Ο υποναύαρχος, οι «γκόμενες» και τα τσιγάρα …
Το big boss με την ψαροταβέρνα, ο υπαρχηγός με την Porsche και ο υποναύαρχος με τους λογαριασμούς στην Ελβετία. Είναι τα τρία κεντρικά πρόσωπα, της μεγαλύτερης εγκληματικής οργάνωσης εισαγωγής και διακίνησης λαθραίων τσιγάρων που εξαρθρώθηκε ποτέ από τις ελληνικές αρχές. Οι αστυνομικοί της Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος λένε πως...
η ζημιά που υπέστη το ελληνικό κράτος από τους δασμούς και τους φόρους ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ (μόνο από μια υπόθεση, οι δασμοί και οι φόροι για το ελληνικό Δημόσιο ανέρχονταν σε περίπου 5.0000.000 ευρώ) ενώ το κύκλωμα διέθετε και ιδιόκτητα φορτηγά πλοία και νταλίκες που μετέφεραν τα λαθραία τσιγάρα.
Το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» αποκαλύπτει όλη τη δικογραφία της πολύκροτης υπόθεσης, καθώς και λεπτομέρειες για τη δράση της ομάδας, που ενεργώντας στα πρότυπα της μαφίας και των σύγχρονων επιχειρηματικών μονάδων κατάφερε να διακινεί τεράστιες ποσότητες λαθραίων τσιγάρων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι στην ιστορία εκτός από τον υποναύαρχο του Λιμενικού Σώματος εμπλέκονται και άλλοι τρεις αξιωματικοί καθώς και ένας απόστρατος αστυνομικός ενώ κανείς δεν ξέρει τι θα αποκαλύψουν οι έρευνες του ΣΔΟΕ για το μαύρο χρήμα και το ξέπλυμα που έκαναν τα μεγάλα κεφάλια του κυκλώματος.
Ο υποναύαρχος, οι «γκόμενες» και τα «πάρτι»
Όταν στις 12 Μαρτίου του 2011 έφθασε στην Ασφάλεια Αττικής μια πληροφορία που έλεγε ότι συγκεκριμένος αξιωματικός που υπηρετεί στο λιμεναρχείο Ελευσίνας, έχει στενές επαφές με σύνδεσμο εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης λαθραίων τσιγάρων, οι αξιωματικοί δεν περίμεναν ότι λίγους μήνες αργότερα θα έπεφταν πάνω σε έναν ναύαρχο του λιμενικού. Γιατί είναι η πρώτη φορά που υποναύαρχος με θέση - κλειδί στο Αιγαίο, εμπλέκεται σε βρώμικες δουλειές.
Σύμφωνα με τη δικογραφία «Ο κατηγορούμενος υποναύαρχος, εξαιτίας της ιδιαίτερα υψηλής θέσης του στην ιεραρχία του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, ως (αναφέρεται η θέση που κατείχε), περιοχή αρμοδιότητας στην οποία δραστηριοποιούνταν έντονα η εγκληματική οργάνωση στην οποία και ο ίδιος είχε ενταχθεί, έδινε ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των πλωτών μέσων του Λιμενικού Σώματος, προκειμένου να αποφεύγεται ο εντοπισμός των έμφορτων με λαθραία τσιγάρα πλοίων».
Λίγο παρακάτω, στο διαβιβαστικό της Ασφάλειας αναφέρεται ότι ο συγκεκριμένος υποναύαρχος έπαιζε έναν ακόμη ύποπτο ρόλο. Χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που του έδιναν οι εγκέφαλοι του κυκλώματος, κατηύθυνε τις υπηρεσίες δίωξης του Λιμενικού στον εντοπισμό και την εξάρθρωση άλλων λαθρεμπόρων τσιγάρων οι οποίοι ήταν ανταγωνιστές της δικής του συμμορίας!
