Γράφει η Λιάνα Κανέλλη
Όπως ξέρει ο σιδεράς τ’ αμόνι του και τη φωτιά του, όπως ξέρει ο γεωργός το χώμα και τον καιρό, όπως ξέρει η νοσοκόμα να ξεσκατίζει τον κατάκοιτο ασθενή, όπως ξέρει το ζώο που είναι να πεθάνει ότι έχει ανάγκη από χώμα και το ψάχνει σ’ οποιαδήποτε γωνιά, ακόμα κι αν έχει ανατραφεί σε καναπέδες και σώκλειστο, έτσι και οι γραφιάδες σαν κι εμένανε ξέρουμε τις λέξεις μέσα στις φράσεις τους.
Όπως ξέρει ο σιδεράς τ’ αμόνι του και τη φωτιά του, όπως ξέρει ο γεωργός το χώμα και τον καιρό, όπως ξέρει η νοσοκόμα να ξεσκατίζει τον κατάκοιτο ασθενή, όπως ξέρει το ζώο που είναι να πεθάνει ότι έχει ανάγκη από χώμα και το ψάχνει σ’ οποιαδήποτε γωνιά, ακόμα κι αν έχει ανατραφεί σε καναπέδες και σώκλειστο, έτσι και οι γραφιάδες σαν κι εμένανε ξέρουμε τις λέξεις μέσα στις φράσεις τους.
Τις ξέρουμε και τις δουλεύουμε και αποκομμένες και μισές και κρυμμένες και φανερές. Δοκιμάζουμε και γευόμαστε και τον πόνο και τη «δόξα» τους. Οπως τα μαχαίρια είναι οι λέξεις. Πονάνε, σκοτώνουν, σώζουν. Πυρακτώνονται και παγώνουν, σαπίζουν κι ανθίζουν, παρηγορούν ή ξεγελάνε, προδίνουν κι αποκαλύπτουν, άπειρες και συνάμα ποτέ αρκετές.
Σ’ αυτήν την τέχνη, σ’ αυτήν τη δουλειά έμαθα να ζω με τις λέξεις όπως στη θάλασσα οι ναυτικοί. Με δέος όχι φόβο, αλλά και μ’ εκείνη τη βαριά ευθύνη να λειτουργείς κυριολεκτικά σαν στεριανός πάνω στο νερό. Να κοιτάς τον ορίζοντα, αλλά να μην τον εμπιστεύεσαι χωρίς τ’ άστρα. Κακά τα ψέματα, σύντροφοι, οι λέξεις όπως κι η θάλασσα απαιτούν, έστω με τον καιρό, έστω και με το ζόρι, με γινάτι κι αλμυρό ιδρώτα, δάκρυα κι ίσως αίμα, να ‘χεις έναν εσωτερικό εξάντα για να μη χάνεσαι ούτε και να κρύβεσαι ανάμεσά τους.
Ο εξάντας είναι εκείνο το σχολείο που ποτέ δεν τελειώνει. Κι είσαι τυχερός άμα φεύγοντας για το τελευταίο ταξίδι προλάβεις να καταλάβεις ότι τις λέξεις δεν τις έμαθες βεβαίως όλες ποτέ, αλλά και δεν αγνόησες καμία.
Στο κορδόνι της ζωής μας έρχονται και γεννιούνται και μπαίνουν μέσα μας, τυλίγονται γύρω μας, σαν καινοφανείς αστέρες λάμπουν και πεθαίνουν, ολοένα και μεγαλύτερες σε ένταση κι εμπειρία, οι λέξεις. Είναι φορές που νομίζω ότι ανοίγουν τα έγκατα της γης και χάσκουν σαν πολύσημες και εγκαυματικές πληγές τα ορυχεία των καιρών. Και έρχονται στην επιφάνεια του νου και της ζωής ανεπεξέργαστες λέξεις που καθορίζουν τις άλλες τις γύρω τους, φτιάχνοντας συνήθως τέρατα και πολύ πιο σπάνια, κάλλος συλλογικής έμπνευσης και χρήσης.
