Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Η αισιοδοξία της μέγιστης δυστυχίας


 Γράφει ο Αργύρης Ολοκτσίδης

  Στο τέλος της αποκάλυψης του Ιωάννου, το καλό, με την ηθική του έννοια, επικρατεί του κακού, αφού όμως, πρώτα, το κακό έχει γιγαντωθεί επί γης, συντρίβοντας κάθε φυσική υπόσταση, ξένη προς τη φύση του καλού. Βάσει αυτής, της βιβλικής περιγραφής, θα μπορούσε να θεωρηθεί (κατά μια φιλοσοφική προσέγγιση), ότι το κακό, όταν φτάσει σε ένα μέγιστο μέγεθος, αυτοκαταστρέφεται και τα συστατικά της αποσύνθεσής του μετατρέπονται σε γόνιμο έδαφος, επάνω στο οποίο βλασταίνει το καλό.
Στις φυσικές επιστήμες, θα μπορούσε να θεωρηθεί, το «καλό», ως η έκφραση της τάξης, της ζωής και της δημιουργίας, δηλαδή κάτι αντίθετο με το νόμο της εντροπίας, ο οποίος θα μπορούσε να συμβολίζει το τα πάντα διαλύον «κακό». Υπό την έννοια αυτή, το σπανίως συναντώμενο στη φύση «καλό» συνυπάρχει με το πανταχού παρόν «κακό» και αγωνίζεται να επιβιώσει, αντλώντας μάλιστα δύναμη από την ίδια, την απεριόριστη δύναμη του «κακού». Διότι, αν το «κακό» είναι ο θάνατος, το «καλό» είναι η ζωή. Και μια ματιά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, μας βεβαιώνει ότι η ζωή, ως μια έκφραση υψηλής τάξης, αποτελεί απειροελάχιστο μέγεθος μπροστά στο απροσμέτρητα μεγάλο και χαοτικό μέγεθος της «κόλασης» των δισεκατομμυρίων πυρακτωμένων ήλιων, των σούπερ νόβα, των συμπαντικών νεφελωμάτων, των μαύρων τρυπών κλπ.
Παρόλα αυτά, η «μικρή» ζωή δείχνει να αγωνίζεται (και να αγωνιά) μέχρι θανάτου, για να επιβιώσει, μέσα στη δίνη των ανελέητων δυνάμεων της αταξίας. Και επιβιώνει όχι μόνο εκεί, όπου της το επιτρέπουν οι ευνοϊκές, συμπαντικές συνθήκες, αλλά αγωνίζεται να αξιοποιήσει ακόμη και τις ίδιες, τις τυφλές δυνάμεις του χάους, ώστε να  δημιουργήσει νέα υποστρώματα ζωής.
Στις υγιείς ανθρώπινες κοινωνίες, ο αγώνας της επιβίωσης και της επιδίωξης του ευ ζην, βασίζεται πρωτίστως στηδημιουργική ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος, το οποίο - ως το κορυφαίο όπλο της ζωής εναντίον του θανάτου - όχι μόνο δεν ανέχεται παθητικά το κακό, αλλά, αναζητά τρόπους πρόληψης και εξουδετέρωσής του, μέσα από τη μελέτη και κατανόηση των γενεσιουργών αιτιών του.
Αρκετές όμως φορές, οι ανθρώπινες κοινωνίες νοσούν ποικιλότροπα και για το λόγο αυτό αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τη συνεχώς και αδιαλείπτως δρώσα, καταστροφική ενέργεια του πανταχού παρόντος κακού.
Μια τέτοια, νοσούσα κοινωνία είναι και η σημερινή ελληνική, όχι επειδή δεν υπάρχουν σε αυτή και υγιή τμήματα(ενθαρρυντικά, αντιπροσωπευτικά παραδείγματα υπάρχουν σήμερα αρκετά), αλλά επειδή δεν είναι εύκολο να γκρεμιστούν τα τείχη της «νόμιμα» οργανωμένης και κρατικά επιβραβευόμενης αθλιότητας και ανικανότητας ενός διεφθαρμένου πολιτικού και διοικητικού συστήματος. Η ασθένεια, από την οποία πάσχει, είναι παρόμοια με εκείνη του AIDSTo Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας της ελληνικής κοινωνίας, εξοντώνει εκείνες ειδικά τις δομικές της δυνάμεις, που - εκ του προορισμού τους - επιτελούν το έργο της απόκρουσης κοινωνικά καταστροφικών προσβολών. Οι δυνάμεις αυτές δεν είναι άλλες από τους πολιτειακούς θεσμούς, οι οποίοι νοσούν και, κατά συνέπεια, οι κάθε είδους οπορτουνιστικές φαυλότητες, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, για να επιτεθούν στα ζωτικά κοινωνικά όργανα, ακριβώς, όπως επιτίθενται οι οπορτουνιστικοί μικροοργανισμοί στα ανοσοποιητικά κύτταρα του πάσχοντος από AIDS ανθρώπου.  
