Γερμανός δημοσιογράφος υπογράφει άρθρο των Financial Times, που κατηγορεί την Γερμανίδα Καγκελάριο και τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών για λανθασμένη αντιμετώπιση της κρίσης.
Διαβάστε όλο το άρθρο του Wolfgang Münchau με τίτλο : «Η λιτότητα δεν θα σώσει το ευρώ»
Την Παρασκευή ο κ. Μάριο Ντράγκι είπε «όχι». Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διακήρυξε ότι η κρίση της ευρωζώνης απαιτεί πολιτική λύση και πως η ΕΚΤ δεν θα σώσει κανέναν. Και για να γίνει πιο σαφές το μήνυμα, μία ημέρα νωρίτερα το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δήλωσε ότι θέτει πλαφόν 20 δισ. ευρώ στις εβδομαδιαίες της αγορές κρατικών ομολόγων.
Οι επιπτώσεις αυτών των ανακοινώσεων και αποφάσεων είναι πως η κρίση της ευρωζώνης μπορεί να επιδεινωθεί πολύ βραχυπρόθεσμα. Δεν υπάρχει ορατή πολιτική λύση. Η κ. Άγκελα Μέρκελ, η Γερμανίδα καγκελάριος, απορρίπτει την πρόταση για ευρωομόλογο.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF) είναι πολύ μικρό για να χειριστεί χώρες του μεγέθους της Ιταλίας ή της Ισπανίας, πόσο μάλλον και τις δύο αυτές ταυτόχρονα. Ακόμη και ένα πλήρως λειτουργικό και μοχλευμένο EFSF δεν θα ήταν σε θέση να δώσει «ό,τι κι αν χρειαζόταν» στο πρόγραμμα εγγυήσεων για την αγορά ομολόγων.
Η κρατούσα άποψη στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο είναι πως η κρίση μπορεί να λυθεί με τεχνοκρατικές κυβερνήσεις που θα επιβάλουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και λιτότητα. Κατά την άποψή μου, η πρόταση αυτή είναι τρελή. Σε κάθε περίπτωση, θα κριθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Μάριο Μόντι, ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας, αναμένεται να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και λιτότητας. Του εύχομαι καλή τύχη, αλλά αμφιβάλλω ότι οι αγορές ομολόγων θα αλλάξουν άποψη για τη βιωσιμότητα του ιταλικού χρέους απουσία έξωθεν παρέμβασης.
Έχουμε ξεπεράσει το σημείο όπου η κρίση θα μπορούσε να λυθεί με τα καθιερωμένα μέσα οικονομικής πολιτικής. Η επιβίωση του ευρώ εξαρτάται πλέον από το εάν η κ. Μέρκελ ή ο κ. Ντράγκι ή και οι δύο θα υποχωρήσουν από τις θέσεις τους.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει, αλλά όχι τώρα. Η ΕΚΤ αντιμετωπίζει πιο δύσκολους νομικούς περιορισμούς από ό,τι πιστεύουν όσοι της ζητούν να παρέμβει. Η τράπεζα τεχνικά έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στη δευτερογενή αγορά, αλλά με στόχο όχι τη στήριξη των κυβερνήσεων ώστε να αντιμετωπίσουν τα ελλείμματά τους ή το roll over του χρέους τους. Το Άρθρο 123 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να δώσει λευκή επιταγή στις κυβερνήσεις.
Σαφέστατα, το ευρώ δημιουργήθηκε επί της αρχής ότι η ΕΚΤ δεν θα έκανε ποτέ αυτό που της ζητείται τώρα να κάνει. Αυτός ο νόμος είναι απόδειξη της έλλειψης ρεαλισμού, δεδομένων μάλιστα όσων γνωρίζουμε για την ιστορία των χρηματοοικονομικών κρίσεων. Εξίσου λάθος, όμως, είναι το να προσπαθείς να ξεπεράσεις μία κρίση παρακάμπτοντας έναν νόμο όσο κακός κι αν είναι. Γι’ αυτόν τον λόγο, συμφωνώ ότι πιθανότατα δεν είναι καλή ιδέα η ΕΚΤ να προχωρήσει σε παροχή εγγυήσεων άνευ ορίων και άνευ προϋποθέσεων ή να δώσει απεριόριστη χρηματοδότηση στο ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης.
