Γράφει ο Αργύρης Ολοκτσίδης
Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή ένα περιστατικό που συνέβη μετά την ομιλία του δημοσιογράφου και συγγραφέα κ. Στ. Λυγερού, που διοργάνωσε ο Σύλλογος Γονέων Κατερίνης στις 28 - 11 - 2011 στην Εκάβη. Αμέσως με το πέρας της ομιλίας, ζήτησα το λόγο για να κάνω μια σύντομη τοποθέτηση, πράγμα που δεν μου επετράπη από το προεδρείο, με την δικαιολόγηση ότι «μόνο ερωτήσεις επιτρέπονται».
Ο Σύλλογος Γονέων Κατερίνης έναν κατοχυρωμένο θεσμό της πόλης με σημαντική προσφορά στον τομέα της ενημέρωσης των πολιτών. Τα μέλη του Δ.Σ. είναι ευυπόληπτοι άνθρωποι της περιοχής μας, που εργάζονται με φιλότιμο και ανιδιοτέλεια για να πετύχουν το καλλίτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά τη δύναμη και τη γνώση τους. Και, ομολογουμένως, έχουν κάνει πολλά.
Πιστεύω, όμως, ότι θα μπορούσε ο Σύλλογος να λειτουργεί δημοκρατικότερα και αποδοτικότερα, αν οι διαλέξεις που διοργανώνει έδιναν τη δυνατότητα στους προσερχόμενους σε αυτές πολίτες να έχουν περισσότερη ενεργή συμμετοχή. Άλλωστε, το πρόσθετο προσωνύμιο του Συλλόγου, «Ανοικτό Πανεπιστήμιο», υποδηλώνει ότι ο Σύλλογος παρέχει κάποιου είδους εκπαίδευση και είναι γνωστό ότι η κάθε μορφής εκπαίδευση, που σέβεται το περιεχόμενο του όρου και τον εαυτό της, όχι μόνο επιτρέπει αλλά, επιπλέον, παρακινεί τους σπουδαστές να συμμετέχουν ενεργά σε αυτή, εμπλουτίζοντάς την με την κατάθεση των προσωπικών τους απόψεων. Αυτή η ενεργή συμμετοχή, πιστεύω, θα χαροποιούσε και κάθε Διδάσκοντα, του οποίου σκοπός δεν είναι ο πειθαναγκασμός του ακροατηρίου του, αλλά η πνευματική καλλιέργεια των διδασκομένων, έτσι ώστε να χειραφετηθούν από το πνευματικό μονοπώλιο των «Αυθεντιών» και να καταστούν, από παθητικοί υποδοχείς και καταναλωτές ιδεών, παραγωγοί πνευματικών αγαθών.
Βέβαια, στην διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων, προβάλει ως άμεσο εμπόδιο η εκ των πραγμάτων υπάρχουσα στενότητα χρόνου, που μοιάζει, φαινομενικά να τις καθιστά αδύνατες. Όμως όπου υπάρχει βούληση, υπάρχει και λύση. Επιπλέον, η σημασία της καλλιέργειας συμμετοχικού κλίματος και συνδιαμόρφωσης κοινού πνεύματος είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορεί να αποτελέσει τη δύναμη που θα ξεπεράσει τις συμβατικές χρονικές δυσκολίες.
Μια πρόταση επ’ αυτού: Η διάρκεια των εκδηλώσεων να είναι τουλάχιστον δίωρη. Ο χρόνος του προσκεκλημένου, κύριου ομιλητή να είναι μια ώρα και η υπόλοιπη ώρα να διατίθεται για διάλογο, όχι μόνο μεταξύ των ακροατών και του ομιλητή, αλλά και μεταξύ όλων των παρευρισκομένων. Να δίνεται η δυνατότητα να γίνονται δίλεπτες τοποθετήσεις, έτσι ώστε να προκαλείται μια γνήσια πνευματική συζήτηση και αναζήτηση, που θα ωφελήσει πολλαπλά όλους τους συμμετέχοντες σε αυτή πολίτες. Η επιβεβλημένη προς τον προσκεκλημένο οικοδεσποτική ευγένεια, δεν απαγορεύει σε καμιά περίπτωση την προσαρμογή του σε ένα τέτοιο διαδικαστικό πλαίσιο. Απεναντίας, του δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίσει το θησαυρό των απόψεών του με τις προσφερόμενες σε αυτόν από τους συνομιλητές του ιδέες.
