Ο τηλεοπτικός "Γιάγκος Δράκος" σπάει τη σιωπή του
Εντεκα χρόνια μετά την τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε ο τηλεοπτικός «Γιάγκος Δράκος», όπως τον θυμούνται οι μεταγενέστεροι, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της όλης στην «Espresso» μιλάει για την αηδία που του προκαλεί η αχαριστία, τους πρωταγωνιστές που κλαίγονται, παρά τα «χρυσά» τους συμβόλαια, τους αυτοχριζόμενους θιασάρχες, την ασχήμια του Κοινοβουλίου, τα «ξέκωλα» και τα sex symbols της ελληνικής πραγματικότητας!
Ο Χρήστος Πολίτης αποκαλύπτει την αμοιβή του στη «Λάμψη», τους λόγους που τον απέτρεψαν να κάνει οικογένεια, αλλά και τους λόγους που επί δεκαπέντε συναπτά έτη δεν εγκατέλειψε τον Νίκο Φώσκολο, ούτε και τον ΑΝΤ1. Ο ακαταμάχητος «Γιάγκος Δράκος», ο ιδιοκτήτης της Giant, στη γοητεία του οποίου καμία γυναικεία ύπαρξη δεν μπορούσε να αντισταθεί, σπάει τη σιωπή του, όχι γιατί έχει ανάγκη να μιλήσει, αλλά για να στείλει μερικά μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση, όπως ο ίδιος διευκρινίζει. Και αυτό που λέει το εννοεί ο σπουδαίος μας ηθοποιός.
Στέλνει μηνύματα στους ανθρώπους της εξουσίας, χώρο που υπηρέτησε κάποτε και ο ίδιος και τον αηδίασε, αλλά και στους ανθρώπους του θεάτρου. Γυρίζει πίσω και κρατά τις καλές και τις κακές στιγμές, μέσα από τις οποίες βρήκε το νόημα της ζωής.
«Για να μην πλήττω με τον Γιάγκο Δράκο και να μη με σιχαθεί και ο κόσμος κάθε μέρα επί δεκαπέντε χρόνια, αντιμετώπιζα τον ήρωα σαν να είναι κάτι εντελώς καινούργιο» σχολιάζει ο εκλεκτός πρωταγωνιστής του θεάτρου μας, ο οποίος σήμερα, πάνω στην καλλιτεχνική του ωριμότητα, αποφάσισε να θέσει εαυτόν εκτός... «Ο,τι είχα να προσφέρω, το πρόσφερα. Για μένα, για δύο λόγους πρέπει να απέχει ο ηθοποιός. Ο ένας είναι όταν δεν κάνει και ο δεύτερος λόγος είναι όταν δεν του κάνει. Εμένα αυτό που υπάρχει δεν μου κάνει, δυστυχώς. Οπότε, το πιο φρόνιμο που είχα να κάνω ήταν, χωρ [Ο Χρήστος Πολίτης με τη Νόρα Βαλσάμη.] ρίς να αποκλείω τίποτα βέβαια για το μέλλον, να απέχω. Δεν με ενδιαφέρει το θέατρο, ούτε ως προβολή, ούτε ως χειροκρότημα, ούτε ως χρήματα».
Αναμφισβήτητα, ο Χρήστος Πολίτης είναι ο μόνος Ελληνας ηθοποιός που έχει κάνει τόση πολλή τηλεόραση. «Και μόνο τα δεκαπέντε χρόνια της “Λάμψης” καλύπτουν όλα τα άλλα» δηλώνει για να επεξηγήσει: «Αν έφευγα, θα σταματούσε η “Λάμψη”. Δεν θέλω να πω ότι ήμουν σπουδαίος, αλλά το όλο πράγμα είχε καταλήξει να στηρίζεται σε μένα. Οπως έλεγαν ο Κυριακού και ο Φώσκολος, “τη σημαία την κρατούσα εγώ”. Αν έφευγα, θα έμενε πάρα πολύς κόσμος εκτός δουλειάς. Δεν είχα ανάγκη τη σειρά. Απόδειξη είναι ότι πριν από τη “Λάμψη” είχαν περάσει δεκαοκτώ χρόνια που δεν είχα κάνει τηλεόραση και ούτε με ενδιέφερε...»
