Η μπάσταρδη γενιά του πολυτεχνείου ..
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου *
Δίκιο έχουν τα παιδιά της ανεργίας όταν αποκαλούν μπάσταρδη τη γενιά του πολυτεχνείου. Πιο μπάσταρδη ιδεολογικά και πολιτικά γενιά δεν γίνεται. Το δικό τους «ψωμί» πλήρωσε ακριβά και η «παιδεία» και η «ελευθερία» και σήμερα χιλιάδες άνθρωποι μένουν χωρίς ψωμί, ενώ εκατοντάδες άλλοι τρέμουν με την ιδέα ότι το ψωμί στο τραπέζι τους δεν θα φτάνει να χορτάσει ολόκληρη την οικογένεια.
Είναι μπάσταρδοι οι πολιτικοί, δικαστές, κυβερνητικοί, παράγοντες και λειτουργοί των ΜΜΕ, αλλά και επιχειρηματίες και μεγαλοστελέχη των οργάνων του κράτους και ευρύτερα της διοίκησης που συνδέθηκαν με το μήνυμα της μεταπολίτευσης, καθώς ο βίος και η πολιτεία τους απέδειξαν την επιτηδειότητά τους. Ποτέ δεν συνέδεσαν την δική τους προκοπή και ευημερία με αυτήν του κοινωνικού συνόλου. Το κράτος ευημερίας υπήρξε γι’ αυτούς ένα εξωτερικό φαινόμενο το οποίο θα νομιμοποιούσε τις δικές τους προνομίες.
Είναι μπάσταρδοι διότι μέσω ενός σύνθετου μηχανισμού πατρωνίας, φρόντισαν να εξαργυρώσουν την συγκυριακή συμμετοχή τους, ή δήθεν συμμετοχή τους στον αγώνα για ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία. Είναι τόσο μπάσταρδοι που οι περισσότεροι από αυτούς εξευτέλισαν πολλαπλώς και σε διαφορετικές περιόδους τον εαυτό τους και πρόδωσαν τους πρώην συντρόφους τους. Η ιστορία της μεταπολίτευσης είναι μία περιπέτεια αμοραλισμού, ψευδο-ηθικότητας, ψευδο-ιδεολογίας, ψευδο-επιχειρηματικότητας και γενικότερα ψευδούς ταυτότητας. Υπήρξε η περίοδος του ελληνικού κράτους που χαρακτηρίζεται από τον υψηλότερο βαθμό υποκρισίας.
Κατά την μεταπολίτευση εξαγνίστηκαν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του κράτους που συνέθεταν το προηγούμενο πελατειακό μοντέλο της Ελλάδας. Από το 1975 και μετά ξεκίνησε η επαναδόμηση σε μια διευρυμένη βάση, του πελατειακού συστήματος κυριαρχίας. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και τα χρόνια που ακολούθησαν σήμαναν την ολοκλήρωση του κράτους πατρωνίας στον τόπο, το οποίο γόμωσε με μπόλικη εκρηκτική ύλη τα θεμέλια της κοινωνίας. Σήμερα απλώς νοιώθουμε την έκρηξη. Η βόμβα που δομήθηκε με κύρια υλικά την αλητεία, τον πολιτικό αριβισμό, τον αλαζονικό μικροαστισμό, την απληστία και την απάτη μιας πολυδιάστατης διαπλοκής, δυστυχώς τώρα έσκασε. Η έκρηξη προκλήθηκε από έναν συγκερασμό εξωτερικών παραγόντων, αλλά τα υλικά κατασκευής αυτής της βραδυφλεγούς βόμβας της μεταπολίτευσης ήταν εξ ολοκλήρου ντόπια.
Η μεταπολίτευση δομήθηκε με τους καλύτερους οιωνούς για εκδημοκρατισμό και λαϊκή χειραφέτηση. Ήταν η εποχή των μεγάλων οραμάτων και προσδοκιών για όλους. Όσοι προερχόμαστε από αριστερές οικογένειες νοιώσαμε μία μοναδική ανακούφιση και πιστέψαμε ότι σύντομα η Ελλάδα θα γινόταν ένας «παράδεισος» εντός του οποίου το ταλέντο, η κοινωνική ευθύνη, η συνεπής εργασία, η καινοτόμος επιχειρηματικότητα που δεν θα αποσκοπούσε στον πλουτισμό και η διάθεση για περιορισμό της εκμετάλλευσης και των αποκλεισμών, καθώς και η απάλειψη του πολιτικού στίγματος, θα μετέτρεπαν την χώρα σε μια δημοκρατική, ευνομούμενη πολιτεία, όπου το Κράτος Δικαίου θα βασίλευε ανοίγοντας διάπλατα τις προοπτικές για ευημερία, ισότητα, πολιτική και κοινωνική ελευθερία, καθώς και αναλογική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα συνοδεύονταν από το ιδιαίτερο επαναστατικό (σοσιαλιστικό), αλλά παράλληλα φιλελεύθερο ηχόχρωμα από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, μέχρι την Κρήτη, τον Έβρο και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Ήταν η περίοδος της αγαλλίασης και των μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και ατομικών αναζητήσεων που αποδείχθηκαν στην συνέχεια φενάκη. Όχι, η γενιά του πολυτεχνείου σύστησε τελικά το καθεστώς της μεγάλης απάτης που τώρα αποκαλύπτεται μέσω της κοινωνικής οδύνης, του εθνικού εξευτελισμού και του ατομικού αδιεξόδου.