Μέσα από τις χιλιάδες σελίδες των τηλεφωνικών υποκλοπών του σούπερ κοριού της ΕΥΠ, προκύπτει ότι ο ανώτατος αυτός αξιωματικός χρησιμοποιούσε κωδικοποιημένους αστείους χαρακτηρισμούς μιλώντας με τα μεγάλα κεφάλια του κυκλώματος προκειμένου να χαράσσει τη ρότα που θα ακολουθούσαν τα λαθρεμπορικά για να μην εντοπίζονταν από τις αρχές.
Έτσι για παράδειγμα, τα πλοία με το λαθραίο εμπόρευμα τα αποκαλούσε «γκόμενα» ή «κοπελιά», τα ταχύπλοα σκάφη του Λιμενικού «πολεμικά για πρόβατα» ενώ τις παράνομες φορτοεκφορτώσεις τσιγάρων «γάμο», «ψάρεμα» ή «πάρτι».
Μέσα από τις ίδιες συνομιλίες, καταγράφονται οι αγωνιώδεις προσπάθειες του ίδιου ανώτατου αξιωματικού να βρει την άκρη προκειμένου να ανοιχτούν τραπεζικοί λογαριασμοί στη Ζυρίχη της Ελβετίας προκειμένου να μεταφέρει εκεί το ρευστό που έβγαζε από τις παράνομες δουλειές του. Μάλιστα, δεν δίστασε να αναθέσει ακόμη και στο παιδί του που φυσικά δεν γνώριζε τι γινόταν να ψάξει μέσω διαδικτύου προκειμένου να βρει την καλύτερη προσφορά.
Οι δύο αρχηγοί με τα ακριβά γούστα
Αυτοί που κινούσαν τα νήματα στην υπόθεση είναι δύο επιχειρηματίες ηλικίας 44 και 40 χρόνων αντίστοιχα, οι οποίοι πίσω από τις νόμιμες δραστηριότητες τους έκρυβαν μια απίστευτη μαφιόζικη δράση. Ο ένας διέθετε μια από τις πιο γνωστές ψαροταβέρνες σε παραθαλάσσια τοποθεσία έξω από την Αθήνα στην οποία μάλιστα κλείνονταν όλα τα συνωμοτικά ραντεβού των «μεγάλων» ενώ ο δεύτερος είχε αδυναμία στα ακριβά αυτοκίνητα και μάλιστα πριν από περίπου ένα χρόνο όταν ακόμη δεν είχε γίνει γνωστή η δράση του είχε πρωταγωνιστήσει με το θηριώδες Porsche Cayenne σε καταδίωξη με λιμενικούς και λίγο έλειψε να τραυματίσει τους διώκτες του.
Αυτό που έκαναν οι αρχηγοί, ήταν να αγοράζουν με μετρητά τεράστιες παρτίδες τσιγάρων κυρίως από Κύπρο, Αίγυπτο και Τουρκία και μέσω λαθρεμπορικών πλοίων ιδιόκτητων ή ναυλωμένων πάντοτε με ξένη σημαία, να τα μεταφέρουν από την περιοχή της Αμμοχώστου στα κατεχόμενα της Κύπρου, σε ερημικές παραλίες κυρίως της Πελοποννήσου. Από τις παρακολουθήσεις, οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι σε κάποιες περιπτώσεις έκαναν ακόμη και εμβάθυνση παραλιών έτσι ώστε τα μεγάλα φορτηγά πλοία να προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο πιο κοντά στην ακτή. Στη συνέχεια, τις κούτες με τα λαθραία τσιγάρα τα φόρτωναν σε νταλίκες και τα μετέφεραν στην Αθήνα ή σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ο δικηγόρος ενός εκ των κατηγορουμένων κ. Μπάμπης Λυκούδης μιλώντας στο «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» για την υπόθεση επισημαίνει πως «Παρά την πολύμηνη ανάκριση με τη χρήση υψηλής τεχνολογίας το αποδεικτικό υλικό που συλλέχθηκε είναι ισχνό. Πολλές δε από τις καταγραφείσες συνομιλίες αποδίδονται εσφαλμένως καθώς δεν έχει προηγηθεί επιστημονική ταυτοποίηση της φωνής των κατηγορουμένων. Ο εντολέας μου αφέθη ελεύθερος και αυτό καταδεικνύει ότι η ελληνική δικαιοσύνη έμεινε ανεπηρέαστη από την επικοινωνιακή καταιγίδα που προηγήθηκε της ανακρίσεως».