Μέχρι πότε θα αισθανόμαστε ανεπαρκείς περιθωριακοί, φτωχοί πνευματικά συγγενείς των πρωτευουσιάνων, ώστε να χρειαζόμαστε διαφωτιστές, διανοούμενους και καλλιτέχνες, που έρχονται, ναι είναι αλήθεια, πολλοί απ’ αυτούς έρχονται μόνο και μόνο για να κάνουν τις λεγόμενες «αρπαχτές» από τους «βλάχους της επαρχίας»! Και οι «αρπαχτές» δεν είναι μόνο χρήματα. Είναι και αρπαγές βουλήσεων, διαθέσεων, ψήφων κλπ.
Εμείς εδώ, στην περιφρονημένη από το αθηναϊκό κράτος επαρχία, τι κάνουμε; Δεν είμαστε σε θέση να ενεργήσουμε δημιουργικά, να γίνουμε πολιτισμικά αυτάρκεις, ή τουλάχιστον, να μην τα δίνουμε όλα στους δοξασμένους, διάσημους «επώνυμους» της Πρωτεύουσας; Δεν θα ήταν καλό να κρατάμε κάτι και για τους δικούς μας, τους ντόπιους δημιουργικούς ανθρώπους, στον επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό, ερευνητικό και επιστημονικό τομέα; Αναρωτηθήκαμε γιατί ακολουθούμε συνέχεια την εύκολη, δοκιμασμένη συνταγή της πρόσκλησης διάσημων ονομάτων; Μήπως, μεταξύ των άλλων, διότι κολακεύεται και αγαλλιάζει η συμπλεγματική ψυχή μας, που φωτίζεται λίγο από την ακτινοβολία τους, που, στο κάτω - κάτω, εμείς τους τη δίνουμε; Ετερόφωτοι είναι κι αυτοί και διψάνε για το φως της δικής μας αναγνώρισης.
Ψάξαμε όσο έπρεπε στο χώρο μας; Αναζητήσαμε τους άξιους του τόπου μας; Να τους δώσουμε τη δυνατότητα να δείξουν το έργο τους. Να βοηθήσουμε, να προωθήσουμε τους νέους ανθρώπους, να τους δείξουμε δρόμους, να χρηματοδοτήσουμε διαδικασίες ανάδειξης ταλέντων. Αλλά, μπα! Αυτά είναι δύσκολα και δεν φέρνουν άμεσα οφέλη: ούτε ικανοποίηση του φιλοθεάμονος κοινού, ούτε δόξα, ούτε ψήφους. Θέλουν χρόνια - όπως κάθε σημαντικό έργο - για να αποδώσουν καρπούς. Και μέχρι τότε… ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Το θέμα είναι τι κάνουμε σήμερα… Τι θα γίνει αύριο; Εέεε…! Άσε μη την ψάχνεις…
Αν υπάρχει ελπίδα για τη χώρα, αυτή δεν βρίσκεται στις φλύαρες αναλύσεις των διανοουμενιζόντων και πολιτικολογούντων φαφλατάδων της Αθήνας και των απανταχού της Ελλάδας ευρισκομένων μιμητών τους, αλλά στη φιλοσοφία ζωής και στη δουλειά των ανθρώπων - φορέων του αληθινού ελληνικού πνεύματος. Αυτοί οι άνθρωποι, που ξέρουν ακόμη και με λίγα να χαίρονται, που ονειρεύονται ακόμη και τα δίνουν όλα για την προκοπή των παιδιά τους, που σέβονται τα άσπρα μαλλιά των γονιών τους, αυτοί κουβαλάνε στους ώμους τους την Ελλάδα. Αυτοί οι Έλληνες, που ακόμη τρώνε οικογενειακά, που πιάνονται χέρι - χέρι στους χορούς - όλες οι ηλικίες αντάμα, που ακόμη σκάβουν τους τάφους και θάβουν τους νεκρούς τους με τα χέρια τους, αυτοί μόνο μπορούν να σώσουν την Ελλάδα. Άσχετα αν δεν φαίνονται κι αν δεν τους ξέρει κανείς. Και αν σωθεί η Ελλάδα, κάτι που μόνο χάρη σε αυτούς μπορεί να γίνει, πάλι δεν θα γίνουν ορατοί και πάλι δεν θα τους ξέρει κανείς. Γιατί οι στυλοβάτες της κοινωνίας είναι στη βάση της και δεν φαίνονται. Έτσι ήταν πάντα στο παρελθόν και έτσι θα είναι πάντα στο μέλλον. Οι φωτιζόμενες και γι’ αυτό ορατές επιφάνειες στηρίζονται πάντα στο μη φωτιζόμενο και γι’ αυτό αφανές υπόβαθρό τους. Και ας καμαρώνουν και ας κοκορεύονται για την ανούσια γυαλάδα τους.
