Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Ο μύθος της τρόικας περί σωτηρίας της Ελλάδας

 
Από την Αυγή.  Ημερομηνία δημοσίευσης: 29/12/2011
 Σε ένα εκτενές άρθρο - μελέτη, ο κ. Στέλιος Σκαπέρδας, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Irvine της Καλιφόρνιας, επιχειρεί να διαψεύσει επιστημονικά τις κυρίαρχες αφηγήσεις σχετικά με την κρίση. Επιλέξαμε το απόσπασμα για τον μύθο της τρόικας ότι σώζει την Ελλάδα. Έναν μύθο που στηρίζει τον εκβιασμό της ελληνικής κυβέρνησης προς την ελληνική κοινωνία.

Οι υπερασπιστές των επιλογών της κυβέρνησης λένε ομόφωνα πως η μόνη εναλλακτική λύση θα ήταν η «χρεωκοπία», θα ήταν καταστροφική. Ας σκεφτούμε λοιπόν την εναλλακτική λύση της «χρεωκοπίας» στις αρχές του 2010. Η σχέση χρέους - ΑΕΠ ήταν κοντά στο 115% τότε. Αν η χώρα είχε εφαρμόσει το "κούρεμα" που συμφωνήθηκε στις 21 Ιουλίου (21%, αλλά πραγματικό), η σχέση χρέους - ΑΕΠ θα είχε κατέβει λίγο πάνω από το 90%, ποσοστό που θα έκανε το χρέος οριακά βιώσιμο. Πιθανόν να είχε απαιτηθεί μεγαλύτερο "κούρεμα" για να γίνει το χρέος μακροπρόθεσμα βιώσιμο, αλλά σίγουρα αυτό θα ήταν κάτω από τα επίπεδα που σχεδιάζουν τώρα οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Οι υπερασπιστές των επιλογών της κυβέρνησης θα απαντούσαν τότε πως, μετά από μια στάση πληρωμών στις αρχές του 2010, η Ελλάδα, πρώτον θα είχε αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές ομολόγων και δεύτερον, επειδή δεν είχε πρωταρχικό πλεόνασμα στον προϋπολογισμό (πλεόνασμα χωρίς τους τόκους των δανείων), η κυβέρνηση δεν θα είχε μπορέσει να πληρώσει μισθούς, συντάξεις και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της.

Ενώ είναι σωστό
ότι βραχυπρόθεσμα οι διεθνείς αγορές ομολόγων δεν θα είχαν δανείσει αμέσως στην Ελλάδα, όσο μεγαλύτερο το "κούρεμα" τόσο ευκολότερα και γρηγορότερα θα είχε επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές. Αλλά αυτό δεν θα είχε χρειαστεί και, έτσι κι αλλιώς, πιθανότατα δεν είναι συνετό για την Ελλάδα να επιστρέψει σʼ αυτές τόσο σύντομα. Ακόμη και αν ο εξωτερικός δανεισμός από άλλες πηγές πλην των αγορών ομολόγων δεν ήταν διαθέσιμος, οι απλοί Έλληνες πολίτες θα αγόραζαν μετά χαράς ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου στο 4,5% αντί για το 2% ή και λιγότερο που κερδίζουν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους (5).

Επίσης,
θα μπορούσαν να έχουν γίνει γενικευμένες περικοπές, αλλά αντί γιʼ αυτές θα ήταν πιθανότατα πιο αποτελεσματικές πληρωμές εν μέρει με έντυπες αναγνωρίσεις χρέους (IOUs) που θα ήταν διαπραγματεύσιμες, με κάποια έκπτωση, και θα έπαιζαν τον ρόλο υποκατάστατου χρήματος. Μια τέτοια κίνηση και θα είχε βελτιώσει τη ρευστότητα στον ιδιωτικό τομέα και θα είχε αποτρέψει τη συνεχιζόμενη ύφεση που έχουν επιφέρει οι πολιτικές της τρόικας. Να ξαναπούμε ότι ένας όρος για να είχαν συμβεί όλα αυτά θα ήταν ένα αρκετά βαθύ "κούρεμα", μια επίφοβη «χρεωκοπία», που θα είχε μειώσει το δημόσιο χρέος σε βιώσιμα επίπεδα στα μάτια όλων, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων.

