Πάντα στις εκλογές έχω υπαρξιακά ζητήματα. Βγαίνουν κάτω απ’ το χαλί όπου τα μαζεύω επιμελώς και με στοιχειώνουν. Καθότι λοιπόν ξανάρχονται εκλογές – αν υποθέσουμε ότι φτάσουν κιόλας – άρχισαν τα υπαρξιακά μου να σηκώνουν κεφάλι.
Το δίλημμα του Ηρακλή: ο δρόμος της Αρετής ή ο δρόμος της Κακίας; Να γίνω αρεστή και τσαχπίνα όπως η Αφροδίτη ή να μεταμορφωθώ σε Αθηνά με πανοπλία και βαθύ βλέμμα;
Έχω πει ”όχι” σε φίλους που με κάλεσαν για καφέ… Πέρα απ’ το σπασμένο νύχι και το φρεσκοβαμμένο μαλλί που θα ακούω απ’ τη μιά, πέρα από τ’αμάξι του ενός και το ipad που θα ακούω απ’ τον άλλον,τί να πώ; Γίνομαι σιγά σιγά “ακοινώνητη” γιατί ασχολούμαι με την ιντερνετική ”κοινωνία” της ελληνικής μπλογκόσφαιρας. Και φρίττω.
Δεν διαβάζω πλέον τα άρθρα ή τις αναρτήσεις. Διαβάζω αποκλειστικά τα σχόλια των αναγνωστών. ”Αναγνωστών”; Μπα. Είναι σίγουρο πως ούτε αυτοί διαβάζουν. Απλά γράφουν. Το πιο τυχαίο δείγμα της πιο
τυχαίας δημοσκόπησης είναι αυτοί οι πολίτες. Όλων των ηλικιών, των μορφωτικών επιπέδων και των εισοδημάτων (αν υποθέσουμε δηλαδή, πως η ομάδα των 740 ευρώ το μήνα συνιστά διαφορετική εισοδηματική τάξη απ’ την ομάδα των 580).
Δεν παύει να έχει ενδιαφέρον αυτή η ανάγνωση, ακόμη κι αν με τρομάζει, και μετατρέπεται σιγά σιγά σε αγωνία. Άναρθρες κραυγές, πολεμικές ιαχές, εκδικητικά συνθήματα, θρησκευτικές αντιπαραθέσεις. Η Ελλάδα ”π.Χ.” σε πόλεμο με την Ελλάδα ”μ.Χ.”. Δύο Ελλάδες κι όχι μόνο. Γιατί υπάρχει και η Ελλάδα των αναποφάσιστων. Απειλές, ανυπομονησία, γενική δυσανεξία. Όταν πολιτικοποιείται κάπως ο Λόγος, συνεχίζουμε στο πνεύμα και το ύφος της αποφράδας χρονιάς 2009: ο καθείς να διαφημίσει την προεκλογική πραμάτεια του δικού του κόμματος, της δικής του ιδεολογίας. Κατηγορώντας τον άλλον. ”Περάστε κόσμε, εδώ τα καλύτερα, τα ζουμερότερα πορτοκάλια (κι απέναντι και διαγώνια τα σάπια πορτοκάλια)”.
Πώς θα πάμε να ψηφίσουμε έτσι;
Στη χώρα της …φαιδράς πορτοκαλέας, υπάρχουν δύο ακόμη ποικιλίες: οι ”ελληνάρες” και οι πατριώτες.
Θα μου πείτε, γιατί το πρώτο σε εισαγωγικά και το δεύτερο όχι;
Διότι θεωρώ, αυθαιρέτως ίσως, πως ο πρώτος όρος περιγράφει μεν πατριώτες, αλλά σε λάθος δοσολογία. Ο ”ελληνάρας” είναι η καρικατούρα του πατριώτη: υπερμεγέθης στην αρετή, το ίδιο και στα χούγια. Χωρίς μέτρο. Με μια ίσως ρομαντική, αλλά αχρείαστη αυτή την ώρα αντίληψη του παρελθόντος, το οποίο αναπλάθεται συνοπτικά και εσφαλμένα μέσα απ την έκφραση ”τα παλιά καλά χρόνια”. Ο ”ελληνάρας” έχει διαγράψει απ’ την μνήμη του ότι και παλιά η πατρίδα έζησε ”τα χρόνια της χολέρας”. Έκαναν τον κύκλο τους και να, πάλι μπροστά μας είναι.
Ο ”ελληνάρας”, εκτός απ΄την υπερβολή του μέτρου, υποφέρει κι από έλλειψη βάθους. Δίνει εύκολες, απλοικές απαντήσεις σε σύνθετα, χρόνια, κακοφορμισμένα προβλήματα. Το ‘χει η φυλή μας καθώς φαίνεται, καθότι ο ”ελληνάρας” σκέφτεται κάπως έτσι: ”αν ήμουν ΕΓΩ στο πάγκο, θα είχα βάλει Γαλάκο στα φορ και Σαργκάνη τερματοφύλακα, και θα’ χαμε κάνει το ντέρμπυ περίπατο…” (κάνω πως δεν ακούω την ερώτηση στο κεφάλι σας ”μα πόσων χρονών είναι επιτέλους;” )
Σε αντίθεση με τον ”ελληνάρα”, ο πατριώτης είναι πιο προσγειωμένος, πιο προβληματισμένος, πιο αργός αλλά και πιο σίγουρος στις σκέψεις του, πιο μετρημένος, πιο συνειδητός. Το να είμαι πατριώτης δεν αποτελεί ”ταυτότητα”, αλλά περιγράφει ΗΘΟΣ: βάζω την αγάπη της πατρίδας και το συμφέρον της μπροστά ως πυξίδα των αποφάσεών μου. Το συλλογικό συμφέρον επιμερίζεται στις μονάδες, ακόμη κι αν οι μονάδες έχουν περιστασιακά συγκρουσιακές σχέσεις.
Επιπλέον ο πατριώτης διακρίνεται κι από ένα ακόμη ιδιαίτερο γνώρισμα, ή και χάρισμα: έχει δύο μάτια μπροστά να κοιτάει την καμπούρα του μπροστινού, αλλά διαθέτει και δύο πίσω να βλέπει τη δική του. Πριν πει στον μπροστινό ”μην καμπουριάζεις”, έχει ήδη ισιώσει τους δικούς του ώμους, προτάξει το στήθος, φέρει το πηγούνι στη σωστή γωνία. Αναπνέει καλύτερα, οξυγονώνει τον εγκέφαλο όπως πρέπει…
Σ’ αυτές τις εκλογές θα πάμε κι απ’τις δύο ομάδες να ψηφίσουμε εκπροσώπους και των δύο ομάδων. Θα πάνε ”ελληνάρες” με ιαχές και αρχαία κύμβαλα, θα πάνε και οι πατριώτες με το μετρημένο Λόγο. Έχουμε άλλωστε να διαλέξουμε, δόξα τω Θεώ, ελληναράδικα κόμματα και πατριωτικά κόμματα.
Δική μας η απόφαση. Και η ευθύνη…
Κωνσταντίνα Παλαιολόγου
Βρυξέλλες