, όταν δεν τον κυνηγά το τέρας της διδακτέας ύλης) δε βλέπουμε πουθενά την εφαρμογή τους»;

Από την άλλη, μήπως η λύση είναι το ψηφιακό σχολείο, οι διαδραστικοί πίνακες, το Νέο Σχολείο, τα projects και όλα τα υπόλοιπα; Ίσως όντως εδώ ή κάπου εδώ να βρίσκεται η λύση ή μια από τις λύσεις. Ως καλοπροαίρετος εκπαιδευτικός, δε θα ασκήσω καμία κριτική σε ό,τι καινούριο προβλέπεται να εφαρμοστεί στα σχολεία. Αλλά -αναρωτιέμαι- είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή γι’ αυτές τις αλλαγές; Είναι δυνατόν μέσα σ’ όλη αυτήν την ανέχεια, την απογοήτευση, το θυμό, την οργή που είναι διάχυτα στην ελληνική κοινωνία, να οργανωθούν και να εφαρμοστούν αυτές οι αλλαγές σε σχολικά κτίρια που καταρρέουν, σε σχολικές αίθουσες που στοιβάζονται παιδικές ψυχές, με κακοπληρωμένους και απαξιωμένους εκπαιδευτικούς, με οικογένειες που δεν μπορούν να στηρίξουν πια οικονομικά και ψυχολογικά τα παιδιά τους; Πώς γίνεται να σχεδιάζεις την εκτεταμένη χρήση των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ συγχρόνως για την ελληνική οικογένεια δεν είναι πλέον εφικτή η αγορά υπολογιστών, ούτε καν η επιδιόρθωση ήδη αποκτημένων (εκτυπωτών, υπολογιστών κ.λ.π.); Για ποια ψηφιακά σχολεία μπορούμε να μιλάμε, όταν τα περισσότερα σχολεία δε διαθέτουν  διαδραστικούς πίνακες, αλλά ούτε καν βιντεοπροβολείς, δεν είναι  σε θέση να εξασφαλίσουν πρόσβαση στο διαδίκτυο σε όλες τις σχολικές αίθουσες, δεν είναι σε θέση με τα εργαστήρια πληροφορικής που έχουν να καλύψουν τις ήδη υπάρχουσες ανάγκες;  Πώς μπορεί φέτος να εφαρμόζεται πιλοτικά το Νέο Σχολείο σε κάποια Γυμνάσια, χωρίς να έχει προηγηθεί η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών; Το ίδιο προβλέπεται να γίνει από την επόμενη σχολική χρονιά σε όλα  τα Γυμνάσια της χώρας; ...

Μήπως θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσουμε, ακόμη και με τον κίνδυνο να πρωτοτυπήσουμε, από τα βασικά; Σχολικά κτίρια, αίθουσες, αυλές, υλικοτεχνική υποδομή, τεχνολογικό εξοπλισμό, θρανία, γραφεία και καρέκλες, ώστε να κάθονται όλοι, δάσκαλοι και μαθητές, σχολικά εγχειρίδια; Μήπως είναι απαραίτητο το αυτονόητο, δηλ. να  επιμορφώνονται οι άνθρωποι που καλούνται να εφαρμόσουν τις ‘μεταρρυθμίσεις’, πριν έρθουν αυτές, να έρχονται σ’ επαφή με το νέο σχολικό εγχειρίδιο πριν αυτό φτάσει στα χέρια των μαθητών;

Πώς θα εφαρμοστούν ελπιδοφόρες -ίσως- αλλαγές, χωρίς προηγουμένως  να θεραπεύσουμε τα χρόνια προβλήματά μας, όπως είναι η διαπιστωμένη αδυναμία μας να βοηθήσουμε τα ξενόγλωσσα  παιδιά , τα παιδιά με κάθε είδους μαθησιακές δυσκολίες, τα παιδιά που ‘αποτυγχάνουν’ στις εξετάσεις και τα τιμωρούμε ως μετεξεταστέους ή στάσιμους (επαναλαμβάνουν απλώς την τάξη), τα παιδιά που δεν ‘τα καταφέρνουν’ γιατί, σχεδόν  πάντα, δεν έχουν κανένα να τα στηρίζει (οικογένειες διαλυμένες, γονείς απόντες, προβλήματα οικονομικά, υγείας, εθισμού κ.λ.π.).