Αντί
γιʼ αυτό είχαμε όλο και μεγαλύτερες βάναυσες περικοπές στον προϋπολογισμό, των οποίων τα αποτελέσματα μεταφέρθηκαν γρήγορα από τον δημόσιο τομέα και τις τράπεζες προς την πραγματική (ιδιωτική) οικονομία, όπου οι πιστώσεις έχουν περισταλεί δραστικά, δεδομένης μάλιστα της ιδιόμορφης χρηματοδότησης μέσω μεταχρονολογημένων επιταγών και άλλων θεσμικών προσαρμογών στις οποίες καταφεύγει ο ζωτικός τομέας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Καθώς η προβλέψιμη ύφεση βαθαίνει, οι απαιτήσεις όλο και μεγαλύτερων περικοπών, μη ρεαλιστικοί σχεδιασμοί ιδιωτικοποιήσεων, τυποποιημένες θεσμικές αλλαγές που δεν σέβονται το ελληνικό Σύνταγμα ή τους ελληνικούς νόμους και δεν έχουν καμιά ελπίδα να λειτουργήσουν, παρουσιάζονται ακόμη και σήμερα ως η «διάσωση» της Ελλάδας.
Η πραγματική διάσωση ήταν αυτή των κατόχων ομολόγων. Μαζί με τις ελληνικές τράπεζες και άλλους εγχώριους κατόχους, συμπεριλαμβάνουν γαλλικές, βρετανικές, γερμανικές και άλλες τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα που τώρα έχουν εν μέρει μεταφερθεί στην ΕΚΤ.

Η ευημερία
των απλών Ελλήνων πολιτών δεν φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο στους υπολογισμούς της τρόικας, ούτε καν μέσα από τις επιπτώσεις της αρνητικής ανταπόκρισης στην πραγματοποίηση των υποτιθέμενων στόχων της τρόικας και την απειλή που θέτει για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μια στάση πληρωμών της Ελλάδας. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, υπήρξε σοβαρή διαφωνία εντός της τρόικας ανάμεσα στους αντιπροσώπους του ΔΝΤ και αυτούς της Ε.Ε. / ΕΚΤ. Οι πρώτοι -προφανώς έχοντας πάρει κάποιο μάθημα από τις θλιβερές εμπειρίες τους σε άλλες χώρες που μπήκαν στο πρόγραμμα του ΔΝΤ- είχαν μεγαλύτερη επίγνωση των μακροοικονομικών συνεπειών των δραστικών περικοπών και των φορολογικών αυξήσεων και προσπάθησαν να περιορίσουν τις απαιτήσεις των δεύτερων. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, ήταν πως οι απόψεις της Ε.Ε. / ΕΚΤ στην ουσία επικράτησαν. Οι ακολουθούμενες πολιτικές εναρμονίστηκαν με τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα τραπεζών του κέντρου της Ευρωζώνης και ίσως με κάποια άλλα ιδιωτικά συμφέροντα. Δεν φάνηκε να παίρνουν επαρκώς υπʼ όψιν τους το ενδεχόμενο «μολυσματικής» εξάπλωσης και τους άλλους κινδύνους στους οποίους θέτουν την Ευρωζώνη και τον υπόλοιπο κόσμο. Και σίγουρα δεν υπολόγισαν τους απλούς Έλληνες πολίτες παρά μόνο ίσως ως «αμαρτωλούς» που αξίζουν την τιμωρία.

Ο μύθος της «διάσωσης» της Ελλάδας, πάντως, ακόμη κρατάει. Επιπλέον, έχει ισχυρές πραγματικές αρνητικές επιπτώσεις στις πολιτικές και στα οικονομικά της κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.


Πρώτον
, η διατύπωση της «διάσωσης» έχει επιτρέψει στη γερμανική και στις άλλες ευρωπαϊκές ελίτ να στρέψουν την προσοχή μακριά από τη «σωτηρία» του τραπεζικού τομέα και των κατόχων ομολόγων, παρʼ όλο που σίγουρα δεν τους έχουν ικανοποιήσει απόλυτα.

Δεύτερον,
ο τρόπος παρουσίασης έχει πυροδοτήσει λαϊκιστική οργή στη Βόρεια Ευρώπη ενάντια στους «τεμπέληδες» Έλληνες, ακριβώς εκείνους που ωφελήθηκαν λιγότερο από το ελληνικό δημόσιο χρέος και τους μοναδικούς που καλούνται να πληρώνουν το κόστος της κρίσης ώς τώρα. Έχει επίσης αποσπάσει την προσοχή από τα αίτια της μισθολογικής αποτελμάτωσης στη Γερμανία, η οποία, παρεμπιπτόντως, συνετέλεσε σημαντικά στην αύξηση των πλεονασμάτων των τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας και συνεισέφερε στις ανισορροπίες μέσα στην Ευρωζώνη.

Τέλος,
με την εσωτερικοποίηση και την αναπαραγωγή του μύθου της «διάσωσης», η ελληνική κυβέρνηση βοήθησε να αποτραπεί οποιοσδήποτε πραγματικός διάλογος για εναλλακτικές λύσεις.
Για την αντιγραφή: Αντώνης Δ.  Μάντζιος, οικονομολόγος