Ας πάρω τη λέξη του καμινιού των ημερών. Μνημόνιο. Ψάχνω τη ρίζα του κι ας την ξέρω όπως όλοι μας. Μνάομαι. Αρχαίο. Που σημαίνει σκέφτομαι. Κι ύστερα έρχεται η μνεία. Και το μνημόνιο-υπόμνημα δηλαδή. Και το μνήμα όμως. Ωραία ως Ελλην η λέξη, που λένε κι οι ποιητές. Μνημονεύτε Διονύσιο Σολωμό κι Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη η προτροπή τους.
Το …«αμνήμονες» είναι βρισιά. Ισοδύναμη κι ισχυρότερη της αχαριστίας και της ανθρωπιάς αυτής καθαυτής. Ομως πού να την δεις την ομορφιά σε τούτη τη λέξη, μνημόνιο… Σα μνήμα που καπάκωσε ένα γιγάντιο μαζικό φόνο, ήρθε κι έκατσε στην καθημερινότητά μας. Κούρσεψε τη σκέψη. Την έκαμε ανάπηρη. Με τη βοήθεια της προπαγάνδας ως ερμηνείας, το μνημόνιο, ένα συμβόλαιο θανάτου για τις μάζες των εργατών κι όλων όσοι αποζούν δουλεύοντας στη σύγχρονη κοινωνία, πήρε διαστάσεις τρομακτικού συμβόλου.
Σαν μάσκα τεράστια και ανάρμοστη για σφαγή που βαφτίζεται καρναβάλι, το μνημόνιο θέλει τεράστια προσοχή ως λέξη αυτή καθαυτή. Πέρα από το χαρτί – συμφωνία ταξικής εφαρμογής της ολότελα συγκεκριμένης καπιταλιστικής πολιτικής, το μνημόνιο είναι παραπλανητικό εργαλείο και νοηματικός απατεώνας.
Το να το χρησιμοποιούν οι συντάκτες του είναι ολότελα φυσικό και προβλεφθέν. Αλλά η συμβολοποίησή του από μερίδα πραγματικών ή μη διανοουμένων της αριστεράς και δημοκρατικών ή μη γραμματισμένων, η χρήση του ως τοτέμ αντίστασης, η αντιμετώπιση της λέξης αυτής καθαυτής «μνημόνιο» = «γόρδιος δεσμός», ωσάν κι αν λυθεί και δη διά μάχαιρας θα σωθούμε όλοι και ο ταξικός πόλεμος θα λήξει, είναι τουλάχιστον εξίσου αντιλαϊκή με το περιεχόμενό του.
Ελεος, σύντροφοι. Η συγκρότηση αντιμνημονιακού μετώπου μπορεί να παγιδεύσει ως ελκυστική λέξη-λύση τεράστιες μάζες σε μια πολιτική και ιδεολογική δράση καθόλου αντιιμπεριαλιστική, καθόλου αντικαπιταλιστική, καθόλου λαϊκή. Η αντισυστημική τοποθέτηση, ενίοτε ιστορικώς αποδεδειγμένα, όχι απλώς δεν καταλήγει σε επανάσταση και ανατροπή, αλλά πνίγει και την απόπειρα και τους πρωταγωνιστές της.
Αντικαθιστά το σύστημα με ένα βελτιωμένο ίδιο, ώσπου να μαντρώσει τους έτοιμους να ξυπνήσουν σ’ έναν ύπνο εκούσια τεχνητό, γεμάτο όνειρα που μοιάζουν προσωρινώς με διώκτες του ξύπνιου εφιάλτη. Κάθε φορά που το μνημόνιο ακουμπάει τη γλώσσα, μόνη σκέψη θαρρώ πως πρέπει να είναι το πρόσωπο πίσω απ’ τη μάσκα. Αυτό του ανθρωποφάγου καπιταλισμού.
Ο πραγματικός εχθρός-στόχος. Γιατί οι ωραίες λέξεις είναι συχνά αυτές που κρύβουν το φονιά και παίρνει παράτα απ’ το μνήμα που πρέπει να τον περιμένει πριν απ’ τα θύματά του! Γιατί όποιος έχει μνήμη, έχει και μέλλον που δεν ειπώθηκε ακόμη με λέξεις. Ανείπωτο ως να ‘ρθει…