Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011


Ήρθε από Αυστραλία για να ζήσει εγκλωβισμένος!


Tης Μαριλένας Παναγή ΦΩΤ.: Γ. ΝΗΣΙΩΤΗΣ


Παράξενο στ’ αλήθεια το πέρασμα από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές μέσω του οδοφράγματος του Αγίου Δομετίου. Είναι λες και κάποιος έπιασε την ίδια εικόνα, την φωτοτύπησε και έβαλε τα αντίγραφα το ένα απέναντι στο άλλο, αλλάζοντας μόνο τη γλώσσα στις πινακίδες. Όλα τα υπόλοιπα, κτήρια, περιβάλλον χώρος κ.λπ. είναι κατά τρόπο ανατριχιαστικό ακριβώς τα ίδια. Αποτελούν άλλωστε την...

ίδια περιοχή της ίδιας μοιρασμένης πόλης, η οποία στο συγκεκριμένο σημείο μοιάζει να πάγωσε το καλοκαίρι του 1974.
Ο δρόμος από και προς το Ριζοκάρπασο εξοντωτικός. Κι όμως τη στιγμή που μπαίνεις στην ελεύθερη Λευκωσία γυρίζεις ασυναίσθητα πίσω και αποχαιρετάς όλους εκείνους που σου μίλησαν ελληνικά μετά από δυόμισι ώρες ταξίδι σε δρόμους γνωστούς/άγνωστους. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αφορμή για το ταξίδι στην κατεχόμενη Καρπασία αποτέλεσε η ετήσια έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας: «Το κονδύλι για τα επιδόματα των εγκλωβισμένων παρουσιάζει αύξηση λόγω της επανεγκατάστασης πολιτών στις κατεχόμενες περιοχές», γράφει στο κεφάλαιο για τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Ο προορισμός επιλέγηκε τυχαία. Εγκλωβισμένοι υπάρχουν σε αρκετές κοινότητες αλλά βεβαίως οι περισσότεροι στο Ριζοκάρπασο. Εκεί που από το 2004 και μετά λειτουργεί κανονικά και το ελληνικό Γυμνάσιο. Στην πραγματικότητα ήταν ταξίδι στο άγνωστο αφού κανένας δεν μπορούσε να μας εγγυηθεί ότι θα βρίσκαμε κάποιον από εκείνους τους τολμηρούς που αποφάσισαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Μπήκαμε στο χωριό και πήραμε το δρόμο για τα ελληνικά σχολεία. Κάπου εκεί χαθήκαμε στα στενά. Ευτυχώς όμως, βρέθηκε στο δρόμο μας κάποιος άγνωστος. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και προς στιγμή ξαφνιαστήκαμε, αφού το κουρασμένο από τη διαδρομή μυαλό μας δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι υπήρχε περίπτωση να ακούσουμε να βγαίνει από το στόμα του ανθρώπου μια ελληνικότατη «καλημέρα».
— «Θέλετε να πάτε στο σχολείο;» μας ρώτησε.
— «Για την ακρίβεια όχι. Μάθαμε ότι μετά το 2003 ήρθαν εδώ στο Ριζοκάρπασο Ελληνοκύπριοι από τις ελεύθερες περιοχές και επανεγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους. Ξέρετε κάποιον»;
Ο άνθρωπος χαμογέλασε:
— «Εγώ. Ήρθα με τη γυναίκα μου και το γιο μου το 2004». Ήταν ο κ. Δημήτρης Γιαννίκος. Ο άνθρωπος που το 1976 και μη μπορώντας να αντέξει μακριά από το κατεχόμενο χωριό του, πήρε τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά και τράβηξε για τη μακρινή Αυστραλία. Εργάστηκε εκεί, μεγάλωσε την οικογένεια του, έστησε το καινούριο του σπιτικό. Όμως...