η ζημιά που υπέστη το ελληνικό κράτος από τους δασμούς και τους φόρους ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ (μόνο από μια υπόθεση, οι δασμοί και οι φόροι για το ελληνικό Δημόσιο ανέρχονταν σε περίπου 5.0000.000 ευρώ) ενώ το κύκλωμα διέθετε και ιδιόκτητα φορτηγά πλοία και νταλίκες που μετέφεραν τα λαθραία τσιγάρα.
Το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» αποκαλύπτει όλη τη δικογραφία της πολύκροτης υπόθεσης, καθώς και λεπτομέρειες για τη δράση της ομάδας, που ενεργώντας στα πρότυπα της μαφίας και των σύγχρονων επιχειρηματικών μονάδων κατάφερε να διακινεί τεράστιες ποσότητες λαθραίων τσιγάρων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι στην ιστορία εκτός από τον υποναύαρχο του Λιμενικού Σώματος εμπλέκονται και άλλοι τρεις αξιωματικοί καθώς και ένας απόστρατος αστυνομικός ενώ κανείς δεν ξέρει τι θα αποκαλύψουν οι έρευνες του ΣΔΟΕ για το μαύρο χρήμα και το ξέπλυμα που έκαναν τα μεγάλα κεφάλια του κυκλώματος.
Ο υποναύαρχος, οι «γκόμενες» και τα «πάρτι»
Όταν στις 12 Μαρτίου του 2011 έφθασε στην Ασφάλεια Αττικής μια πληροφορία που έλεγε ότι συγκεκριμένος αξιωματικός που υπηρετεί στο λιμεναρχείο Ελευσίνας, έχει στενές επαφές με σύνδεσμο εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης λαθραίων τσιγάρων, οι αξιωματικοί δεν περίμεναν ότι λίγους μήνες αργότερα θα έπεφταν πάνω σε έναν ναύαρχο του λιμενικού. Γιατί είναι η πρώτη φορά που υποναύαρχος με θέση - κλειδί στο Αιγαίο, εμπλέκεται σε βρώμικες δουλειές.
Σύμφωνα με τη δικογραφία «Ο κατηγορούμενος υποναύαρχος, εξαιτίας της ιδιαίτερα υψηλής θέσης του στην ιεραρχία του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, ως (αναφέρεται η θέση που κατείχε), περιοχή αρμοδιότητας στην οποία δραστηριοποιούνταν έντονα η εγκληματική οργάνωση στην οποία και ο ίδιος είχε ενταχθεί, έδινε ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των πλωτών μέσων του Λιμενικού Σώματος, προκειμένου να αποφεύγεται ο εντοπισμός των έμφορτων με λαθραία τσιγάρα πλοίων».
Λίγο παρακάτω, στο διαβιβαστικό της Ασφάλειας αναφέρεται ότι ο συγκεκριμένος υποναύαρχος έπαιζε έναν ακόμη ύποπτο ρόλο. Χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που του έδιναν οι εγκέφαλοι του κυκλώματος, κατηύθυνε τις υπηρεσίες δίωξης του Λιμενικού στον εντοπισμό και την εξάρθρωση άλλων λαθρεμπόρων τσιγάρων οι οποίοι ήταν ανταγωνιστές της δικής του συμμορίας!
Μέσα από τις χιλιάδες σελίδες των τηλεφωνικών υποκλοπών του σούπερ κοριού της ΕΥΠ, προκύπτει ότι ο ανώτατος αυτός αξιωματικός χρησιμοποιούσε κωδικοποιημένους αστείους χαρακτηρισμούς μιλώντας με τα μεγάλα κεφάλια του κυκλώματος προκειμένου να χαράσσει τη ρότα που θα ακολουθούσαν τα λαθρεμπορικά για να μην εντοπίζονταν από τις αρχές.
