Του Σεβ. Μητροπολίτη Σπάρτης κ. Ευσταθίου
Για μία ακόμη φορά το ιστορικό έθνος μας ετοιμάζεται να πανηγυρίσει την επέτειο της ενάρξεως του πολύχρονου, επίμοχθου και αιματοβαμμένου αγώνα για την κατάκτηση και αναγνώριση της ανεξαρτησίας του.
Η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821 αφορά μία αξιοζήλευτη σελίδα ιστορίας που γράφτηκε από αγράμματους σοφούς και χαράχτηκε από τους άγνωστους και αδύναμους μισοξεχασμένους Έλληνες στη μνήμη και τη συνείδηση των γνωστών και ισχυρών αφεντάδων.
Αυτούς, λοιπόν, τους χιλιάδες αγωνιστές επώνυμους και ανώνυμους, οι οποίοι, με βαθιά την πίστη στον Θεό και στα ιδανικά του γένους, τόλμησαν και κέρδισαν τον στέφανο της αθανασίας, σφυρηλατώντας τη λέξη ελευθερία στον ορίζοντα της παγκόσμιας ιστορίας, θα τιμήσουμε με υπερηφάνεια σε λίγες ημέρες.
Η τιμή, όμως, αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται σε συμβολικό, τυποποιημένο επίπεδο. Επιβάλλεται να εκφράζεται πρωτίστως με διαρκή αγώνα προσωπικό και συλλογικό για τη διαφύλαξη της πολύτιμης κληρονομιάς που πήραμε σαν κόρη οφθαλμού.
Στις μέρες μας, βέβαια, ο κόσμος έχει άρδην αλλάξει.
Πολλές έννοιες και αξίες έχουν αποχρωματιστεί και άλλες έχουν παραχαραχθεί χάριν ποικίλων σκοπιμοτήτων.
Η ελευθερία, σε αυτό το κλίμα, περνά πάλι από τις συμπληγάδες της σύγχυσης και του στόχου.
Δεν είμαστε υπόδουλοι ούτε των Τούρκων ούτε κάποιων άλλων λαών, όπως ήμαστε πριν μερικούς αιώνες.
Εντούτοις, είμαστε δέσμιοι της επιδίωξης της άμετρης, της επίπλαστης ευμάρειας, της ξενόφερτης κουλτούρας, της αποχαυνωτικής και παραπλανητικής δύναμης των Μ.Μ.Ε., του ωχαδερφισμού, του ακραίου ατομισμού, της ανευθυνότητας, του νεοελληνικού ραγιαδισμού.
Επιπλέον, τον τελευταίο καιρό ως καινοφανή δούρειο ίππο στην εθνική και κοινωνική μας συνοχή καταγράφουμε τη διευρυνόμενη ψυχολογία του άστεγου, του άνεργου, του καταχρεωμένου, του αβάστακτα φορολογημένου, του οικονομικά εξοντωμένου, του δικαίως θυμωμένου Έλληνα οικογενειάρχη.
Για την ελευθερία τού νεοέλληνα, συνεπώς, το καμπανάκι του κινδύνου ξαναχτυπά.
Πολλοί έχουν ευθύνη για τη σημερινή δυσοίωνη κατάσταση.
Στη συνείδηση του απλού πάσχοντα Έλληνα την κορυφαία ευθύνη την έχουν, δικαιολογημένα ως έναν βαθμό, οι πολιτικοί παράγοντες της χώρας μας, προς τους οποίους εκφράζουν ευκαίρως – ακαίρως την αγανάκτησή τους.
Μάλιστα κάποιοι επιλέγουν άκομψους τρόπους και σε άκαιρες περιστάσεις να διαμαρτυρηθούν, όπως είναι οι φραστικές και όχι μόνο επιθέσεις κατά των «επισήμων» στις εθνικές επετείους. Η εθνική επέτειος, όμως, λαμβάνει χώρα, όπως έχω σημειώσει, για να θυμηθούμε την ανεπανάληπτη και προνομιακή μας κληρονομιά.
Επομένως, κάθε αντίδραση θυμού, εμπάθειας, αγανάκτησης, περιφρόνησης, δεν έχει σχέση με τα συναισθήματα εκείνα που πρέπει να αναβλύζουν τέτοιες στιγμές μέσα από την ψυχή μας και ακόμη δίδει την αφορμή σε ορισμένους «εκσυγχρονιστές» να επιχειρηματολογούν υπέρ της κατάργησης τέτοιων εορτασμών.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, εν όψει της επερχόμενης επετείου, και για να αποφευχθούν ακρότητες, στις οποίες ενδεχομένως εμπλακούν και παιδιά, που καμία ευθύνη δε φέρουν για τις ανομίες και τα σφάλματα των μεγάλων, τολμώ να προτείνω την απόσυρση της λεγόμενης «εξέδρας των επισήμων», που προκαλεί ως σύμβολο εξουσίας.
Οι εκπρόσωποι των Αρχών μπορούν να παραστούν και να παρακολουθήσουν την παρέλαση στο ίδιο σημείο, αλλά κάτω στον δρόμο, πίσω από τα σχοινιά και δίπλα στο πλήθος των συμπολιτών μας, στους αναπήρους πολέμου, στον παππού, στη γιαγιά, στον νέο, στη νέα, στους βιοπαλαιστές γονείς που έρχονται να καμαρώσουν τα παιδιά τους, την ελπίδα και την απαντοχή της χειμαζόμενης κοινωνίας μας.
Εξάλλου, η τιμή δεν αποδίδεται στους «επισήμους» αλλά στους Κολοκοτρωναίους, στους Διάκους, στους Κανάρηδες και σ’ όλους εκείνους που δεν είπαν «θα κάνουμε επανάσταση», αλλά κάνανε επανάσταση, για να έχουμε εμείς σήμερα ζωή, ταυτότητα, συνέχεια.