— «Εν ησύχαζα. Περίμενα τη λύση του Κυπριακού για να στραφώ πίσω. Τόσο μεγάλος ήταν ο πόθος μου, που το ‘93 που ελέαν ότι ήμασταν κοντά στη λύση του προβλήματος, έπιασα την οικογένεια μου και ήρταμε στην Κύπρο για να είμαστε έτοιμοι με το που θα άνοιγε ο δρόμος να βρεθούμε στο Ριζοκάρπασο. Όμως, δεν έγινε τίποτε. Οι γονείς μου ήταν ποδά εγκλωβισμένοι, έτσι μπορούσαμε να τους βλέπουμε μια φορά το μήνα τζιαι έρκουμουν στο χωρκό μου όμως έφευκα πάλε. Είχα το μέσα μου, ήθελα να έρτω να μείνω στο χωρκό μου. Τελικά, το 2003 με το που ανοίξαν τα οδοφράγματα, έπιασα τη γυναίκα μου η οποία είναι και εκείνη από το Ριζοκάρπασο και το μικρό μας το γιο και ήρταμε».
• - Δεν είχατε πρόβλημα με το καθεστώς;
• - «Ου που να σου τα λέω. Η γυναίκα μου ώς το ‘75 εζούσεν ποδά εγκλωβισμένη με το μεγάλο μας το γιο, εγώ ήμουν στρατιώτης και έκοψα στις ελεύθερες περιοχές. Έτσι, είχε την ταυτότητα για να μεινίσκει δαπάνω. Που αποφασίσαμε να έρτουμε πίσω, απλώς εκάμαμεν την ανανέωση. Μαζί μου όμως είχαμε πρόβλημα. Μέχρι που με εσυλλάβαν και εβάλαν με φυλακή, αλλά ένας Τουρκοκύπριος ζαπτιές έφκαλε με για να πάω στη Λευκωσία να κανονίσω τα χαρτιά μου. Άλλη ταλαιπωρία τζιαμαί. Για να καταλάβεις εβαρέθηκε με τζιαι ο παπάς το χωρκού να μου φκάλλει τα πιστοποιητικά που μου ζητούσαν. Ωσπου να μου δώσουν άδεια να μείνω επήαινα τζιαι έρκουμουν συνέχεια στη Λευκωσία. Έτυχε μέρα να πάω τζιαι να ’ρτω δύο φορές. Τόσο μεγάλος ήταν ο καμός μου και τελικά εκατάφερα τα».
- Καλά, δεν υπήρχε κάτι που να σας κάνει να αλλάξετε γνώμη ή να σας κάνει να θέλετε να επιστρέψετε στις ελεύθερες περιοχές;
- «Δεν πάω πουθενά, μόλις ανοίξαν τα οδοφράγματα έπιασα τους και ήρταμε σπίτι μας και τέλειωσε. Τούρτζοι, Τούρτζοι, εγκλωβισμένοι, εγκλωβισμένοι. Εγώ θέλω να ζω σπίτι μου και με όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν, ζούμε καλά δαπάνω».
Το μόνο που «δεν εμπόρεσα να έχω τα χωράφκια μου να τα καλλιεργήσω». Όμως, «πληρώνω ενοίκιο στο καθεστώς, τζιαι δουλέφκω τα χωράφκια άλλων συγχωριανών μου τζαι έτσι πάμε καλά».
447 Ε/Κ ΖΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ
Στις κατεχόμενες περιοχές ζουν αυτή τη στιγμή 447 εγκλωβισμένοι. Από αυτούς οι 336 είναι Ελληνοκύπριοι και οι υπόλοιποι Μαρωνίτες.
Το 2003 ζούσαν στα κατεχόμενα 543 εγκλωβισμένοι εκ των οποίων οι 403 Ελληνοκύπριοι στην Καρπασία και 140 Μαρωνίτες.