Τώρα, φαίνεται σαν να μη θέλει να υπάρχει πουθενά στον χώρο τον οποίο υπηρέτησε με τόσο πάθος. «Να υπάρχω πού;» αναρωτιέται. «Στο ελεύθερο θέατρο γίνεται θέατρο για να γίνεται. Ολοι κοιτάζουν πώς θα τα κονομήσουν ή πώς θα είναι θιασάρχες-πρωταγωνιστές. Ολοι αυτό θέλουν. Παλιά ένα θέατρο έφερε το όνομα κάποιου μεγάλου που δεν ήταν στη ζωή και τώρα ο καθένας βάζει το όνομά του και λέει “θέατρο της τάδε”. Αυτά είναι και λίγο γελοιότητες για μένα».
Ασχολήθηκε και με την πολιτική, αλλά και από εκεί τα βρόντηξε. «Η πολιτική είναι άθλια. Απόδειξη ότι συγκρούστηκα τότε και με τη νομαρχία, που δεν συμφωνούσα με την αλαζονεία της εξουσίας, παραιτήθηκα και έφυγα. Λοιπόν, αυτός είμαι και θλίβομαι. Δεν έχω ανάγκη. Είμαι πλήρης. Δεν μου λείπει κάτι. Οσο για την πολιτική κατάσταση, όπως εξελίσσεται, θέλω να πω ότι αυτοί οι δύο ηθοποιοί που βρίσκονται στην κυβερνώσα παράταξη θα έπρεπε το λιγότερο να καταψηφίσουν αυτή την κυβέρνηση, διότι αν πιστεύουν ότι θέλει το καλό των Ελλήνων και της χώρας, τότε είναι βαθιά νυχτωμένοι. Και τι κρίμα [Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.] που έχουν κάνει μια τέτοια πορεία μέσα στον χώρο της τέχνης, που μιλάει για ελευθερία, για σεβασμό, για αξιοπρέπεια...»
Για το θέατρο δεν θέλει να ακούσει κουβέντα. Το ίδιο απόλυτος είναι και για τη συμμετοχή του σε κάποια τηλεοπτική σειρά: «Οχι, δεν θα έπαιζα με καμία δύναμη. Η ιδιωτική τηλεόραση τελικά αποδείχτηκε κάτι σαν εμπορικό μαγαζί, ανεξάρτητα από τις βαρύγδουπες αρχικές της αφετηρίες ότι θα συμβάλει στον πολιτισμό. Οταν μια ελληνική παραγωγή κοστίζει, ας πούμε, 100.000 ευρώ το επεισόδιο και το τουρκικό επεισόδιο το αγοράζουν με 10.000 ή 1.000 ευρώ, αυτό δεν θα προτιμήσουν; Ετυχε να δω κάποιες σκηνές από τουρκικά, τα παλιότερα, ήταν πολύ καλύτερα από τα ελληνικά. Υπήρχαν καλύτεροι ηθοποιοί και σοβαρότερη αντιμετώπιση». Η γλώσσα του γίνεται κοφτερή: «Στην Ελλάδα θα χρησιμοποιήσω και μια έκφραση που θα ακουστεί σκληρή: πολύ ξέκωλο κυκλοφορεί και αηδιάζει. Τα sex symbols είναι λίγο άθλια πραγματικότητα και ξαφνικά ακούν ότι υπάρχει και ένα θέατρο που λέγεται Επίδαυρος και το όνειρό τους είναι να παίξουν εκεί. Δυστυχώς, συμβάλλουμε και όλοι εμείς σε αυτή την αθλιότητα».
Εχει συνταξιοδοτηθεί, αλλά δεν θα καταδεχόταν ποτέ να πει ότι τα βγάζει δύσκολα σε αυτά τα πέτρινα χρόνια. «Ακούω και πάρα πολλούς που ενώ έπαιρναν τρομακτικά λεφτά, να λένε ότι έχουν πρόβλημα! Ολοι λένε ψέματα για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Ο νέος ή ο άγνωστος ηθοποιός έπαιρνε ψίχουλα και όλα τα πρώτα ονόματα έπαιρναν 30.000 τον μήνα, το λιγότερο. Εγώ δεν έχω απολύτως κανένα πρόβλημα και δεν ήμουν υψηλά αμειβόμενος. Οταν άρχισε η “Λάμψη” συνέπεσε με το ξεκίνημα του ΑΝΤ1 που δεν μπορούσε να ρισκάρει σε μεγάλες αμοιβές. Τα τελευταία χρόνια κατάφερα να φτάσω την αμοιβή μου 17.000 ευρώ και αυτό κράτησε για πέντε μήνες. Ο επόμενος που με διαδέχτηκε έπαιρνε 30.000» εξομολογείτ [Ο «Γιάγκος Δράκος» με όλο το καστ της «Λάμψης».] αι και αναλύει τη θεωρία του για το χρήμα: «Ποτέ δεν σκέφτηκα τα λεφτά. Και τι έγινε άμα είχα μια πολυτελή κατοικία στην Κηφισιά ή την Εκάλη; Θα ήμουν ευτυχισμένος; Οχι, μια χαρά είμαι... Δεν με ενδιέφερε ποτέ, γι’ αυτό έκανα και ποιοτικό θέατρο. Μετά, μην ξεχνάμε ότι πολλοί λένε πόσο σπουδαίοι είναι, αλλά το βιογραφικό το δικό μου δεν νομίζω ότι συγκρίνεται με όλων αυτών που προβάλλονται σήμερα ότι είναι δεν ξέρω τι...»
