Το υπουργείο Οικονομικών παρεμβαίνει στη συνταγματικά ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και επιχειρεί να χειραγωγήσει τους δικαστές.
Αυτό επισημαίνει σε σημερινή δήλωσή του ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Γιάννης Αδαμόπουλος.
Αυτό επισημαίνει σε σημερινή δήλωσή του ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Γιάννης Αδαμόπουλος.
Αφορμή για τη δήλωση αυτή απετέλεσε η ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών για την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας που απαγόρευσε τη διακοπή της ηλεκτροδότησης ακινήτου, καθώς στο λογαριασμό του ρεύματος είχε υπολογιστεί εσφαλμένα το έκτακτο ειδικό τέλος ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών.
Ο κ. Αδαμόπουλος αναφέρει ότι μόλις έγινε γνωστή η απόφαση του Πρωτοδικείου Καλαμάτας, το υπουργείο Οικονομικών «έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση στην οποία κάνει λόγο για «υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων σε σχέση με ζητήματα βεβαίωσης και είσπραξης φόρων και τελών», προαναγγέλλοντας μάλιστα παρέμβαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους «προκειμένου να μη δημιουργούνται ψευδείς εντυπώσεις στους πολίτες»».
Ακόμη, ο πρόεδρος του Συλλόγου υπογραμμίζει: «Το υπουργείο Οικονομικών εγκαλεί τη δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας για έκδοση προσωρινής διάταξης καθ’ υπέρβαση δήθεν της αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων, τη στιγμή κατά την οποία το ίδιο υπερβαίνει διά των λεγομένων του το ρόλο του και τις αρμοδιότητές του ως οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας, παρεμβαίνοντας στη λειτουργία της ανεξάρτητης -κατά το Σύνταγμα- Δικαιοσύνης».
Παράλληλα, συνεχίζει ο κ. Αδαμόπουλος, το υπουργείο Οικονομικών «επιχειρεί άνευ οποιουδήποτε νομικού ερείσματος και ύπαρξης ιεραρχικής εξάρτησης να υποκαταστήσει στη θέση των μόνων αρμόδιων για την εφαρμογή και ερμηνεία των νόμων δικαστηρίων το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ως δήθεν αρμόδιο να αποκαταστήσει την, κατά τους ισχυρισμούς του, διαταραχθείσα ισορροπία που επέφερε η ως άνω απόφαση».
Επίσης, ο κ.Αδαμόπουλος σημειώνει: «Περαιτέρω, καταφανής είναι η πρόθεση της εκτελεστικής εξουσίας να χειραγωγήσει τους δικαστικούς λειτουργούς που θα επιληφθούν αντίστοιχων υποθέσεων στο μέλλον, στην αγωνιώδη προσπάθειά της να αποφύγει τη διά της δικαστικής οδού ανατροπή των κοινωνικά άδικων και ανάλγητων εισπρακτικού και μόνο χαρακτήρα πολιτικών της».
Καλεί «κάθε αρμόδιο φορέα να επιδεικνύει έμπρακτα σεβασμό στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και να απέχει στο εξής από κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης, η ανεξαρτησία και η λειτουργία της οποίας ως θεσμού προστατεύονται ρητά από το Σύνταγμα».
Και καταλήγει: «Η ανάγκη για την κάλυψη των ταμειακών δυσχερειών του κράτους είναι αδιαμφισβήτητη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται ως αφορμή για την υιοθέτηση μέτρων που καταλύουν κάθε έννοια νομιμότητας. Η δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα δικαστήρια για την προστασία των δικαιωμάτων του αποτελεί κατοχυρωμένο δικαίωμα και δεν τίθεται υπό καμία διαπραγμάτευση»