Το 2011 όμως οι εγκλωβισμένοι δεν περιορίζονται στην χερσόνησο της Καρπασίας αλλά κάποιοι επανεγκαταστάθηκαν και στην Επαρχία Κερύνειας. Από το 2003 μέχρι σήμερα απεβίωσαν ωστόσο αρκετοί από τους ηλικιωμένους εγκλωβισμένους στην Καρπασία.
Η λειτουργία όμως του σχολείου στο Ριζοκάρπασο κρατά τους νέους στο χωριό τους και δεν τους υποχρεώνει να εγκατασταθούν στις ελεύθερες περιοχές.
Οι τολμηροί νέοι εγκλωβισμένοι
• Το ταξίδι μας στην Καρπασία, από την αρχή ήταν προγραμματισμένο να τελειώσει στο κατεχόμενο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Αποχαιρετίσαμε λοιπόν νέους και παλιούς εγκλωβισμένους και πήραμε το δρόμο για το τελευταίο άκρο του νησιού. Η επιστροφή συνοδευόταν με πολλά και παράξενα συναισθήματα. Ο κάμπος της Μεσαορίας να απλώνεται μπροστά μας. Στο βάθος ο Πενταδάκτυλος και ο χειμωνιάτικος ήλιος να κάνει το τοπίο ακόμα πιο λαμπερό. Άλλες δυόμισι ώρες στο αυτοκίνητο. Ατέλειωτο το ταξίδι προς τη Λευκωσία. Κι όμως, το μόνο που στριφογύριζε στο μυαλό ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που επέλεξαν να επιστρέψουν στο κατεχόμενο χωριό τους και να ζήσουν εγκλωβισμένοι.
Η ιστορία του κ. Δημήτρη απίστευτη.
Ήρθε στην κυριολεξία από την άλλη άκρη του κόσμου στην Κύπρο επειδή ήθελε να είναι έτοιμος να επιστρέψει αμέσως μετά την υπογραφή της όποιας λύσης, στο σπίτι του. Αφού όμως η λύση δεν ήρθε όπως την περίμενε, δεν δίστασε. Μπήκε από το πρώτο οδόφραγμα που άνοιξε το 2003 και έκτοτε δεν τον βγάζει τίποτα από το χωριό του.
— «Εγώ θέλω να ζω στο σπίτι μου. Εδώ, εγκλωβισμένος. Τίποτα περισσότερο. Ήθελα να έρτω τζιαι ήρτα και τζιαι ησύχασεν η ψυχή μου. Έχω τον μεγάλο μου το γιο στην Αυστραλία, η κόρη μου επαντρεύτηκε και ζει στη Λεμεσό και εγώ με τη γυναίκα μου και το μικρό μας τον γιο, δαμέ σπίτι μας».
«Δεν το μετάνιωσα ποτέ»
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ
Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ μας με τον κ. Γιαννίκο, δεν έγινε βεβαίως στη μέση του δρόμου. Περπατήσαμε για λίγο στους δρόμους του Ριζοκαρπάσου, συναντήσαμε κόσμο, Ελληνοκύπριους και όχι μόνο μέχρι που φθάσαμε στην αυλή του ελληνικού Γυμνασίου. Εκείνη τη στιγμή τα παιδιά βρίσκονταν στο διάλειμμα. Στο προαύλιο σταθμευμένα αρκετά αυτοκίνητα με ελληνοκυπριακές πινακίδες εγγραφής. Τα πάντα σου φαίνονται παράξενα και πρωτότυπα στα κατεχόμενα! Πώς να μην σου φαίνονται άλλωστε, παρακολουθώντας τα λαμπάκια από το χριστουγεννιάτικο δέντρο να παιγνιδίζουν μέσα από το παράθυρο μιας αίθουσας θυμίζοντας τη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης και ακούγοντας ταυτόχρονα τον Χότζα να καλεί τους δικούς του πιστούς σε προσευχή.
