Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Xριστουγεννιάτικο καραβάκι ή δέντρο;...

http://gavdosfm.gr
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια...
Μέχρι το 10ο αιώνα, όποτε και καθορίστηκε η ημερομηνία των Χριστουγέννων, ήταν παράδοση η δημόσια γιορτή στις 25 Δεκεμβρίου προς τιμήν του θεού Ήλιου. Κατά τη διάρκεια του εορτασμού ο αυτοκράτορας αντιπροσωπεύοντας το θεό Ήλιο, έπαιζε μια παραδοσιακή παντομίμα. Εμφανιζόταν με φωτοστέφανο στο κεφάλι δηλαδή με το...
αρχικό έμβλημα του θεού Ήλιου. Η γέννηση του Χριστού μέχρι τότε εορτάζετο στις 6 Ιανουαρίου. Εκείνη τη μέρα, σε μια από τις αίθουσες ακρόασης του μεγάλου παλατιού, μπροστά σε συγκέντρωση επίσημων, ο αυτοκράτορας έδινε στους αξιωματούχους που είχαν πρόσφατα ανακηρυχθεί ή προαχθεί, τα διπλώματά τους, τα διακριτικά τους και εγχάρακτες πλάκες από ελεφαντόδοντο όμοιες με εκείνες που σήμερα είναι γνωστές ως υπατικά δίπτυχα. Οι αξιωματούχοι προπαρασκευάζονταν για την τελετή αυτή με νηστεία από την προηγούμενη μέρα, έπαιρναν δε τα διπλώματά τους από τον αυτοκράτορα γονατίζοντας μπροστά του.

Πρωτοχρονιά

Ρωμαίοι και Βυζαντινοί
Η πρώτη μέρα του έτους λεγόταν kalendae από τους Ρωμαίους. Η πρώτη Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν Πρωτοχρονιά μονάχα από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και συγκαταλέχτηκε μέσα στις πέντε επίσημες γιορτές των Ρωμαίων. Στην αρχή το ρωμαϊκό έτος άρχιζε την πρώτη Μαρτίου και μόνο το 153 π.Χ. άρχισε να θεωρείται Πρωτοχρονιά η 7η Ιανουαρίου, όταν καθιερώθηκε το χρόνο αυτό οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους να αναλαμβάνουν καθήκοντα την ημερομηνία αυτή. Η 1η Σεπτεμβρίου ορίστηκε σαν αρχή του θρησκευτικού έτους το 313 και διατηρήθηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι, όπως περάσει κανείς την Πρωτοχρονιά, έτσι θα περάσει ολόκληρο το χρόνο. Γι’ αυτό την ημέρα αυτή προσπαθούσαν να την περάσουν με ευχάριστο τρόπο. Πολλοί μεταμφιέζονταν σε ζώα (καμήλες, τράγους, ελάφια) και γύριζαν στα σπίτια με πηδήματα, χορούς και τραγούδια. Όσους συναντούσαν τους πείραζαν με διάφορα αστεία. Τα παιδιά περίμεναν την Πρωτοχρονιά με λαχτάρα. Μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων, κρατώντας στα χέρια τους ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι. Εκείνοι κάρφωναν επάνω στο φρούτο ένα νόμισμα, τη «στρήνα». Τα παιδιά, για τον μποναμά που έπαιρναν, έδιναν ευχές κι ένα φιλί.
Το «ποδαρικό» της Πρωτοχρονιάς και τα γούρια.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς , η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία , ντυμένοι όλοι με τα καλά τους ρούχα για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και να υποδεχτούν το νέο χρόνο, καλό κι ευλογημένο. Ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να του ανοίξουν, δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του. Έτσι θα είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί ποδάρι, σπάζει το ρόδι (ρόιδο) πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: “με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι , τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά”