Υπάρχει, όμως, κάτι που θα μπορούσε να κάνει, ακόμη και βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα πολύ μεγάλο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Θα μπορούσε να προχωρήσει σε αγορές τίτλων στη δευτερογενή αγορά, με στόχο τη μείωση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων σε επιθυμητό επίπεδο, δεδομένου ότι τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια βρίσκονται σχεδόν σε μηδενικό σημείο. Αυτό θα ήταν σαφέστατα μία επιχείρηση της νομισματικής πολιτικής.
Τα επιχειρήματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι πολλά. Η ευρωζώνη έχει ήδη μπει σε ύφεση που επηρεάζεται από τρεις παράγοντες, καθένας εκ των οποίων είναι αρκετά σοβαρός, ενώ ο συνδυασμός και των τριών θα μπορούσε να είναι θανατηφόρος: επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, προγράμματα δημοσιονομικής λιτότητας και μεγαλύτερη των εκτιμήσεων απομόχλευση στον χρηματοοικονομικό κλάδο. Εάν επικρατήσει η τρέχουσα πολιτική, τότε η ευρωζώνη κινδυνεύει να μπει σε βαθιά ύφεση.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα απευθυνθεί ταυτόχρονα και στο πρόβλημα της ύφεσης και της χρηματοδότησης της αγοράς. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να επιβάλει πλαφόν στα μακροπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς, της τάξεως του 4%, και να αγοράσει μακροπρόθεσμους τίτλους.
Πιθανότατα, δεν θα λάβει τέτοιες αποφάσεις σύντομα. Ο κ. Ντράγκι μόλις έφτασε στη Φρανκφούρτη και μάλλον δεν θα πιέσει προς μία πολιτική που θα έρχεται σε αντίθεση με τους δύο Γερμανούς εκπροσώπους στο διοικητικό συμβούλιο. Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ θα αλλάξει το 2012. Τότε θα μπορούσε να προκύψει μία ευκαιρία για αλλαγή πολιτικής.
Αυτό, όμως, σημαίνει επίσης ότι η κρίση θα παραμείνει άλυτη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπό τις παρούσες συνθήκες στις αγορές, η μόχλευση του EFSF δεν είναι ρεαλιστική. Πόσο καιρό, λοιπόν, μπορεί να διατηρηθεί αυτό το κενό πολιτικής;
Προς το παρόν, η ταχύτητα της κρίσης είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα της πολιτικής αντίδρασης. Το επόμενο κρίσιμο σημείο ως προς τη διαμόρφωση πολιτικής θα είναι η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβριο, όπου θα πρέπει να υπάρξουν πιο ουσιαστικές αποφάσεις από αυτές στις προηγούμενες συνόδους.
Εάν δεν γίνει κάτι τέτοιο, τότε θα βρεθούμε πιο κοντά στο σημείο όπου μέλη της ευρωζώνης -αντιμέτωπα με μη βιώσιμη κατάσταση χρηματοδότησης- θα μπορούσαν εύλογα να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό και το οικονομικό κόστος της παραμονής σε αυτήν είναι μεγαλύτερα από το κόστος της εξόδου. Από τη στιγμή όπου η ευρωζώνη βρεθεί σε αυτόν τον δρόμο, δεν θα βγει αλώβητη από την κρίση.
Κάποια στιγμή, ο κ. Ντράγκι και η κ. Μέρκελ θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν ταυτόχρονα. Οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε λίγες ούτε πολλές. Είναι αδιευκρίνιστες. Και αυτό είναι το χειρότερο είδος αβεβαιότητας που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.