Του Αργύρη Ολοκτσίδη
Από παιδί, σου ρίξαν βιτριόλι
Σε έπνιξαν μ’ αέρια χημικά
Σε άφησαν παράλυτο - ένα τσόλι
Σε μέρη άγονα κι ερημικά.
Και συ, για να μην είσαι «ο κανένας»
Έγινες οπαδός του καθενός
Του δόγματος, της πίστας, της αρένας
Της πλάνης, του κενού, του μηδενός
Σε λάβωσαν τουρίστες σε σαφάρι
Πράκτορες, μισθοφόροι κυνηγοί
Σε βίασαν σε λαϊκό παζάρι
Εφιάλτες, ξενοκίνητοι αρχηγοί.
Και συ, για ν’ ανεχτείς τον εαυτό σου
Δεν τον ακούς, δε βλέπεις, δε μιλάς
Αισθάνεσαι μονάχα το χαμό σου
Στου νου σου τους γκρεμούς καθώς κυλάς
Σε κάτεργο, σε Γολγοθά ανηφόρι
Σε σύρανε του Χάρου οι αυλικοί
Σ’ αφαίμαξαν αχόρταγοι εμπόροι
Τράπεζες, κρατιστές, πολιτικοί.
Κι εσύ, για να γλιτώσεις την ψυχή σου
Μετάλαβες των πόνων σου το φως
Γίνεται ο Αγώνας προσευχή σου
«ΕΞΕΓΕΡΣΗ!» φωνάζει κι ο Θεός!
Αργύρης Ολοκτσίδης