Η ιστορία του Παναγιώτη Βλαστού είναι ίσως η μοναδική στην Ελλάδα καθώς σχεδόν όλη την παράνομη και εγκληματική του δράση την έστησε και πραγματοποίησε μέσα από τις φυλακές….
Στις 29 Οκτωβρίου του 1994, καταγράφεται το πρώτο και σημαντικότερο περιστατικό στην πολυτάραχή ζωή του. Ένα επεισόδιο στο μπουζουξίδικο της λεωφόρου Αθηνών, είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν ο Γεράσιμος Ναστούλης και ο Δημήτρης Σίνος και τα δύο αδέρφια Παναγιώτης και Κώστας Βλαστός να συλληφθούν και να καταδικαστούν σε πολλά χρόνια φυλάκιση. Ο φερόμενος ως αρχηγός της «Καμόρα των φυλακών», όχι μόνο μπαίνει πίσω από τα σίδερα αλλά και αναπτύσσει μια λυσσαλέα κόντρα θανάτου με την αντίπαλη οικογένεια του ισοβίτη Κώστα Ναστούλη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, σημειώνεται ένα δεύτερο περιστατικό που θα σημαδέψει για πάντα τη ζωή του Παναγιώτη Βλαστού. Παραμονή Πρωτοχρονιάς φεύγει με άδεια από τις φυλακές, όμως δεν γυρίζει πίσω. Είναι η εποχή που γνωρίζει τη σύντροφο του, Ιωάννα Χήρα και κανείς δεν ξέρει αν αυτή η γνωριμία έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν επέστρεψε ποτέ πίσω. Είναι η γυναίκα της ζωής του. Αυτή που ερωτεύτηκε παράφορα και καθόριζε τη ζωή και τις κινήσεις του.
Έτσι, όταν στις 16 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, ο δραπέτης εντοπίζεται και συλλαμβάνεται στο Σύνταγμα, να πίνει ανενόχλητος τον καφέ του, ενώ πιάνεται μαζί και η σύντροφός του. Όμως δεν οδηγείται στη φυλακή και αφήνεται ελεύθερη με περιοριστικούς όρους.
Βέβαια, είχε προηγηθεί η αιματηρή καταδίωξη των αδερφών Βλαστού, με αστυνομικούς στην οδό Θησέως στην Καλλιθέα, όταν ενώ ήταν δραπέτες δεν σταμάτησαν για έλεγχο. Ο Κώστας Βλαστός σκοτώνεται, δύο αστυνομικοί τραυματίζονται, ενώ όπως λένε η Ιωάννα Χήρα ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε τον Παναγιώτη να ξεπεράσει την απώλεια του αγαπημένου του αδερφού. Στέκεται και πάλι στο πλευρό του όταν τρεις μήνες αργότερα η κόντρα οδηγεί στην εκτέλεση και του άλλου αδερφού του Μάρκου, έξω από το σπίτι του στον Κόκκινο Μύλο.
Η ζωή με τη Χήρα και τα σχέδια
Ο Παναγιώτης, από σχετικά ευκατάστατη οικογένεια αλλά μαζί με τον αδερφό του Κώστα μπήκαν από μικροί στον άγριο κόσμο της νύχτας και της βαριάς εγκληματικότητας. Η γνωριμία του με την συνομήλικη Ιωάννα χάνεται πολλά χρόνια πριν και κάποιοι την τοποθετούν στο 1997- 1998 όταν ο νεαρός τότε Παναγιώτης την «κοπάναγε» για πρώτη φορά από τις φυλακές που κρατούνταν μαζί με τον αδερφό του για το μακελειό στο κέντρο College των αδερφών Ναστούλη.
Η 23χρονη, τότε, κοπέλα αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει με τους πιο σκληρούς Έλληνες κακοποιούς. Όμως δεν τρομάζει, δεν τον εγκαταλείπει… Για περίπου επτά χρόνια το ζευγάρι ζει έναν ουσιαστικά πλατωνικό έρωτα αφού αυτός περιφέρεται από φυλακή σε φυλακή και εκείνη περιμένει πως και πώς να πάρει καμιά πενθήμερη άδεια για να τον σφίξει στην αγκαλιά της. Όπως έγινε το 2005. ‘Ήταν φθινόπωρο και ο Βλαστός είχε την ευκαιρία να ζήσει ελεύθερος αλλά για άλλη μια φορά δεν τα κατάφερε.
Στις 26 Οκτωβρίου, πυροβολεί για εκφοβισμό καταστηματάρχη στην Κόρινθο. Ακολουθεί καταδίωξη με την Αστυνομία και πάλι όμως στέκεται άτυχος καθώς πέφτει με τη μηχανή του και τραυματίζεται σοβαρά. Μένει για πέντε μήνες στο νοσοκομείο όπου καταφέρνει να τη γλιτώσει έχοντας χάσει τη σπλήνα και τη χολή του. Οι γιατροί αποφαίνονται πως είναι καταδικασμένος να ζει όλη του τη ζωή με ειδική διατροφή και φάρμακα.
Με την Ιωάννα Χήρα, τους χώριζε πάντοτε η φυλακή καθώς ο Παναγιώτης Βλαστός ελάχιστα βράδια κοιμήθηκε στην αγκαλιά της συντρόφου του αν και είναι μαζί περισσότερο από μια δεκαετία. Η Ιωάννα, γεννήθηκε στη μακρινή Γερμανία από γονείς μετανάστες που εγκαταστάθηκαν εκεί με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Αθήνα. Άγιοι Ανάργυροι και Πέραμα είναι μερικές από τις περιοχές που συνήθιζε να μένει καθώς έδειχνε λαϊκό κορίτσι που απέφευγε τα βόρεια προάστια. Όσοι τους ξέρουν λένε πως ο Βλαστός και η Χήρα έγιναν κολλητοί από την πρώτη στιγμή ενώ κάποιες άλλες φωνές, προχωρούν ένα βήμα παραπάνω και λένε πως πριν μερικά χρόνια το ζευγάρι παντρεύτηκε στις φυλακές.
Για αυτό άλλωστε συχνά στις τηλεφωνικές τους επαφές μιλούσαν για μια νέα ζωή μακριά από την Ελλάδα – ίσως στις Σεϋχέλλες – όπου θα ζούσαν όσα δεν έζησαν εισπράττοντας φυσικά κάθε μήνα, περισσότερα από 20.000 ευρώ από τις δουλειές που για χρόνια έστηναν στην Ελλάδα.