Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

H πατρίδα που «φτύνει» τα παιδιά της, φυσικό είναι να εισπράττει μούτζες

moutzes-sth-parelash

  

  Οι μαθητικές παρελάσεις στις εθνικές επετείους, υποτίθεται ότι γίνονται, για να θυμόμαστε τους αγώνες των προγόνων, αποτίνοντας σε αυτούς φόρο τιμής, και για να αντλούμε από το παράδειγμά τους δύναμη για νέους, επίκαιρους αγώνες. Επιπρόσθετα,  τέτοιες επέτειοι θα έπρεπε να αποτελούν αφορμές, για την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της σημερινής πραγματικότητας, μέσα από τη σύγκριση με παρελθούσες αξίες και συμπεριφορές. Όμως, για το κατά πόσο εκπληρώνονται, μέσω των παρελάσεων, οι παραπάνω επιδιώξεις, εγείρονται πολλές και από διάφορες πλευρές προερχόμενες ενστάσεις:

1. Οι παρελάσεις είναι παρωχημένες δημόσιες εκδηλώσεις, κατάλοιπα μιας άκαιρης, εθνικιστικής προπαγάνδας.
2. Οι παρελάσεις είναι παράγωγα μιας τυπολατρίας, που χαρακτηρίζει γενικότερα το πολιτικό και διοικητικό μας σύστημα, καθώς και αρκετές πολιτισμικές μας παραδόσεις. Γίνονται, για να γίνονται, χωρίς οι μετέχοντες σε αυτές να έχουν συνείδηση κάποιας ουσιαστικής αναγκαιότητας και κάποιας αντικειμενικής χρησιμότητας.
3. Οι παρελάσεις συντηρούν και αναπαράγουν ξεπερασμένες αντιλήψεις «περί εχθρών του έθνους», δίνοντας λαθεμένα μηνύματα στους νέους.
4. Οι παρελάσεις αποτελούν ευκαιριακές αφορμές, για την από καθέδρας εκδήλωση εύκολου (τσάμπα) πατριωτισμού και γενναιότητας, αρετές που θα έπρεπε να ενεργοποιούνται και να ενεργούν όχι μόνο επετειακά, αλλά καθημερινά και σε όλους τους τομείς της ζωής. Να έχουν πρακτικό αντίκρισμα και όχι απλώς να ευδοκιμούν σε - βαρύγδουπα, ως προς τον στόμφο, πλην αβάσταχτης ελαφρότητας, ως προς την ουσία – έπεα πτερόεντα, εκφερόμενα με περισσή ευκολία σε σχολεία και σε τηλεοπτικά στούντιος.
5. Οι παρελάσεις προγραμματίζονται από στερεοτυπικά σκεπτόμενους και ενεργούντες διοργανωτές και εκτελούνται από αμήχανους και υποταγμένους στην (άνωθεν επιβεβλημένη) σχολική ρουτίνα μαθητές – θύματα μιας τυπολατρικής αντίληψης «ενδεδειγμένων συμπεριφορών».
Οι υπουργικές επιτροπές, που εκπονούν εξ αποστάσεως και επιβάλλουν  εξ επαφής τα σχολικά προγράμματα, δεν αρέσκονται και πολύ στο μόχθο της μελέτης, ανάλυσης και κατανόησης των σημερινών συνθηκών – μέσα από μια άμεση, βιωματική συνεργασία με τις σχολικές μονάδες – ζωής και δράσης των μαθητών και των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να καταλήγουν σε ρεαλιστικά συμπεράσματα. Επιμένουν να χρησιμοποιούν μεθόδους ξένες, σε μεγάλο βαθμό, προς την πραγματική ζωή, απότοκες μιας έρπουσας συνήθειας, μιας βολικής αναζήτησης των εύκολων – κατά διαταγή και όχι κατά συνεργασία – λύσεων, που συνοψίζονται στην τυπική διεκπεραίωση ενός βαρετού, επετειακού γεγονότος. Διοργανωτές και μαθητές, πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς, διακατέχονται από την ίδια αδιέξοδη, υπομονετικά ανυπόμονη προσδοκία: «Άντε να τελειώνουμε και φέτος με αυτή την υποχρέωση…».