Συνηθίζεται από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να καλούν οι νοικοκύρηδες στο σπίτι τους πρόσωπα που θεωρούν καλότυχα. Μόλις μπει στο σπίτι ο επισκέπτης που κάνει «ποδαρικό», οι νοικοκύρηδες τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι «σιδερένιοι» και γεροί μέσα στο σπίτι κατά τη διάρκεια του νέου χρόνου. Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει «ποδαρικό» για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ό,τι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές.
Αν ανήμερα την Πρωτοχρονιά έχει λιακάδα, η παράδοση λέει ότι ο καιρός θα είναι ο ίδιος σαράντα μέρες. Λένε: “Τ’ άλιασε η αρκούδα τα αρκουδάκια της, δε θα ‘χουμε χειμώνα βαρύ”. Αν όμως ο καιρός είναι άσχημος την Πρωτοχρονιά, σύμφωνα με την παράδοση, θα συμβεί το αντίθετο, δηλαδή σαράντα μέρες θα έχουμε βαρυχειμωνιά.
Ο καθαρός ουρανός το πρωί της Πρωτοχρονιάς σήμαινε καθαρή χρονιά, δηλαδή χρονιά χωρίς αρρώστιες.
Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις. Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά. ‘Oλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ό,τι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο.
Ένα φυτό επίσης που βάζουμε στα σπίτια μας αυτές τις μέρες, για να φέρει καλή τύχη και προστασία, είναι η αγριοκρεμμύδα (Scilla maritima). Από τον 6ο π.χ. αιώνα ο Πυθαγόρας θεωρούσε την αγριοκρεμμύδα σύμβολο καλής υγείας και αναγέννησης. Ακόμα κι αν ξεχαστεί σε μια γωνιά του σπιτιού, αυτό το φυτό θα βγάλει νέα φύλλα αυτή την εποχή και θα αρχίσει ένα νέο κύκλο ζωής.

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην Ήπειρο και στο χωριό μας.

Η προετοιμασία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Ήπειρο ξεκινούσε από τον Νοέμβριο και συγκεκριμένα από την γιορτή του Αγίου Ανδρέα, όπου οι Ηπειρώτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια, με καλαμπόκι κι άλλα όσπρια. Τον Δεκέμβριο οι νοικοκυρές της Ηπείρου, συνήθιζαν να φτιάχνουν τηγανίτες. Ακόμη έπλαθαν κουλούρια κι έφτιαχναν γλυκά και πίτες. Τις τηγανίτες τις έτρωγαν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Την παραμονή, τα παιδιά έβγαιναν στις γειτονιές να πούνε τα κάλαντα.
Το πρωί της παραμονής οι γυναίκες έφτιαχναν κουλούρια και πίτες. Καθάριζαν το σπίτι, τις αυλές και τα σοκάκια, για να περάσει αργότερα ο παπάς. Ο παπάς, κατά το έθιμο, περνάει απ’ όλο το χωριό και αγιάζει τους κατοίκους, όλες τις εγκαταστάσεις του σπιτιού και τα ζώα. Απ’ όπου περνούσε παλαιότερα ο παπάς, όλοι έριχναν μέσα στο κατσαρολάκι, ένα νόμισμα (συνήθως δίδραχμο, τάλιρο, ή δεκάρικο).
Την ημέρα της γιορτής των Θεοφανείων όλοι πήγαιναν στην εκκλησία και σε παγούρια, γκιούμια, μπουκάλια, τσουκάλια και κανάτια, έβαζαν καθαρό νερό για να αγιαστεί. Πρόκειται για το περίφημο «Αγίασμα». Αυτό είναι ένα έθιμο που διατηρείται και στις μέρες μας.Όταν γύριζαν στα σπίτια, έπιναν όλα τα μέλη της οικογένειας από το νερό, ράντιζαν το σπίτι, τα ζώα, τα χωράφια και τους κήπους. Ό,τι περίσσευε το φύλαγαν για γιατρικό.
Όσον αφορά τη γιορτή του Αϊ- Γιάννη που ακολουθεί, άναβαν τις γνωστές «τζαμάλες» για να φύγουν οι καλικάτζαροι και τα κακά δαιμόνια, όσα φυσικά δεν … είχαν φύγει από την αγιαστούρα του παπά τα Θεοφάνεια. Αυτό το έθιμο διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ηπείρου, όπως τα Γιάννινα.
Tα καρύδια: είναι ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης, με τη σειρά του, και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών, σημαδεύει σκυφτός, και με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.
Το αναμμένο πουρνάρι: κατά την παράδοση, όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, στο δρόμο τους βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Έτσι, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, είθισται να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Στα Γιάννινα γίνεται κάτι παρόμοιο: κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπουν στο σπίτι και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.