Δεν μιλάει με έπαρση, είναι αληθινός και έχει τόση ενέργεια, που σκέφτομαι πού τη διοχετεύει... «Είμαι καλά μέσα μου! Ως εκ τούτου, δεν λέω “αχ, τώρα, τι θα κάνω;” Eχω ένα σπίτι στην Επίδαυρο, πηγαίνω συχνά εκεί, απολαμβάνω τη φύση, και αν βαρεθώ, κάνω μια βόλτα σε κάποια πόλη της Ευρώπης. Μου αρέσει να χαζεύω, να ζω σαν άνθρωπος, να ξυπνάω ό,τι ώρα θέλω, να τρώω ό,τι ώρα θέλω, να μην είμαι υποχρεωμένος να κάνω κάτι. Δεν υπάρχει λόγος. Ως εκ τούτου, είμαι πλήρης! Δεν έχω ανάγκη από εργασιοθεραπεία. Αλλος λέει “αν δεν παίξω θα πεθάνω!” Ε, πέθανε! Τι να κάνω; Γιατί θα πρέπει ο ηθοποιός να πεθαίνει στη σκηνή; Υπάρχει και η ζωή...»
«ΗΜΟΥΝ ΜΟΝΟΣ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΟΥΝ ΝΑ ΑΝΗΚΩ ΚΑΠΟΥ»
Είναι απορίας άξιο πώς ένας τέτοιος άντρας έμεινε μόνος στη ζωή... «Αυτό που πίστευα πάντα είναι πως η προσωπική ζωή του καθενός είναι δική του υπόθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση να σέβεται τον εαυτό του κατ’ αρχήν, και το κοινό. Είχα την τύχη να συναντήσω στην πορεία μου πολύ σημαντικούς ανθρώπους, όπως οι δάσκαλοί μου, ο Τερζάκης και η Παξινού, που μου έλεγαν: “Δεν είναι δυνατόν να σε βλέπουν στην ταβέρνα με την γκόμενα να τρως παϊδάκια με τα χέρια και μετά να σε βλέπουν να παίζεις Αμλετ”! Αυτό μπορεί να φαντάζει λίγο τραβηγμένο, αλλά αυτό μου έμαθαν. Στην προσωπική μου ζωή έκανα αυτό που πίστευα ότι μπορούσα να κάνω, ποτέ δεν ήθελα να απασ [Ο Χρήστος Πολίτης και η Κάτια Δανδουλάκη στη «Λάμψη».] χολήσω τους ανθρώπους. Με ενδιέφερε αν αυτό που κάνω έχει ενδιαφέρον για τον κόσμο ή είναι αποδεκτό. Αυτό ήταν όλο».
Αυτός ο ωραίος της εποχής του έκανε αγώνα για να αποδείξει το αυταπόδεικτο. «Ολοι έλεγαν “α, ο πιο ωραίος ζεν πρεμιέ της σκηνής και της οθόνης” και ποτέ δεν έλεγαν αν είχα και ταλέντο. Εγώ το απέδειξα, αλλά ήταν δύσκολο να το δεχτούν. Η πορεία μου ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Εγώ δεν ανήκα ούτε σε κοινωνικά συστήματα, ούτε σε πολιτικά. Ημουν μόνος, διότι δεν δεχόμουν να ανήκω κάπου. Παρά μόνον σε αυτό που πίστευα και αυτό ήταν το θέατρο. Δεν ζήλεψα ποτέ τίποτα, δεν φθόνησα ποτέ τίποτα. Ημουν από τους πιο τυχερούς. Βγήκα και στο θέατρο, και στον κινηματογράφο, και έπαιξα πρώτους ρόλους. Μην ξεχνάτε το 1972, όταν έπαιξα σε παγκόσμιο φεστιβάλ στο Λονδίνο Ορέστη, στην “Ορέστεια” με το Εθνικό, ο ξένος Τύπος με αποκάλεσε “γκεστ σταρ”. Αυτό ήταν φοβερό για μένα. Και μετά, το άλλο καλοκαίρι στην Επίδαυρο είχα και Ορέστη, και Ιππόλυτο. Και αυτά δεν ήταν εύκολα σε εποχές που στο θέατρο κυριαρχούσαν τα ιερά τέρατα, όπως η Αρώνη, η Χατζηαργύρη, ο Βόκοβιτς και εγώ ήμουν πλάι τους ένα παιδί που είχε παίξει απλώς τρεις σεζόν μπουλβάρ στο θέατρο “Μουσούρη”. Ομως πάλεψα, προσπάθησα να ανταποκριθώ στο ζητούμενο».
