Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία απολύτως ανάμιξη στο «βασικό έγκλημα» που αποδίδεται στον Άκη Τσοχατζόπουλο καθώς όπως αναφέρει, « ουδένα λόγο θα είχε αυτός να με καταστήσει κοινωνό των επιλήψιμων πράξεων, για τις οποίες σήμερα κατηγορείται.
Πολύ περισσότερο, αφού οι πράξεις αυτές απέχουν χρονικώς πολύ από τις επίμαχες μεταβιβάσεις που με αφορούν, οι οποίες έγιναν κατά το έτος 2007». Ουδέποτε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, είχε προσωπική επαφή με τον πρώην υπουργό με δεδομένο μάλιστα το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν υποστηρικτής άλλου υποψηφίου του ΠΑΣΟΚ στη Θεσσαλονίκη.
«Τον Άκη Τσοχατζόπουλο δεν τον έχω συναντήσει παρά μόνο στο πλαίσιο κοινωνικών εκδηλώσεων και εντός ευρέως κύκλου παρισταμένων προσώπων και μάλιστα χωρίς εγώ να έχω επιδιώξει την παρουσία του Α. Τσοχατζόπουλου στις εκδηλώσεις αυτές. Είμαι βέβαιος ότι την έλλειψη κάθε επαφής μεταξύ εμού και του Α. Τσοχατζόπουλου μπορούν να επιβεβαιώσουν όλα τα πρόσωπα του περιγύρου του Α. Τσοχατζόπουλου τόσο από τα κατά καιρούς υπουργικά γραφεία του, όσο και από το ιδιωτικό του πολιτικό γραφείο. Πιστεύω ακράδαντα ότι όλα αυτά τα πρόσωπα, αν ερωτηθούν, θα επιβεβαιώσουν ότι ουδέποτε τον επισκέφθηκα (ως Υπουργό ή μεταγενέστερα) και ότι ουδέποτε συναντηθήκαμε.
Ένας πολύ σοβαρός λόγος που εμπόδιζε την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ εμού και του Α. Τσοχατζόπουλου ήταν ότι εγώ όχι μόνο δεν τον υποστήριζα πολιτικά, αλλά αντίθετα υποστήριζα τον Ν. Ακριτίδη, δηλαδή πολιτευτή του ίδιου πολιτικού κόμματος (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) στην ίδια εκλογική περιφέρεια (Α΄ Θεσσαλονίκης), πράγμα που με καθιστούσε κατ’ ουσία πολιτικό αντίπαλο του Α. Τσοχατζόπουλο». Ο μοναδικός εκ των συγκατηγορουμένων του τον οποίο παραδέχεται ότι γνώριζε ήταν ο Ν. Ζήγρας, εξάδελφος του πρώην υπουργο.
«Τον Γ. Ζήγρα γνώρισα το έτος 2005, οπότε μου ζητούσε προσκλήσεις για ποδοσφαιρικούς αγώνες του Π.Α.Ο.Κ. Αργότερα, το έτος 2006, ενώ βρισκόμουν σε ταξίδι στη Ρωσία με τη σύζυγό μου, ο Γ. Ζήγρας μου τηλεφώνησε και με συνάντησε προκειμένου να διερευνήσει, αν μπορώ να τον φέρω σε επαφή με επιχειρήσεις εμπορίας ξυλείας, καθόσον, όπως μου είπε, εκπροσωπούσε μεγάλη γερμανική επιχείρηση με το αντικείμενο αυτό. Εγώ από την πλευρά μου ενδιαφέρθηκα να γίνω μεσολαβητής και τον έφερα σε επαφή με επιχείρηση ξυλείας που λειτουργούσε στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης. Κατά την επιστροφή μας από τη Ρωσία προς τη Θεσσαλονίκη συνταξιδέψαμε με τον Γ. Ζήγρα και την τότε σύζυγό του, και από λόγους κοινωνικής αβρότητας τους προσκάλεσα στο σπίτι μου στην Κατερίνη, όπου λίγες ημέρες αργότερα ήλθαν για φαγητό. Η επόμενη επαφή μας έγινε λίγες ημέρες αργότερα στην Αθήνα, οπότε όμως διαπιστώθηκε ότι δεν θα πραγματοποιείτο η συναλλαγή για την ξυλεία που επιδιώκαμε. Έκτοτε δεν τον έχω ξανασυναντήσει ποτέ..».Ο Γ. Σαχπατζίδης υποστηρίζει πως ουδεμία απολύτως ανάμιξη είχε στη σύσταση και τη διαχείριση των εξωχωρίων εταιριών που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.
