Μελετάται η μεταφορά δικαστηριακής ύλης (π.χ. διαζύγια) στους συμβολαιογράφους
Tην έντονη αντίδραση των δικηγόρων προκάλεσε η πρόθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης να μεταφέρει δικαστηριακή ύλη, όπως προσημειώσεις, συναινετικά διαζύγια και κληρονομητήρια, προς επίλυση σε συμβολαιογράφους.
Διαπιστώνουμε με θλίψη - αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος του ΔΣΑ Ιωάννης Αδαμόπουλος - μία εν τοις πράγμασι ομολογία αποτυχίας εκ μέρους της νομοθετικής εξουσίας και της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις ρυθμίσεις που μόλις προ διμήνου έθεσαν σε εφαρμογή διά του νόμου 3994/2011, αποσκοπώντας στο μεγαλόπνοο σχέδιο του εξορθολογισμού και της βελτίωσης στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης, το οποίο σπεύδουν να βελτιώσουν εκ νέου».
Παράλληλα, προστίθεται στην ίδια ανακοίνωση ,ανακύπτει και ένα μείζον ζήτημα καθαρό θεσμικό, αφού η προσπάθεια πλέον της «έξωθεν» και στερούμενης κάθε νομιμοποίησης «τρόικας» να επιβάλλει τις ασύμβατες με το ελληνικό δίκαιο λύσεις της - στα πρότυπα ενός μοντέλου «εθνικής σωτηρίας» που μόνο αυτή αντιλαμβάνεται - ξεπερνά πλέον όλα τα προσχήματα, έχοντας εξελιχθεί σε ανεπίτρεπτη, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, υποκατάσταση των αρμόδιων θεσμών και φορέων, δυστυχώς υπό την ανοχή πολλών από τους τελευταίους που θα έπρεπε να αποτελούν θεματοφύλακες της συνταγματικής νομιμότητας. Η δήθεν καινοφανώς διαπιστωθείσα, κατόπιν της πρόσφατης συνάντησης εκπροσώπων της «τρόικας» με το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης και στη διεκπεραίωση των φορολογικών δικών που συνεπάγεται αδυναμία είσπραξης των οφειλόμενων προς το κράτος, δεν είναι επιτρεπτό να οδηγήσει στην υιοθέτηση ασύμβατων με το ελληνικό νομικό οικοδόμημα και τις πάγιες παραδοχές του λύσεων, πολλώ δε μάλλον όταν αυτές έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα, αδυνατούν να επιλύσουν αποτελεσματικά το υπάρχον πρόβλημα και επιβάλλονται επιτακτικά υπό τη μορφή δήθεν κατεπείγοντος.»
Και καταλήγει λέγοντας ότι « Σε κάθε περίπτωση και παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας που εδράζονται επί στέρεων νομικών επιχειρημάτων, όπως ανωτέρω τα εκθέσαμε, δεν μπορεί να μην επισημανθεί και ο αιφνιδιαστικός τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η επιβολή των εν λόγω ρυθμίσεων, κατά πλήρη αποκλεισμό κάθε έννοιας διαλόγου και διαβούλευσης με τους παράγοντες απονομής της Δικαιοσύνης και συλλειτουργούς αυτής, Δικηγόρους και Δικαστικούς λειτουργούς. Κατόπιν αυτών, μόνη ορατή και σύμφωνη με τις απόψεις μας για μια Δικαιοσύνη αποτελεσματική, επιλογή απομένει η αντίστασή μας, με κάθε νόμιμο μέσο στις εν λόγω κυβερνητικές και «μνημονιακής» αντίληψης μεθοδεύσεις που πλήττουν την ουσιαστική απονομή του δικαίου, παραγνωρίζοντας χρόνιες δυσλειτουργίες που εδράζονται επί άλλων ζητημάτων τα οποία η Πολιτεία αρνείται πεισματικά να αντιμετωπίσει».