|
Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Είναι πράματα σ' αυτή τη ζωή που αντέχονται κι άλλα που δεν αντέχονται, όχι να τα βλέπεις, όχι να τα ζεις, αλλά μήτε να τ' ακούς. Είναι κείνα τα σκληρά και χυδαία, κείνα τ' αποτρόπαια που ακόμη και πρωτόγνωρα ξυπνάνε μέσα στην ψυχή του ανθρώπου μνήμες κτήνους. Γεννάνε εκείνο το αίσθημα της αναίτιας ντροπής για το γένος και το είδος στο οποίο ανήκεις. Εφιάλτης το πολιτισμικό πισωγύρισμα, να αισθάνεσαι ότι βίαια μεταφέρθηκες σε εποχή ζωώδους σκέψης και δραστηριότητες αγέλης. Να λες, «καλά είμαι άνθρωπος εγώ ανάμεσα σ' ανθρώπους;». Και να μην απαντιέται η βασανιστική ερώτηση.
Έτσι ένιωσα, ωρέ σύντροφοι, φαντάζομαι πως χιλιάδες σαν κι εμένα έχουν νιώσει το ίδιο και χειρότερα, όταν πληροφορήθηκα ανάμεσα στ' άλλα φριχτά των υστεροκαπιταλιστικών ημερών ότι: Μεταξύ των οικονομικών εγκλημάτων που διαπράττει η άρχουσα τάξη, για να προφυλάξει κι αυγατίσει τα κέρδη της και να τα παρουσιάζει ως σχέδιο σωτηρίας μας, συγκαταλέγεται και η εξής πάταξη της σπατάλης: Κόβεται η χορήγηση μιας ισχυρής αναλγητικής κρέμας που αλείφεται στα κατατρυπημένα σημεία των νεφροπαθών που περνάνε από αιμοκάθαρση ως και δεκατρείς φορές το μήνα. Η κρέμα κοστίζει πενήντα ευρώ το μήνα περίπου ανά νεφροπαθή.
Ξέρω ότι υπάρχουν και χειρότερα στη συστηματική υποβάθμιση της υγείας. Θα μου πει και κάποιος ότι ήδη και προ πολλού πεθαίνουν μη έχοντες και κατέχοντες μερίδιο του ληστρικού κεφαλαίου που συσσωρεύουν οι πλουτοκράτες. Γιατί τόση φασαρία για μια κρέμα; Ο νεφροπαθής που μου το 'πε, πενηντάρης και μαχητής που βγαίνει απ' την αιμοκάθαρση και πάει στο καφενείο και σερβίρει αμέριμνους ως αργά τη νύχτα, ήταν σαφέστατα ανθρώπινος. «Εγώ έχω να τα δώσω τα πενήντα για να μην πονάω. Αυτοί που καταδικάζουν στον πόνο τους όμοιους με μένα πάσχοντες, με 400 ή και λιγότερα ευρώ σύνταξη, επίδομα ή εισόδημα, με τι καρδιά το κάνουν μωρέ και πόσα λεφτά γλιτώνουν;»... Ο λόγος του ευθύς κι αψύκαρδος. Μ' έκανε να πονάω πιο πολύ προς στιγμή , απ' την αδικία του επιχειρήματος της «εξοικονόμησης» δημόσιου χρήματος.
Οταν ο πόνος του ανήμπορου, και σωματικά και οικονομικά, τιμολογείται και θεωρείται σχεδόν δίκαιος και νόμιμος κόλαφος που καταβάλλεται στο διαρκή ταξικό πόλεμο, τότε η σφαίρα μού παίρνει τα μυαλά. Θέλω να γίνω φονιάς. Να ξεριζώσω τ' άδικο απ' το διεστραμμένο μυαλό που σπούδασε πώς να βασανίζει ανθρώπους και να τους λέει κι από πάνω κατάμουτρα πως υπάρχει και δίκαιος πόνος των φτωχών ασθενών... Είναι η κακοήθεια τέτοιων πολιτικών επιμέρους αποφάσεων που αλείφεται σαν αλεσμένο πτώμα πάνω στη συλλογική συνείδηση. Είναι σα να πληρώνεις το δήμιο για να σε κοροϊδεύει την ώρα που σου παίρνει τη ζωή. Ο πόνος γίνεται συναλλαγματική, χρεόγραφο, κουπόνι της αβύσσου. Είναι πέρα απ' την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι το χορικό του εξευτελισμού του ανθρώπου. Τα ζώα δε φείδονται του σάλιου τους όταν γλείφουν τις πληγές τις δικές τους και το ένα τ' αλλουνού. Πίσσα μυαλό και πίσσα πολιτική. Κι άρχισε η συζήτηση για τον προϋπολογισμό της μακρόχρονης κόλασης. Πίσσα. Μαυρίστε τους παντού και εξ αρχής στη συνείδηση του καθενός και όλων.