«Οι εταιρίες αυτές, πλην της TORCASO, μου είναι και απολύτως άγνωστες. Για πρώτη φορά άκουσα για τις εταιρίες αυτές από δημοσιεύματα του τύπου. αρνείται οποιαδήποτε. Η οποιαδήποτε υπόνοια χρησιμοποιήσεως εμού ως «αχυρανθρώπου» εκ μέρους του Α. Τσοχατζόπουλου αποκρούεται από το γεγονός, ότι τα ποσά που προήλθαν από την τοποθέτηση των ανωτέρω επιταγών σε λογαριασμούς μου χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την εξόφληση νόμιμων υποχρεώσεων της TORCASO και κατά τα λοιπά για λογαριασμό εμού και της οικογενείας μου».
Ο Γ. Σαχπατζίδης ισχυρίζεται επίσης ότι ήταν νόμιμη η συναλλαγή με τη Μονή Βατοπεδίου για τη μεταβίβαση των τριών ακινήτων στη Λ. Κηφισίας. «Άλλωστε, η υπογραφή των ανωτέρω συμβολαίων και η μεταγραφή τους στο Υποθηκοφυλακείο, δια των οποίων συντελέσθηκε η μεταβίβαση των ακινήτων, δεν ενέχει το παραμικρό στοιχείο «απόκρυψης» ή «συγκάλυψης» της απώτερης προελεύσεως της μεταβιβασθείσας περιουσίας ούτε είναι ικανή να συνδράμει τον υπαίτιο να αποφύγει τις έννομες συνέπειες πράξεων που έχουν προηγηθεί». Ο Γ. Σαχπατζίδης υποστηρίζει ακόμη στο απολογητικό του υπόμνημα.
«Με βάση την κοινή πείρα και λογική, ότι αν πράγματι τα μεταβιβασθέντα ως άνω ακίνητα είχαν αποκτηθεί χάρη σε «βασικές» αξιόποινες πράξεις του Α. Τσοχατζόπουλου, τότε προς το συμφέρον της συγκαλύψεως των πράξεων αυτών και της αποφυγής των νομίμων συνεπειών τους θα ήταν να τοποθετηθούν οι επιταγές σε λογαριασμό της ίδιας της εξωχώριας εταιρίας TORCASO, από όπου ο αληθινός της δικαιούχος της, θα μπορούσε ανενόχλητος να τα χρησιμοποιεί κατ’ αρέσκεια, χωρίς ποτέ να ελεγχθεί, ακριβώς διότι αφενός μεν η ταυτότητά του ήταν άγνωστη στις αρχές, αφετέρου δε μέχρι τότε (έτος 2007) δεν υπήρχε σε βάρος του η παραμικρή υπόνοια!
Ακόμα καλύτερα, οι επιταγές αυτές θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε τράπεζα εκτός Ελλάδος, και δη σε οποιαδήποτε χώρα με χαρακτηριστικά «φορολογικού παραδείσου», οπότε και τα ίχνη τους θα χάνονταν οριστικά. Άλλωστε, η τοποθέτηση των ανωτέρω επιταγών σε λογαριασμό σε οποιαδήποτε τράπεζα ήταν απολύτως ευχερής, αφού αυτές αντιστοιχούσαν στο τίμημα που εμφανιζόταν στα ανωτέρω μεταβιβαστικά συμβόλαια, και συνεπώς καμία τράπεζα δεν θα είχε την παραμικρή επιφύλαξη να δεχθεί την κατάθεσή τους.
Το γεγονός, λοιπόν, ότι οι εν λόγω επιταγές τοποθετήθηκαν σε δικούς μου τραπεζικούς λογαριασμούς και δεν ακολουθήθηκε η (λογικώς αναμενόμενη) διαδρομή απόκρυψης, καταδεικνύει ότι οι εξηγήσεις που έχω μέχρι σήμερα δώσει στη Δικαιοσύνη είναι βάσιμες, ενώ αβάσιμες είναι οι υπόνοιες που μου αποδίδονται με το κατηγορητήριο».