Σάββατο 14 Απριλίου 2012

“Σσσσς! Μιλάει ο τοίχος…”




*Το κλικ του φωτογράφου έγινε κάπου κοντά στο νοσοκομείο του Αγ. Δημητρίου.

 Μιζέρια στοπ. Πείνα στοπ. Θλίψη στοπ. Αγωνία στοπ. Όλα στοπ. Όσα σε ρίχνουν στοπ. Ξύπνησε ένα πρωί και είδε σκοτάδι. Δεν είχε ανοίξει το παντζούρι. Σιγά σιγά ο ήλιος έμπαινε από τις γρίλιες και ύστερα φώτισε το διαμέρισμα. Είχε βγει από νωρίς. Περίμεναν οι ηλιαχτίδες να πιουν τον πρωινό καφέ με μία παρέα, με μία συντροφιά. Περίμεναν μέχρι να ανοίξουν τα παντζούρια, μέχρι να ανοίξει η μέχρι πρότινος κλειστή της καρδιάς της πόρτα. Κι όταν αντίκρισε τον ήλιο, έλαμψε, ζεστάθηκε, χαμογέλασε.
 
Ήταν ο ήλιος, έξω από το σκοτεινό της εγώ που της έδειξε το δρόμο· τις νύχτες χάνεται στα σοκάκια, αγνοώντας τη διαδρομή. Είναι η μέρα που φωτίζει τα πρόσωπα των ανθρώπων. Όταν τους κοιτάει στα μάτια αντιλαμβάνεται την υπολανθάνουσα θέληση για συνομιλία, για μια καλημέρα, για μια περιπέτεια, για μια πορεία με σκαμπανεβάσματα που θα τους επαναφέρει στη ζωντάνια, στο ρυθμό, στον παλμό της καθημερινότητας.
 
Κάτι της έλειπε. Κάτι αναζητούσε. Κάτι ποθούσε. Έβλεπε το φως μα δεν το ένιωθε. Είχε παρέα μα δεν επι-κοινωνούσε.
 
«Πεινάω», είπε κάποτε στη μαμά της. «Φάε», της αποκρίθηκε εκείνη. «Μη φοβάσαι, συνέχισε. Δεν έληξε. Θα φας, θα χωνέψεις και θα σαι καλά.» Το δοκίμασε μία φορά και πέτυχε. Ώσπου, είπε να το επαναλάβει. Πήγε και αγόρασε τα υλικά. Όχι από το σούπερ μάρκετ. Έψαξε πολύ, μα τα βρήκε. «2 φλιτζάνια πίστη, 3 φλιτζάνια συγγνώμη, 2 κουτάλια ελπίδα, 5 κουτάλια αγωνιστικότητα, 5 κιλά γέλιο, 1 βαρέλι αγάπη. Η συνταγή ήταν απλή. Πήρε την πίστη, την ανακάτεψε με τη συγγνώμη, πρόσθεσε ελπίδα και αγωνιστικότητα. Στο μείγμα πρόσθεσε την αγάπη, αφού την ξέπλυνε καλά, ώστε να φύγει κάθε ίχνος εγωισμού. Πασπάλισε με άφθονο γέλιο.» Έκτοτε τρώει καθημερινά …τη ζωή με το κουτάλι. Μοιράζει και στους φίλους της. Μοιράζει και στην οικογένειά της. Σερβίρει και σε όποιον πεινάει.
 
«Δοκιμάστε το», είπε, «κάνει καλό στην υγεία» .
 
Είθε να έχουμε τα υλικά στο ντουλάπι μας. Είθε να βαδίζουμε «χορτάτοι».