Όσο οι πολιτειακοί θεσμοί δεν εξυγιαίνονται και δεν αποκτούν τη δύναμη να αποκρούουν τις προσπάθειες άλωσής τους από τα συμφέροντα των φαύλων συνασπισμών, η κοινωνία θα νοσεί συνεχώς, με κίνδυνο να φτάσει κάποια στιγμή στη μοιραία κατάληξη.
Γι’ αυτό, όσοι νομίζουν ότι, επειδή απλώς και μόνο θα γίνουν εκλογές, θα εκτονωθεί αυτόματα η οργή και η απελπισία των πολιτών και η χώρα θα μπει σε τροχιά ευταξίας και προόδου, βολοδέρνουν σε νοητικά σκοτάδια. Η φτώχια, η ανεργία, η πολύμορφη εξαθλίωση, η ταλαιπωρία στα νοσοκομεία, οι κοινωνικές αδικίες, η απουσία ορατής ελπίδας και θετικής προοπτικής… θα συνεχίσουν να υπάρχουν στα ίδια και σε, ίσως, ακόμη μεγαλύτερα μεγέθη, την μετεκλογική περίοδο.
Διότι, ποιος μας εγγυάται ότι οι υπερέχουσες, πολιτικές δυνάμεις - οι οποίες αποτελούνται, στην πλειοψηφία τους, από τα ίδια εκείνα άτομα, που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του ολέθρου – θα αλλάξουν αίφνης τη νοοτροπία, στην οποία εθίστηκαν επί δεκαετίες, και θα προβούν οικειοθελώς σε εξυγίανση των νοσούντων θεσμών;
Όλα τα επίκαιρα σημεία και οι οιωνοί δείχνουν το αντίθετο. Οι χλιαρές και προσχηματικές αυτοκριτικές, οι παρεχόμενες προεκλογικές υποσχέσεις (αν και συγκρατημένες, δεν αποκλίνουν, επί της ουσίας, από τις ασυγκράτητες του παρελθόντος, αφού στοχεύουν στο παραμύθιασμα και όχι στον προβληματισμό των πολιτών), μοιάζουν με εκείνες, τις λιγοστές ηλιόλουστες ημέρες, καταμεσίς του χειμώνα, που μοιραία τις καταπίνει ο αμέσως επερχόμενος χιονιάς και η παγωνιά που τις διαδέχεται, κάνει την ανάμνησή τους ακόμη οδυνηρότερη.
Όποια κυβέρνηση κι αν αναδειχτεί μετά τις εκλογές, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη χρόνια και βαθιά ριζωμένη ελληνική παθογένεια.  Γι’ αυτό, αν απλώς αλλάξει το «θεραπευτικό προσωπικό», χωρίς να αλλάξει το «θεραπευτικό σχήμα»(κάτι που, δυστυχώς, αποτελεί την πιθανότερη εκδοχή), ώστε να καταστεί δυνατή η οριστική εκρίζωση του θεσμοκτόνου «ιού», η πολιτική και κοινωνική ασθένεια θα συνεχίσει να κατατρώει τα σπλάχνα του κράτους και της κοινωνίας.
Αποτελεί μια ισχυρή αλήθεια, ότι μεγαλύτερη από την υλικοπνευματική δυστυχία της άθλιας καθημερινότητας του πολίτη, είναι η δυστυχία της αδυναμίας να αλλάξει αυτή, η άθλια καθημερινότητα. Και η γνώση, ότι η αδυναμία αυτή είναι, μάλλον, αξεπέραστη, διαμορφώνει τη μέγιστη δυστυχία.  
Γι’ αυτό, για την άρρωστη κοινωνία, την κοινωνία δηλαδή, που δεν είναι σε θέση να προνοεί και να προλαμβάνει, η μόνη ρεαλιστικά αισιόδοξη προοπτική που της απομένει, φαίνεται να είναι εκείνη, της ολοκλήρωσης του κακού, εκείνη της επικράτησης της μέγιστης δυστυχίας, η οποία και θα σταματήσει το κακό. Με ποιο τρόπο;
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που σβήνει η πυρκαγιά, όταν δεν έχει απομείνει, πλέον, τίποτα άλλο για να καεί!

Αργύρης Ολοκτσίδης