Τα σημερινά θυμωμένα παιδιά με τα γιαούρτια και την διάθεση τιμωρού, δεν μπορεί παρά να διαισθάνονται ότι αποτελούν το τελικό προϊόν αυτού του καθεστώτος απάτης, στο οποίο μεγαλώσαμε και σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας συμμετείχαμε, εμείς τα παιδιά της χούντας. Δικαιολογίες για την κατάντια μας θα μπορούσε να βρει κανείς πολλές. Το ζήτημα είναι ποιος έχει την ανάγκη για να κρυφτεί πίσω από αυτές, ή να καμουφλαριστεί μέσα σ’ αυτές. Όχι, κανείς δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε δικαιολογία για να νομιμοποιήσει ένα νέο πολιτικό ρόλο που θα αντλεί δυναμική από μια περίοδο ψευδεπίγραφων ταυτοτήτων και πρακτικών. Σήμερα αποκαλύπτεται σε διεθνές επίπεδο η ήττα της καιροσκοπικής και κρατικοδίαιτης αστικής τάξης της χώρας, αφού πρώτα ζήσαμε την ιδεολογική έκπτωση των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Η εργατική τάξη της Ελλάδας έχασε τον μπούσουλα σε μια χώρα στρεβλής ανάπτυξης και αποβιομηχάνισης. Τα κονδύλια της ΕΟΚ και αργότερα οι θεσμοί της ΕΕ, έγιναν μοχλοί ακόμα μεγαλύτερης θεσμικής δυσλειτουργίας και οικονομικής κραιπάλης. Πλέον η διαφθορά απέκτησε … ευρωπαϊκό αέρα. Το «αμερικανικό όνειρο» και τα επαρχιώτικα καμώματα λογής-λογής εκσυγχρονιστών αντικατέστησαν για τα καλά το δικό μας όνειρο για δημοκρατία και ευημερία.
Πλέον ένα σημαντικό μέρος των παιδιών της χούντας ένοιωσε με κάθε τρόπο ότι δε είχε καμία θέση στο μεταπολιτευτικό πλαίσιο που σύστηνε την δήθεν ισχυρή Ελλάδα. Προδομένοι είμαστε όσοι προσπαθήσαμε να δώσουμε στις ορίζουσες του πολυτεχνείου σάρκα και οστά και αποκλειστήκαμε από τους μπάσταρδους και όχι τα σημερινά παιδιά που τους φασκελώνουν και τους γιαουρτώνουν. Οι τελευταίοι είναι η χαμένη γενιά που παρήγαγε η μπάσταρδη δική μας γενιά. Το σημερινό στοίχημα είναι η «χαμένη» γενιά να ωριμάσει γρήγορα πολιτικά και στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, να σοβαρευτεί και απαλλαγμένη από την υποκρισία και τα συμπλέγματα της δικιάς μας γενιάς, να συμβάλλει στην πρόοδο του τόπου. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση με υπόστρωμα τα φθαρμένα υλικά της μεταπολίτευσης. Και επίσης σε καμία περίπτωση με τις ιδεολογικές αναπαραστάσεις, τις αξίες, τα στερεότυπα και τους μύθους που δόμησαν τον πολιτισμό της δικιάς μας μη αξιοπρεπούς γενιάς.
Ασφαλώς όλοι της γενιάς του πολυτεχνείου δεν είμαστε ίδιοι. Ούτε συνένοχοι. Θάπρεπε όμως όλοι να ντρεπόμαστε για την κατάληξη του ονείρου μας. Ο συντάκτης αυτών των γραμμών, δίχως υποκρισία, ντρέπεται όταν κοιτάει στα μάτια ένα νέο απελπισμένο σύγχρονο «άθλιο».
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.