- Ενας τέτοιος άνθρωπος σαν τον Χρήστο Πολίτη, τι μπορεί να φοβάται;
Με φοβίζει ο άνθρωπος που δεν δικαιώνει την ανθρώπινη ύπαρξή του. Η πείνα δεν με τρομάζει. Αν θεωρούμε ότι κάποιος έχει μάθει να τρώει φαγητά γκουρμέ και ξαφνικά πρέπει να φάει φασολάδα, δεν υπάρχει πείνα. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα, μου αρέσει η φασολάδα. Ο θάνατος; Καλοδεχούμενος. Οταν τα τινάξουμε με το καλό, δεν παίρνουμε και τίποτα μαζί μας. Γι’ αυτό δεν θέλω καμία δημοσιότητα και δεν συχνάζω σε κοσμικές εκδηλώσεις. Ανατριχιάζω! Είναι ψεύτικα όλα. Και εμένα μου αρέσει η αλήθεια...
«ΑΗΔΙΑΖΩ, Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΜΑΡΤΙΑ»
Η συζήτηση στρέφεται στο «Απλό Θέατρο». Εναν χώρο που έφτιαξε με αγάπη και μέσα από αυτόν συνέβαλε στη θεατρική τέχνη που πίστευε, στο θέατρο γενικότερα και τον άνθρωπο. Συνοδοιπόρος του ο Αντώνης Αντύπας, προσωπική του επιλογή. Κάποτε όμως ο Χρήστος Πολίτης δεν άντεξε να συνεχίσει άλλο...
«Το θέατρό μου κατέληξε να είναι θλιβερή ιστορία. Αν και ήμουν πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου με προοπτικές φοβερές και τρομερές, αλλά και σταρ, αυτό δεν έχει καμία σημασία, για να μην καταλήξω δημόσιος υπάλληλος, αντί να πάω να συγκροτήσω έναν θίασο Χρήστου Πολίτη σε ένα εμπορικό θέατρο, να βγάζω πολλά λεφτά, είπα θα δημιουργήσω το “Απλό Θέατρο” που είχε στόχο τη θεατρική αποκέντρωση. Εκεί έδωσα όλο μου το είναι και όλα μου τα χρήματα. Είχα μαζί μου και τον Αντύπα. Μου άρεσε η ιδέα να έχω έναν φίλο που να μην είναι υπάλληλος, αλλά συνυπεύθυνος. Με το πέρασμα του χρόνου έγινε ο Αντύπας σκηνοθέτης και είχε αναλάβει όλες τις παραστάσεις του “Απλού Θεάτρου”. Κάποτε σκέφτηκα ότι δεν πήγαινε άλλο πλέον εγώ να είμαι ηθοποιός και ο Αντύπας ο σκηνοθέτης. Καταντούσε για μένα λίγο θλιβερό ντουέτο. Ετσι, η πρώτη μου σκέψη ήταν να πω στον Αντύπα “φεύγεις εσύ και παίρνω το θέατρό μου όπως είναι”, αλλά μετά το ξανασκέφτηκα και επειδή θα μπορούσα να παίξω οπουδήποτε, ενώ ο Αντύπας -εκείνη την εποχή τουλάχιστον- δεν είχε ιδιαίτερη ζήτηση, και εφόσον κατά κάποιον τρόπο θεώρησα ότι ήταν και δημιούργημά μου, προτίμησα, έναντι ενός καθαρά συμβολικού τιμήματος, να του αφήσω το θέατρο. Βέβαια, από εκεί και πέρα τα πράγματα έγιναν λίγο περίεργα και η όλη μου ύπαρξη διεγράφη από κει μέσα, κάτι που θεωρώ ανέντιμο και ανήθικο. Σαν να μην πέρασα ποτέ. Επρεπε να υπάρχει μια φωτογραφία μου μέσα, να υποδηλώνει ότι εγώ έφτιαξα το θέατρο αυτό. Δεν θα ήθελα να μου πει κανείς “ευχαριστώ”».