Σήμερα, οι παραπάνω περιγραφείσες οδυνηρές πραγματικότητες, όχι μόνο δεν βελτιώθηκαν, αλλά, αντίθετα, στα πλαίσια της τρέχουσας πραγματικότητας, επιβαρύνθηκαν και από νέα αρνητικά φορτία, αναφορικά με την επίδρασή τους στο ευρύτερο εκπαιδευτικό πεδίο:
1. Οι μαθητές, εκτός από την ανοχή της παραδοσιακής τυπολατρίας, πρέπει τώρα να αντέχουν και τα τρικυμιώδη συναισθήματα οργής και απελπισίας, που τους προκαλούν η ανεργία και η φτώχια, που βιώνουν στο οικογενειακό τους περιβάλλον, καθώς και η βαθιά σκοτεινή όψη του μέλλοντός τους.  Και είναι προφανές και αυτονόητο, ότι μια τέτοια ψυχολογική κατάσταση, κάθε άλλο παρά κίνητρα για αίσθηση εθνικής υπερηφάνειας μπορεί να γεννήσει. Αντιθέτως, ενεργεί απορριπτικά σε κάθε εγχείρημα αφύπνισης πατριωτικού ενδιαφέροντος. Η πατρίδα που «φτύνει» τα παιδιά της, φυσικό είναι να εισπράττει τις μούντζες τους και να τα ωθεί σε φυγή προς ξένες χώρες.
2. Οι θεατές των μαθητικών παρελάσεων, στην πλειοψηφία τους πολίτες των λεγόμενων «χαμηλών» κοινωνικών στρωμάτων, διακατέχονται από τα ίδια με εκείνα των μαθητών συναισθήματα, διότι είναι γονείς ή συγγενείς των παρελαυνόντων. Με τι καρδιά να καμαρώσουν τα στερημένα από όνειρα παιδιά τους; Με ποιο τρόπο η ταπεινωμένη, η προσβεβλημένη και απελπισμένη ψυχή τους, να συγκρατηθεί και να μη ξεσπάσει σε εκδηλώσεις αποδοκιμασίας εναντίον όλων εκείνων, που οι πολίτες πιστεύουν, ότι υπήρξαν η αιτία της εξαθλίωσής τους;
3. Οι «επίσημοι» (τι λέξη κι αυτή!), που θα πάρουν θέση στις εξέδρες, γνωρίζουν ότι τούτη τη φορά θα αμφισβητηθεί άμεσα η δικαιοδοσία τους, να θεωρούν τον εαυτό τους εκπρόσωπο και αποδότη  του κοινωνικού φόρου τιμής προς τους τιμώμενους αγωνιστές. Επιπρόσθετα, γνωρίζουν ότι είναι πολύ πιθανό, η παρουσία τους να ενεργοποιήσει τη λαϊκή οργή, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Όμως, εκείνο, που σίγουρα μπορεί να προβλεφθεί, διότι δηλώνει ήδη ηχηρά και περίοπτα την παρουσία του, είναι η κραυγαλέα απουσία νοητικής και συναισθηματικής εγγύτητας των πολιτικών, με τους πολίτες. Το μεταξύ τους χάσμα έχει γίνει τεράστιο. Δυστυχώς, οι μέχρι στιγμής πολιτικές επιλογές των ασκούντων εξουσία πολιτικών, όχι μόνο δεν μειώνουν το εύρος αυτού του χάσματος, αλλά, απεναντίας, αυξάνουν τις διαστάσεις του.
Ο εκνευριστικά συνεχιζόμενος ξύλινος λόγος, η αφ’ υψηλού επιχειρούμενη ηθική κατήχηση των αντιφρονούντων, η προκλητική, από τη μια, διατήρηση ιδίων προνομίων και η κατά ριπάς επιβολή, από την άλλη, μισθολογικών περικοπών στους εργαζόμενους, έχει μεταμορφώσει τους εξουσιάζοντες πολιτικούς, στα μάτια μεγάλου τμήματος του λαού, σε πρόθυμους υπηρέτες και αδίστακτους εκτελεστές ψυχρών, ανάλγητων, ξενοκίνητων υποδείξεων. Και η κατρακύλα των εργαζομένων προς την ολοένα μεγαλύτερη φτώχια, ανεργία και εξαθλίωση δεν