Πώς μπορεί ο εκπαιδευτικός (ο πιο εμπνευσμένος, ο πιο καλοπροαίρετος, ο πιο καλά επιμορφωμένος, ο πιο  ισορροπημένος, ο πιο καλά αμειβόμενος(;;;) να εφαρμόσει τις όποιες αλλαγές μέσα σε ένα τραυματισμένο σχολείο; Και πώς μπορεί ο μαθητής να ενδιαφερθεί για το σχολείο, όταν η ψυχή του είναι τραυματισμένη, γιατί η μαμά του είναι άνεργη, ο μπαμπάς του παίρνει το μισό μισθό του ή είναι απλήρωτος, αναγκάζεται ο ίδιος να διακόψει τα μαθήματα μουσικής ή τις προπονήσεις στο  αγαπημένο του άθλημα; Είναι αρκετός πια, άραγε,  ο (ιδανικός) εκπαιδευτικός να στηρίξει, να εφαρμόσει σήμερα τις όποιες αλλαγές σε ένα σχολείο    με αυτά τα τραυματισμένα παιδιά, που είναι συγχρόνως και θυμωμένα; Τι μπορεί, άραγε, ν’ απαντήσει σε μικρούς μαθητές που με ωριμότητα που μας ξαφνιάζει, κάποιες φορές, ρωτούν: «Γιατί δεν έχουμε ακόμα βιβλία, ενώ  πρώτα απ’ όλα είναι ο μαθητής»; Και επιχειρηματολογούν λέγοντας ότι «οι μεγάλοι έχουν μάθει πάντα να ξεφεύγουν, δεν τιμωρούνται ποτέ για τα λάθη τους, δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και κρύβονται πίσω από δικαιολογίες, ενώ σε εμάς οι δάσκαλοι συστήνουν να έχουμε τη γενναιότητα να παραδεχόμαστε τα λάθη μας. Γιατί είναι αρκετή η συγγνώμη από την αρμόδια Υπουργό και δε μας δίνει κανείς από το Υπουργείο ένα μάθημα ζωής υποβάλλοντας την παραίτησή του;» Κι ενώ είναι, βέβαια, γενικά παραδεκτό ότι μέχρι τώρα δε φαίνονταν να ‘εκτιμούν’ τα βιβλία τους, οι μαθητές σημειώνουν ότι δε θέλουν να τους στερούν το δικαίωμα να έχουν βιβλία, ακόμη κι αν δεν τα ‘εκτιμούν’. Είναι θυμωμένοι οι μαθητές που στα μέσα του Οκτώβρη παίρνουν στα χέρια τους φωτοτυπίες σταλμένες από το Υπουργείο, οι οποίες αναφέρονται σε ύλη μαθημάτων που έχουν ήδη καλύψει.  Τους πληγώνει που οι μισθοί των οικογενειών τους περικόπτονται, ενώ οι ίδιοι γίνονται μάρτυρες της συνεχιζόμενης σπατάλης του δημόσιου χρήματος.

Ολοκληρώνοντας, καταθέτω τους εξής προβληματισμούς:

Μήπως πρέπει πάνω από όλα και πριν από όλα να βρούμε τρόπους να στηρίξουμε ψυχολογικά και έμπρακτα το σημερινό μαθητή, την ελληνική οικογένεια, τον εκπαιδευτικό, γιατί μόνο έτσι αποκτά περιεχόμενο το σύνθημα του υπουργείου: ‘Πρώτα ο μαθητής’; Μήπως το σύνθημα στη σημερινή κατάσταση πρέπει κι αυτό ν’ αλλάξει και να γίνει: ‘Πρώτα η παιδεία’; Αλλά πώς αυτό συνάδει με τον ταπεινωτικό μισθό του νεοδιόριστου εκπαιδευτικού και τους αναξιοπρεπείς μισθούς των ήδη υπηρετούντων;  Εκτός, αν το υπουργείο και τα υπόλοιπα ιθύνοντα μυαλά προσπαθούν να πείσουν τους εκπαιδευτικούς να μην αισθάνονται λειτουργοί, αλλά διεκπεραιωτές της εκπαιδευτικής διαδικασίας. (Αυτό- οφείλω να ομολογήσω- είναι σχεδόν απίθανο να το καταφέρουν). Νομίζω, λοιπόν, ότι χρειάζεται να εξουδετερωθεί  ο υπαρκτός κίνδυνος να μείνει ο μαθητής μόνος του και τραυματισμένος (αν και πρώτος)  μέσα σ’ ένα καταρρακωμένο σχολείο.  Τελικά, μήπως είναι αναγκαίο  να ενδιαφερθούμε όλοι (γονείς, δάσκαλοι, κι οι υπόλοιποι) για το δημόσιο σχολείο; Μπορεί, ακόμα κι αυτό, από μόνο του, να είναι μια ελπιδοφόρα αλλαγή και μάλιστα θεραπευτική. Μήπως το ψηφιακό σχολείο, οι διαδραστικοί πίνακες κ.λ.π.  δεν είναι αρκετά ή πανάκεια στη σημερινή, δύσκολη εκπαιδευτική πραγματικότητα; 

Τις απαντήσεις δεν μπορώ να τις δώσω εγώ ή εσύ ή αυτός. Ίσως τις δώσουμε όλοι μαζί, αν νοιαζόμαστε.
                                                                                                                Τσελέντη   Αιμιλία