Μου δίνει την αίσθηση ότι πονάει, αλλά με διαψεύδει...
«Δεν πονάω! Αηδιάζω... Είναι θλιβερά πράγματα. Η αχαριστία είναι πολύ μεγάλη αμαρτία, ξέρετε. Εμένα αν κάποιος μου φερθεί καλά, θα τον θυμάμαι όλη μου τη ζωή. Ισως η σκιά του Πολίτη και η ιστορία του έπρεπε να φύγουν από εκεί μέσα...»
Espressonews.gr Στέλνει μηνύματα στους ανθρώπους της εξουσίας, χώρο που υπηρέτησε κάποτε και ο ίδιος και τον αηδίασε, αλλά και στους ανθρώπους του θεάτρου. Γυρίζει πίσω και κρατά τις καλές και τις κακές στιγμές, μέσα από τις οποίες βρήκε το νόημα της ζωής.
«Για να μην πλήττω με τον Γιάγκο Δράκο και να μη με σιχαθεί και ο κόσμος κάθε μέρα επί δεκαπέντε χρόνια, αντιμετώπιζα τον ήρωα σαν να είναι κάτι εντελώς καινούργιο» σχολιάζει ο εκλεκτός πρωταγωνιστής του θεάτρου μας, ο οποίος σήμερα, πάνω στην καλλιτεχνική του ωριμότητα, αποφάσισε να θέσει εαυτόν εκτός... «Ο,τι είχα να προσφέρω, το πρόσφερα. Για μένα, για δύο λόγους πρέπει να απέχει ο ηθοποιός. Ο ένας είναι όταν δεν κάνει και ο δεύτερος λόγος είναι όταν δεν του κάνει. Εμένα αυτό που υπάρχει δεν μου κάνει, δυστυχώς. Οπότε, το πιο φρόνιμο που είχα να κάνω ήταν, χωρ [Ο Χρήστος Πολίτης με τη Νόρα Βαλσάμη.] ρίς να αποκλείω τίποτα βέβαια για το μέλλον, να απέχω. Δεν με ενδιαφέρει το θέατρο, ούτε ως προβολή, ούτε ως χειροκρότημα, ούτε ως χρήματα».
Αναμφισβήτητα, ο Χρήστος Πολίτης είναι ο μόνος Ελληνας ηθοποιός που έχει κάνει τόση πολλή τηλεόραση. «Και μόνο τα δεκαπέντε χρόνια της “Λάμψης” καλύπτουν όλα τα άλλα» δηλώνει για να επεξηγήσει: «Αν έφευγα, θα σταματούσε η “Λάμψη”. Δεν θέλω να πω ότι ήμουν σπουδαίος, αλλά το όλο πράγμα είχε καταλήξει να στηρίζεται σε μένα. Οπως έλεγαν ο Κυριακού και ο Φώσκολος, “τη σημαία την κρατούσα εγώ”. Αν έφευγα, θα έμενε πάρα πολύς κόσμος εκτός δουλειάς. Δεν είχα ανάγκη τη σειρά. Απόδειξη είναι ότι πριν από τη “Λάμψη” είχαν περάσει δεκαοκτώ χρόνια που δεν είχα κάνει τηλεόραση και ούτε με ενδιέφερε...»
Τώρα, φαίνεται σαν να μη θέλει να υπάρχει πουθενά στον χώρο τον οποίο υπηρέτησε με τόσο πάθος. «Να υπάρχω πού;» αναρωτιέται. «Στο ελεύθερο θέατρο γίνεται θέατρο για να γίνεται. Ολοι κοιτάζουν πώς θα τα κονομήσουν ή πώς θα είναι θιασάρχες-πρωταγωνιστές. Ολοι αυτό θέλουν. Παλιά ένα θέατρο έφερε το όνομα κάποιου μεγάλου που δεν ήταν στη ζωή και τώρα ο καθένας βάζει το όνομά του και λέει “θέατρο της τάδε”. Αυτά είναι και λίγο γελοιότητες για μένα».