Δέντρο ή Καραβάκι;


Ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι έθιμο με ξενική προέλευση και λέγεται πως στην Ελλάδα το εισήγαγαν οι Βαυαροί. Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια. Οι απαρχές του εθίμου αυτού ανάγονται στον 8ο αιώνα μ.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Άγιος Βονιφάτιος θέλησε να εντάξει το χριστιανικό Χριστουγεννιάτικο δέντρο στις συνήθειες των ημερών αυτών προσπαθώντας να αντικαταστήσει παλαιότερα ειδωλολατρικά έθιμα, που είχαν να κάνουν επίσης με δέντρα. Ο στολισμός του δέντρου με κεράκια καθιερώθηκε αργότερα, από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα της τοποθέτησης ενός φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.


Το καραβάκι: σε ένα μόνο σημείο φαίνεται να υπάρχει σύνδεση καραβιού και γιορτών. Σύμφωνα με την κυρία Πολυμέρου-Καμηλάκη,διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, τα παιδιά των νησιών στις Κυκλάδες αλλά και σε ολόκληρο το Αιγαίο, και των παραθαλάσσιων περιοχών της χώρας κατασκεύαζαν με χαρτί και ξύλο ένα ομοίωμα καραβιού, το στόλιζαν με χρωματιστά χαρτιά και σχοινιά και με αυτό γυρνούσαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Στο καραβάκι αυτό τα παιδιά φύλαγαν τα γλυκίσματα και τα χριστόψωμα που έπαιρναν ως φίλεμα από τους νοικοκύρηδες, αφού τους είχαν τραγουδήσει τα κάλαντα:

Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, καράβι ν’ αρματώσεις
Και τα σκοινιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις…