Ο κύριος Λυγερός, στο κλείσιμο της καλά εμπεριστατωμένης, πλην μακροσκελούς ομιλίας του, ζήτησε συγνώμη για τη διάρκειά της, επειδή είναι, προφανώς, ευγενής άνθρωπος. Γιατί όμως να πρέπει να φτάνει ο ομιλητής στο σημείο να κουράζει το ακροατήριό του; Δεν θα ήταν καλλίτερα να αναδεικνύονται οι απόψεις του μέσα από διάλογο;
Στην ομιλία του, ο κύριος Λυγερός, αναφέρθηκε εκτενώς στη διαφθορά του δημόσιου βίου και την ανέλυσε κυρίως από την πλευρά της οικονομικής της διάστασης. Εξαντλείται όμως η σηπογόνα δράση της διαφθοράς μόνο στον οικονομικό τομέα;
Δεν αποτελεί Διαφθορά, και μάλιστα χειρίστου είδους, η χρόνια υποβάθμιση και ο εκφυλισμός του πολίτη σε αυτοαναιρούμενο ψηφοφόρο, σε παθητικό ακροατή, σε κολακεύοντα χειροκροτητή; Θα συνεχίσουμε λοιπόν να καλλιεργούμε τέτοιου είδους συμπεριφορές, να αναδεικνύουμε τέτοιου είδους πολίτες;
Η Δημοκρατία είναι το καλλίτερο επινοηθέν πολίτευμα, αλλά, συνάμα, και το δυσκολότερο να πραγματοποιηθεί. Διότι απαιτεί πολίτες αντάξιούς της. Δεν μπορεί να εδραιωθεί και να λειτουργήσει αποδοτικά, η «Δημοκρατία», που την υπηρετούν και καλούνται να την αποδείξουν στην πράξη πολίτες, εξαρτημένοι βουλητικά και ευνουχισμένοι πνευματικά.
Οι πνευματικά ευνουχισμένοι πολίτες, δεν είναι δυνατόν να γεννούν ιδέες. Έχουν καταστεί νοητικά στείροι, ανίκανοι να κρίνουν, να συγκρίνουν και να συμπεραίνουν, έτσι ώστε δεν είναι πλέον σε θέση να ενεργούν ελεύθερα και δημιουργικά.
Οι πνευματικά ευνουχισμένοι πολίτες, γίνονται δειλοί, υποταγμένοι, πειθήνιοι και παθητικοί καταναλωτές υλικών εμπορευμάτων και άυλων ιδεών.
Οι πνευματικά ευνουχισμένοι πολίτες, είναι κενοί υποδοχείς και άβουλοι αποδοχείς αλλότριων απόψεων και επιθυμιών. Έχουν υποστεί ακρωτηριασμό των φυσικών, ανθρωπίνων ικανοτήτων τους και δεν είναι πλέον σε θέση να διεκδικούν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, η χώρα χρειάζεται επειγόντως ανθρώπους ελεύθερα σκεπτόμενους, αυτόβουλους και αυθεντικούς. Ανθρώπους υπεύθυνους και θαρραλέους, που να μπορούν να αναλαμβάνουν δημιουργικές πρωτοβουλίες. Οι μηχανισμοί ευνουχισμού των ελεύθερων πνευμάτων, που έχουν στηθεί σε όλο το εύρος των κρατικών εξουσιών και έχουν υιοθετηθεί και αυτοματοποιηθεί, ως ασυνείδητες συμπεριφορές, από πολλούς πολίτες, πρέπει να γκρεμιστούν συνθέμελα.
Διαφορετικά δεν έχουμε καμιά ελπίδα ανάκαμψης, ως χώρα και ως πολίτες. Καμιά προοπτική εξόδου από την κρίση. Καμιά πιθανότητα προόδου. Η ζωή ανήκει στους ελεύθερους και αποφασισμένους μαχητές, που θέτουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια πιο πάνω ακόμη και από την επιβίωσή τους. Που είναι κάθε στιγμή έτοιμοι να πεθάνουν αγωνιζόμενοι, για την τιμή τους. Που δεν θέλουν να ζουν ταπεινωμένοι αυτοί και τα παιδιά τους. Που δεν αντέχουν να βεβηλώνεται η μνήμη των νεκρών προγόνων τους.
Αργύρης Ολοκτσίδης