Ασχολήθηκε και με την πολιτική, αλλά και από εκεί τα βρόντηξε. «Η πολιτική είναι άθλια. Απόδειξη ότι συγκρούστηκα τότε και με τη νομαρχία, που δεν συμφωνούσα με την αλαζονεία της εξουσίας, παραιτήθηκα και έφυγα. Λοιπόν, αυτός είμαι και θλίβομαι. Δεν έχω ανάγκη. Είμαι πλήρης. Δεν μου λείπει κάτι. Οσο για την πολιτική κατάσταση, όπως εξελίσσεται, θέλω να πω ότι αυτοί οι δύο ηθοποιοί που βρίσκονται στην κυβερνώσα παράταξη θα έπρεπε το λιγότερο να καταψηφίσουν αυτή την κυβέρνηση, διότι αν πιστεύουν ότι θέλει το καλό των Ελλήνων και της χώρας, τότε είναι βαθιά νυχτωμένοι. Και τι κρίμα [Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.] που έχουν κάνει μια τέτοια πορεία μέσα στον χώρο της τέχνης, που μιλάει για ελευθερία, για σεβασμό, για αξιοπρέπεια...»
Για το θέατρο δεν θέλει να ακούσει κουβέντα. Το ίδιο απόλυτος είναι και για τη συμμετοχή του σε κάποια τηλεοπτική σειρά: «Οχι, δεν θα έπαιζα με καμία δύναμη. Η ιδιωτική τηλεόραση τελικά αποδείχτηκε κάτι σαν εμπορικό μαγαζί, ανεξάρτητα από τις βαρύγδουπες αρχικές της αφετηρίες ότι θα συμβάλει στον πολιτισμό. Οταν μια ελληνική παραγωγή κοστίζει, ας πούμε, 100.000 ευρώ το επεισόδιο και το τουρκικό επεισόδιο το αγοράζουν με 10.000 ή 1.000 ευρώ, αυτό δεν θα προτιμήσουν; Ετυχε να δω κάποιες σκηνές από τουρκικά, τα παλιότερα, ήταν πολύ καλύτερα από τα ελληνικά. Υπήρχαν καλύτεροι ηθοποιοί και σοβαρότερη αντιμετώπιση». Η γλώσσα του γίνεται κοφτερή: «Στην Ελλάδα θα χρησιμοποιήσω και μια έκφραση που θα ακουστεί σκληρή: πολύ ξέκωλο κυκλοφορεί και αηδιάζει. Τα sex symbols είναι λίγο άθλια πραγματικότητα και ξαφνικά ακούν ότι υπάρχει και ένα θέατρο που λέγεται Επίδαυρος και το όνειρό τους είναι να παίξουν εκεί. Δυστυχώς, συμβάλλουμε και όλοι εμείς σε αυτή την αθλιότητα».
Εχει συνταξιοδοτηθεί, αλλά δεν θα καταδεχόταν ποτέ να πει ότι τα βγάζει δύσκολα σε αυτά τα πέτρινα χρόνια. «Ακούω και πάρα πολλούς που ενώ έπαιρναν τρομακτικά λεφτά, να λένε ότι έχουν πρόβλημα! Ολοι λένε ψέματα για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Ο νέος ή ο άγνωστος ηθοποιός έπαιρνε ψίχουλα και όλα τα πρώτα ονόματα έπαιρναν 30.000 τον μήνα, το λιγότερο. Εγώ δεν έχω απολύτως κανένα πρόβλημα και δεν ήμουν υψηλά αμειβόμενος. Οταν άρχισε η “Λάμψη” συνέπεσε με το ξεκίνημα του ΑΝΤ1 που δεν μπορούσε να ρισκάρει σε μεγάλες αμοιβές. Τα τελευταία χρόνια κατάφερα να φτάσω την αμοιβή μου 17.000 ευρώ και αυτό κράτησε για πέντε μήνες. Ο επόμενος που με διαδέχτηκε έπαιρνε 30.000» εξομολογείτ [Ο «Γιάγκος Δράκος» με όλο το καστ της «Λάμψης».] αι και αναλύει τη θεωρία του για το χρήμα: «Ποτέ δεν σκέφτηκα τα λεφτά. Και τι έγινε άμα είχα μια πολυτελή κατοικία στην Κηφισιά ή την Εκάλη; Θα ήμουν ευτυχισμένος; Οχι, μια χαρά είμαι... Δεν με ενδιέφερε ποτέ, γι’ αυτό έκανα και ποιοτικό θέατρο. Μετά, μην ξεχνάμε ότι πολλοί λένε πόσο σπουδαίοι είναι, αλλά το βιογραφικό το δικό μου δεν νομίζω ότι συγκρίνεται με όλων αυτών που προβάλλονται σήμερα ότι είναι δεν ξέρω τι...»