Έτσι για παράδειγμα, τα πλοία με το λαθραίο εμπόρευμα τα αποκαλούσε «γκόμενα» ή «κοπελιά», τα ταχύπλοα σκάφη του Λιμενικού «πολεμικά για πρόβατα» ενώ τις παράνομες φορτοεκφορτώσεις τσιγάρων «γάμο», «ψάρεμα» ή «πάρτι».
Μέσα από τις ίδιες συνομιλίες, καταγράφονται οι αγωνιώδεις προσπάθειες του ίδιου ανώτατου αξιωματικού να βρει την άκρη προκειμένου να ανοιχτούν τραπεζικοί λογαριασμοί στη Ζυρίχη της Ελβετίας προκειμένου να μεταφέρει εκεί το ρευστό που έβγαζε από τις παράνομες δουλειές του. Μάλιστα, δεν δίστασε να αναθέσει ακόμη και στο παιδί του που φυσικά δεν γνώριζε τι γινόταν να ψάξει μέσω διαδικτύου προκειμένου να βρει την καλύτερη προσφορά.
Οι δύο αρχηγοί με τα ακριβά γούστα
Αυτοί που κινούσαν τα νήματα στην υπόθεση είναι δύο επιχειρηματίες ηλικίας 44 και 40 χρόνων αντίστοιχα, οι οποίοι πίσω από τις νόμιμες δραστηριότητες τους έκρυβαν μια απίστευτη μαφιόζικη δράση. Ο ένας διέθετε μια από τις πιο γνωστές ψαροταβέρνες σε παραθαλάσσια τοποθεσία έξω από την Αθήνα στην οποία μάλιστα κλείνονταν όλα τα συνωμοτικά ραντεβού των «μεγάλων» ενώ ο δεύτερος είχε αδυναμία στα ακριβά αυτοκίνητα και μάλιστα πριν από περίπου ένα χρόνο όταν ακόμη δεν είχε γίνει γνωστή η δράση του είχε πρωταγωνιστήσει με το θηριώδες Porsche Cayenne σε καταδίωξη με λιμενικούς και λίγο έλειψε να τραυματίσει τους διώκτες του.
Αυτό που έκαναν οι αρχηγοί, ήταν να αγοράζουν με μετρητά τεράστιες παρτίδες τσιγάρων κυρίως από Κύπρο, Αίγυπτο και Τουρκία και μέσω λαθρεμπορικών πλοίων ιδιόκτητων ή ναυλωμένων πάντοτε με ξένη σημαία, να τα μεταφέρουν από την περιοχή της Αμμοχώστου στα κατεχόμενα της Κύπρου, σε ερημικές παραλίες κυρίως της Πελοποννήσου. Από τις παρακολουθήσεις, οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι σε κάποιες περιπτώσεις έκαναν ακόμη και εμβάθυνση παραλιών έτσι ώστε τα μεγάλα φορτηγά πλοία να προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο πιο κοντά στην ακτή. Στη συνέχεια, τις κούτες με τα λαθραία τσιγάρα τα φόρτωναν σε νταλίκες και τα μετέφεραν στην Αθήνα ή σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ο δικηγόρος ενός εκ των κατηγορουμένων κ. Μπάμπης Λυκούδης μιλώντας στο «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» για την υπόθεση επισημαίνει πως «Παρά την πολύμηνη ανάκριση με τη χρήση υψηλής τεχνολογίας το αποδεικτικό υλικό που συλλέχθηκε είναι ισχνό. Πολλές δε από τις καταγραφείσες συνομιλίες αποδίδονται εσφαλμένως καθώς δεν έχει προηγηθεί επιστημονική ταυτοποίηση της φωνής των κατηγορουμένων. Ο εντολέας μου αφέθη ελεύθερος και αυτό καταδεικνύει ότι η ελληνική δικαιοσύνη έμεινε ανεπηρέαστη από την επικοινωνιακή καταιγίδα που προηγήθηκε της ανακρίσεως».