— «Έτσι είναι, εμείς τον σταυρό μας και τις εκκλησίες μας και οι άλλοι το τζαμί τους και το Θεό τους» είπε ένας από τους εκπαιδευτικούς. Μας κέρασαν καφέ και ξεκουραστήκαμε για λίγο. Ήταν όμως κιόλας μεσημέρι και τα μαθήματα τελείωναν. Βγήκαμε από το κτήριο συνομιλώντας με κάποια από τα μέλη του προσωπικού. Μεταξύ αυτών και δύο νέοι άνθρωποι οι οποίοι δεν εγκαταλείπουν ούτε κι αυτοί το χωριό τους.
Η Ευρυδίκη μεγάλωσε στο Ριζοκάρπασο ως εγκλωβισμένη μαζί με τους γονείς της. Στα 11 της όμως και αφού τότε δεν λειτουργούσε το ελληνικό γυμνάσιο, πήρε το δρόμο για τις ελεύθερες περιοχές.
— «Ήμουν ένα μωρό μόνο του που πέρασε από την άλλη πλευρά για να πάει στο σχολείο. Δύσκολα εκείνα τα χρόνια», λέει. Τελείωσε το Λύκειο και παρέμεινε στις ελεύθερες περιοχές. Σπούδασε νηπιαγωγός και παντρεύτηκε στη Λευκωσία.
— «Παρόλο όμως που σπούδασα νηπιαγωγός, το 2004- 2005 που επαναλειτούργησε το Γυμνάσιο ήρθα πίσω και εργάζομαι στη Γραμματεία του σχολείου».
Ο σύζυγος της εργάζεται στις ελεύθερες περιοχές κι έτσι μοιράζουν τις μέρες της εβδομάδας. Κάποιες μέρες στα κατεχόμενα και τα Σαββατοκύριακα κυρίως, στην άλλη μεριά του οδοφράγματος.
— «Εδώ μεγάλωσα όμως. Εδώ είναι οι γονείς μου, εδώ έμαθα να ζω και περνάμε καλά με όλες βεβαίως τις δυσκολίες που υπάρχουν. Ξέρω όμως πώς είναι η ζωή στο Ριζοκάρπασο και δεν το μετάνιωσα καθόλου που επέλεξα αυτή τη δουλειά για να είμαι στο χωριό μου». «Ξέρω», πρόσθεσε δείχνοντας έναν άλλο συνάδελφο της, «ότι αντί για την καφετέρια θα πάω να πιω τον καφέ μου στο σπίτι του Πανίκου για παράδειγμα. Αυτό κάναμε και πριν να φύγω για το Γυμνάσιο στα 11 μου. Δεν το μετανιώνω ούτε στιγμή που επέστρεψα εδώ στο σχολείο».
Η Ευρυδίκη φώναξε τον συνάδελφο της. Νέος άνθρωπος κι αυτός. Μετά το γυμνάσιο και αφού παντρεύτηκε συγχωριανή του επέλεξαν να ζήσουν στο Ριζοκάρπασο. Ζουν μόνιμα εκεί. Έχουν τέσσερα παιδιά. Δύο φοιτούν στο δημοτικό και δύο στο Γυμνάσιο. Ο ίδιος εργάζεται και στα δύο σχολεία ως συντηρητής.
Με τους δύο αυτούς ανθρώπους, ο αριθμός των εγκλωβισμένων στα κατεχόμενα αυξάνεται (έστω και λίγο) αφού είναι και τα παιδιά τους μαζί τους. Τα σχολεία αποκτούν καινούριους μαθητές και η ιστορία συνεχίζεται. Είναι και το υπόλοιπο προσωπικό του σχολείου, οι εκπαιδευτικοί που εθελοντικά εργάζονται στα δύο σχολεία και ζουν ουσιαστικά στο Ριζοκάρπασο, ενισχύοντας έτσι τον πληθυσμό των εγκλωβισμένων. 
"Φιλελεύθερος"