Δεν μιλάει με έπαρση, είναι αληθινός και έχει τόση ενέργεια, που σκέφτομαι πού τη διοχετεύει... «Είμαι καλά μέσα μου! Ως εκ τούτου, δεν λέω “αχ, τώρα, τι θα κάνω;” Eχω ένα σπίτι στην Επίδαυρο, πηγαίνω συχνά εκεί, απολαμβάνω τη φύση, και αν βαρεθώ, κάνω μια βόλτα σε κάποια πόλη της Ευρώπης. Μου αρέσει να χαζεύω, να ζω σαν άνθρωπος, να ξυπνάω ό,τι ώρα θέλω, να τρώω ό,τι ώρα θέλω, να μην είμαι υποχρεωμένος να κάνω κάτι. Δεν υπάρχει λόγος. Ως εκ τούτου, είμαι πλήρης! Δεν έχω ανάγκη από εργασιοθεραπεία. Αλλος λέει “αν δεν παίξω θα πεθάνω!” Ε, πέθανε! Τι να κάνω; Γιατί θα πρέπει ο ηθοποιός να πεθαίνει στη σκηνή; Υπάρχει και η ζωή...»
«ΗΜΟΥΝ ΜΟΝΟΣ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΟΥΝ ΝΑ ΑΝΗΚΩ ΚΑΠΟΥ»
Είναι απορίας άξιο πώς ένας τέτοιος άντρας έμεινε μόνος στη ζωή... «Αυτό που πίστευα πάντα είναι πως η προσωπική ζωή του καθενός είναι δική του υπόθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση να σέβεται τον εαυτό του κατ’ αρχήν, και το κοινό. Είχα την τύχη να συναντήσω στην πορεία μου πολύ σημαντικούς ανθρώπους, όπως οι δάσκαλοί μου, ο Τερζάκης και η Παξινού, που μου έλεγαν: “Δεν είναι δυνατόν να σε βλέπουν στην ταβέρνα με την γκόμενα να τρως παϊδάκια με τα χέρια και μετά να σε βλέπουν να παίζεις Αμλετ”! Αυτό μπορεί να φαντάζει λίγο τραβηγμένο, αλλά αυτό μου έμαθαν. Στην προσωπική μου ζωή έκανα αυτό που πίστευα ότι μπορούσα να κάνω, ποτέ δεν ήθελα να απασ [Ο Χρήστος Πολίτης και η Κάτια Δανδουλάκη στη «Λάμψη».] χολήσω τους ανθρώπους. Με ενδιέφερε αν αυτό που κάνω έχει ενδιαφέρον για τον κόσμο ή είναι αποδεκτό. Αυτό ήταν όλο».
Αυτός ο ωραίος της εποχής του έκανε αγώνα για να αποδείξει το αυταπόδεικτο. «Ολοι έλεγαν “α, ο πιο ωραίος ζεν πρεμιέ της σκηνής και της οθόνης” και ποτέ δεν έλεγαν αν είχα και ταλέντο. Εγώ το απέδειξα, αλλά ήταν δύσκολο να το δεχτούν. Η πορεία μου ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Εγώ δεν ανήκα ούτε σε κοινωνικά συστήματα, ούτε σε πολιτικά. Ημουν μόνος, διότι δεν δεχόμουν να ανήκω κάπου. Παρά μόνον σε αυτό που πίστευα και αυτό ήταν το θέατρο. Δεν ζήλεψα ποτέ τίποτα, δεν φθόνησα ποτέ τίποτα. Ημουν από τους πιο τυχερούς. Βγήκα και στο θέατρο, και στον κινηματογράφο, και έπαιξα πρώτους ρόλους. Μην ξεχνάτε το 1972, όταν έπαιξα σε παγκόσμιο φεστιβάλ στο Λονδίνο Ορέστη, στην “Ορέστεια” με το Εθνικό, ο ξένος Τύπος με αποκάλεσε “γκεστ σταρ”. Αυτό ήταν φοβερό για μένα. Και μετά, το άλλο καλοκαίρι στην Επίδαυρο είχα και Ορέστη, και Ιππόλυτο. Και αυτά δεν ήταν εύκολα σε εποχές που στο θέατρο κυριαρχούσαν τα ιερά τέρατα, όπως η Αρώνη, η Χατζηαργύρη, ο Βόκοβιτς και εγώ ήμουν πλάι τους ένα παιδί που είχε παίξει απλώς τρεις σεζόν μπουλβάρ στο θέατρο “Μουσούρη”. Ομως πάλεψα, προσπάθησα να ανταποκριθώ στο ζητούμενο».