Συνυφασμένο με αποχωρισμούς και δυσάρεστες αναμνήσεις, όπως επισημαίνει ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος, αλλά και ως τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, το καράβι δεν θα μπορούσε να συμβολίσει οικογενειακές συνεστιάσεις θαλπωρής, με παρόντα όλα τα μέλη, ή να τονώσει το οικογενειακό αίσθημα. Για το λόγο αυτό, το καράβι σπάνια αποτέλεσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπιτιών τα Χριστούγεννα.
Εντούτοις, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συζητήθηκε έντονα στη χώρα μας το ζήτημα κατάργησης του χριστουγεννιάτικου δέντρου και αντικατάστασής του από το καράβι, δεδομένου ότι αυτό συνδύαζε την παράδοση με την οικολογική συνείδηση. Το ζήτημα βεβαίως δεν ήταν τόσο απλό, καθώς παρουσιάστηκε αδιάσειστη επιχειρηματολογία και από τις δύο πλευρές, με αναφορές σε οικολογικά ζητήματα και προτάσεις από ειδήμονες για χρήση φυτών και δέντρων, πλην του ελάτου. Τα μύρτα, τα σκίνα, οι κουμαριές, η ερυθρελάτη και το καραβάκι με τη γοργόνα προτάθηκαν ως εναλλακτικοί τρόποι χριστουγεννιάτικου στολισμού, άλλοτε με επιχειρήματα με οικολογικό ενδιαφέρον, εφόσον η πλούσια χλωρίδα της ελληνικής γης δεν περιορίζει στην αποκλειστική επιλογή του ελάτου και άλλοτε με ένα εμφανές πάθος για τη στατική κατάσταση της παράδοσης. Το καραβάκι άρχισε λοιπόν να υποκαθιστά το δέντρο ακόμη και σε στολισμούς πλατειών.
Η αντίθετη άποψη ακουγόταν χαμηλόφωνη και μάλλον παράφωνη, άλλο εάν τελικά δικαιώθηκε μακροπρόθεσμα. Η προσέγγιση της πλευράς αυτής στηρίχθηκε στο θέμα της λανθασμένης κοινής αντίληψης για την καταστροφική υλοτομία των ελάτων, στην ελεγχόμενη καλλιέργεια δέντρων, με αποκλειστικό σκοπό την κοπή και τη χρήση για το χριστουγεννιάτικο στολισμό και στο ισχυρό επιχείρημα της εξ Ανατολής καταγωγής του δήθεν ξενικού για τα ελληνικά δεδομένα εθίμου. Την ίδια άποψη υποστήριξε και ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος, τονίζοντας τον αιώνιο αναβλαστικό συμβολισμό του χριστουγεννιάτικου δέντρου, τον σχετικό προς το αναγεννητικό περιεχόμενο της θρησκευτικής γιορτής και εξαίροντας τη σημασία του δέντρου, ως θεμελιωτικού παράγοντα σπουδαίων για την οικογένεια εννοιών. Πράγματι, το χλωρό κλαδί πάντα έμπαινε στο ελληνικό σπίτι τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, για να φέρει την ελπίδα για την καινούρια ανθοφορία. Για τον παραδοσιακό άνθρωπο, εξάλλου, η λαμπρότητα, ο εξωτισμός, το φαντασμαγορικό θέαμα, η γραφικότητα και η τελετουργικότητα αποτελούν τεκμήρια αποδοχής, υιοθέτησης βίωσης και αναβίωσης εθίμων.
Καθώς λοιπόν τόσο το καράβι όσο και το δέντρο έχουν ρίζες στην ελληνική παράδοση και ικανοποιούν συνάμα τη λαϊκή ψυχή, η οποία καθορίζει τελικώς και την τύχη των στοιχείων ενός παραδοσιακού πολιτισμού, θα μπορούσαν να συνυπάρξουν, ανάλογα με την αισθητική του καθενός. Και κλείνουμε με την τοποθέτηση του καθηγητή Λουκάτου: «…το καράβι δεν θα πρέπει (ούτε μπορεί) ν’ αντικαταστήσει ολότελα το δέντρο, ως χριστουγεννιάτικο σύμβολο. Το καράβι συντρόφευε παλιότερα, σαν φαναρένιο φωτισμένο τεχνούργημα, τα κάλαντα των παιδιών, στα νησιά. Αντίστοιχα, τα παιδιά της στεριάς και των βουνών τεχνουργούσαν φωτισμένη βυζαντινή εκκλησία, που την έλεγαν Αγιά Σοφιά. Το κλαδί και η πρασινάδα υπήρχαν πάντα στη γενική διακόσμηση των σπιτιών. Ώστε το λεγόμενο “ξενόφερτο” χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν μια πολιτιστική (και εμπορική) τελειοποίηση της γενικής αγάπης των χειμερινών ωρών προς το πράσινο (κάθε άλλο παρά προς το καράβι και τη θάλασσα). Δεν μπορούμε λοιπόν να καταργήσουμε το οποιοδήποτε σχηματικό δέντρο (…), πολύ περισσότερο που οι ευχετήριες κάρτες μας έρχονται απ’ όλον τον κόσμο με το συμβολικό δέντρο. Πώς θα εξηγήσουμε στα παιδιά την αντίφαση; Ας μένουν παράλληλα τα διακοσμητικά καράβια (…) χωρίς ανταγωνισμό, και “εκτόπιση” του παγκόσμια αποδεκτού δέντρου».

Το Χριστόξυλο: πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι το Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης ή Σκαρκάνζαλος, ένα χοντρό ξύλο δηλαδή από αχλαδιά ή αγριοκερασιά. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Οι πρόγονοί μας τοποθετούσαν το Χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Η στάχτη των ξύλων προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Το Χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας , από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό , το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το Δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο , για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο. Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ . Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα. Πριν το ρίξουν στη φωτιά, το ραίνουν με καταχύσματα, δηλαδή με ξηρούς καρπούς, που τα παιδιά χύνονται να τα μαζέψουν. Αλλού βάζουν δύο ή τρία ξύλα· το ένα από ίσιο αρσενικό δέντρο, π.χ. κέδρο, που συμβολίζει το νοικοκύρη του σπιτιού. Το δεύτερο, θηλυκό πάντοτε, από αγριοκερασιά ή αχλαδιά, συχνά με παραφυάδες, που συμβολίζει τη νοικοκυρά...