φαίνεται να έχει τελειωμό. Η ύφεση καλπάζει και όλες οι προτεινόμενες λύσεις δεν διασφαλίζουν κάποια μελλοντική ανάκαμψη, ούτε δίνουν ελπίδα στο απαρηγόρητο παρόν των  εκατομμυρίων δυστυχούντων. Οι πρόσφατες αποκαλύψεις «τρωκτικών», που ροκάνιζαν Δημόσιες Υπηρεσίες, υπό παντελή έλλειψη κρατικού ελέγχου, είναι προφανώς μόνο ένα μικρό δείγμα των όσων συνέβαιναν σε όλα τα μήκη και πλάτη των κρατικών ιδρυμάτων, τις τελευταίες δεκαετίες.        
Πώς, λοιπόν, να μη είναι προκλητική η παρουσία των πολιτικών σε τιμητικές εξέδρες όταν, εξ’ αιτίας των δικών τους ανόητων (όπως αποδείχτηκε) αποφάσεων, κατά τα προηγηθέντα χρόνια, οδηγήθηκε η χώρα στην καταστροφή; Στη δύσκολη εποχή που περνάμε, σε τι και ποιον ωφελεί, αυτό το θέατρο «της επισημότητας των επισήμων»; Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διηγηθώ ένα περιστατικό από την εποχή που ζούσα στη Φραγκφούρτη. Ένα απριλιάτικο απόγευμα του 1981, που είχα πάρει το μετρό για να επιστρέψω στο σπίτι, είδα έκπληκτος να μπαίνει σε μια στάση ο τότε Υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Matthöferνα λέει σε εκείνους που τον χαιρέτησαν μια σεμνή καλησπέρα και να κάθεται σε μια άδεια θέση, ακριβώς απέναντί μου. Ώσπου να κατεβώ στη στάση μου, τον κρυφοκοίταζα, που διάβαζε ήσυχα την εφημερίδα του, και αναρωτιόμουν έκπληκτος, εγώ ο μαθημένος στη συμπεριφορά των δικών μας, Ελλήνων Υπουργών, πώς είναι δυνατόν να ταξιδεύει, έτσι απλά, ο Υπουργός Oικονομίας της Γερμανίας μαζί με τους υπόλοιπους πολίτες! Το ίδιο, ίσως και περισσότερο έκπληκτοι έμειναν και πολλοί Έλληνες όταν πριν μερικούς μήνες μετέδωσαν τα δελτία ειδήσεων, ότι κάποιοι Υπουργοί της Δανίας πηγαίνουν στο Υπουργικό Συμβούλιο με ποδήλατα!
Μια μικρή δόση δυσφορίας, που πάντα υπόβοσκε  κατά τη διεξαγωγή των  παρελάσεων, τώρα έχει γιγαντωθεί και αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερο το πονεμένο και εξαγριωμένο της πρόσωπο. Οι παρελάσεις των επόμενων ετών, εφόσον δεν αλλάξουν δραματικά τα επίκαιρα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα, θα είναι παρελάσεις οδυνών.
Αν κατανοήσουμε και σεβαστούμε αυτή, την δυσάρεστη αλήθεια και προσανατολίσουμε τη διαδικασία διεξαγωγής των παρελάσεων σύμφωνα με τα μηνύματα που στέλνει η υπόκωφη βοή του υπογείως κοχλάζοντος κοινωνικού ηφαιστείου, ίσως προλάβουμε μια ανεξέλεγκτη εκροή της πυρακτωμένης λάβας του κατά τις μαθητικές παρελάσεις.
Το αν θα την προλάβουμε, ως γενικότερη κοινωνική εξέγερση, αυτό θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την ικανότητα των ηγετών μας να εμφυσήσουν, με το προσωπικό τους παράδειγμα, στους πολίτες πνεύμα δικαιοσύνης, αγωνιστικότητας, κοινωνικής αλληλεγγύης και πατριωτισμού. Θα εξαρτηθεί, βέβαια, εν πολλοίς και από τους πολίτες, αν δεν επιτρέψουν στον εαυτό τους και στους πολιτικούς να επαναλάβουν τα θανατογόνα λάθη του παρελθόντος.    

Αργύρης Ολοκτσίδης