- Ενας τέτοιος άνθρωπος σαν τον Χρήστο Πολίτη, τι μπορεί να φοβάται;
Με φοβίζει ο άνθρωπος που δεν δικαιώνει την ανθρώπινη ύπαρξή του. Η πείνα δεν με τρομάζει. Αν θεωρούμε ότι κάποιος έχει μάθει να τρώει φαγητά γκουρμέ και ξαφνικά πρέπει να φάει φασολάδα, δεν υπάρχει πείνα. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα, μου αρέσει η φασολάδα. Ο θάνατος; Καλοδεχούμενος. Οταν τα τινάξουμε με το καλό, δεν παίρνουμε και τίποτα μαζί μας. Γι’ αυτό δεν θέλω καμία δημοσιότητα και δεν συχνάζω σε κοσμικές εκδηλώσεις. Ανατριχιάζω! Είναι ψεύτικα όλα. Και εμένα μου αρέσει η αλήθεια...
«ΑΗΔΙΑΖΩ, Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΜΑΡΤΙΑ»
Η συζήτηση στρέφεται στο «Απλό Θέατρο». Εναν χώρο που έφτιαξε με αγάπη και μέσα από αυτόν συνέβαλε στη θεατρική τέχνη που πίστευε, στο θέατρο γενικότερα και τον άνθρωπο. Συνοδοιπόρος του ο Αντώνης Αντύπας, προσωπική του επιλογή. Κάποτε όμως ο Χρήστος Πολίτης δεν άντεξε να συνεχίσει άλλο...
«Το θέατρό μου κατέληξε να είναι θλιβερή ιστορία. Αν και ήμουν πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου με προοπτικές φοβερές και τρομερές, αλλά και σταρ, αυτό δεν έχει καμία σημασία, για να μην καταλήξω δημόσιος υπάλληλος, αντί να πάω να συγκροτήσω έναν θίασο Χρήστου Πολίτη σε ένα εμπορικό θέατρο, να βγάζω πολλά λεφτά, είπα θα δημιουργήσω το “Απλό Θέατρο” που είχε στόχο τη θεατρική αποκέντρωση. Εκεί έδωσα όλο μου το είναι και όλα μου τα χρήματα. Είχα μαζί μου και τον Αντύπα. Μου άρεσε η ιδέα να έχω έναν φίλο που να μην είναι υπάλληλος, αλλά συνυπεύθυνος. Με το πέρασμα του χρόνου έγινε ο Αντύπας σκηνοθέτης και είχε αναλάβει όλες τις παραστάσεις του “Απλού Θεάτρου”. Κάποτε σκέφτηκα ότι δεν πήγαινε άλλο πλέον εγώ να είμαι ηθοποιός και ο Αντύπας ο σκηνοθέτης. Καταντούσε για μένα λίγο θλιβερό ντουέτο. Ετσι, η πρώτη μου σκέψη ήταν να πω στον Αντύπα “φεύγεις εσύ και παίρνω το θέατρό μου όπως είναι”, αλλά μετά το ξανασκέφτηκα και επειδή θα μπορούσα να παίξω οπουδήποτε, ενώ ο Αντύπας -εκείνη την εποχή τουλάχιστον- δεν είχε ιδιαίτερη ζήτηση, και εφόσον κατά κάποιον τρόπο θεώρησα ότι ήταν και δημιούργημά μου, προτίμησα, έναντι ενός καθαρά συμβολικού τιμήματος, να του αφήσω το θέατρο. Βέβαια, από εκεί και πέρα τα πράγματα έγιναν λίγο περίεργα και η όλη μου ύπαρξη διεγράφη από κει μέσα, κάτι που θεωρώ ανέντιμο και ανήθικο. Σαν να μην πέρασα ποτέ. Επρεπε να υπάρχει μια φωτογραφία μου μέσα, να υποδηλώνει ότι εγώ έφτιαξα το θέατρο αυτό. Δεν θα ήθελα να μου πει κανείς “ευχαριστώ”».
Μου δίνει την αίσθηση ότι πονάει, αλλά με διαψεύδει...
«Δεν πονάω! Αηδιάζω... Είναι θλιβερά πράγματα. Η αχαριστία είναι πολύ μεγάλη αμαρτία, ξέρετε. Εμένα αν κάποιος μου φερθεί καλά, θα τον θυμάμαι όλη μου τη ζωή. Ισως η σκιά του Πολίτη και η ιστορία του έπρεπε να φύγουν από εκεί μέσα...»