Θεσσαλονίκη, 5 Απριλίου 2012
Ο απολογισμός πεπραγμένων 2011 της Διοίκησης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, έχει περισσότερο έναν υπηρεσιακό χαρακτήρα και λιγότερο ένα χαρακτήρα αξιολόγησης πολιτικών περιφερειακής ανάπτυξης. Υπάρχει μια καταγραφή των πεπραγμένων των περιφερειακών ενοτήτων, της μητροπολιτικής ενότητας Θεσσαλονίκης, των θεματικών αντιπεριφερειών, της ενδιάμεσης διαχειριστικής αρχής, του περιφερειακού ταμείου ανάπτυξης και των γενικών διευθύνσεων της Περιφέρειας.
Όλα αυτά χωρίς σύνδεση, με τις πολιτικές και τους στόχους του Επιχειρησιακού Προγράμματος, χωρίς αναφορές στην τεχνική ανάλυσης SWOT (ισχυρά σημεία, αδυναμίες, ευκαιρίες, απειλές), που αποτυπώνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της Περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας και του διοικητικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε στον πρώτο χρόνο λειτουργίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, πόσο αξιοποιήσαμε τα ισχυρά σημεία και τις ευκαιρίες και πόσο περιορίσαμε τις αδυναμίες και τις απειλές. Αυτή η τεχνική ανάλυσης SWOT, είναι φρόνιμο να αποτελέσει ένα καμβά για τη αξιολόγηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος της Περιφέρειας, την τριετία 2012-2014. Όσο δεν γίνεται αυτό, η Περιφέρεια οδηγείται σε διαχειριστικές λογικές που θα έχουν μοιραία αποσπασματικό και σπασμωδικό χαρακτήρα. Με δυο λέξεις ‘’βλέποντας και κάνοντας’’. Ατυχώς με λειτουργία αθροίσματος και όχι συνόλου. Το εγχείρημα του ¨Καλλικράτη¨ ως διαδικασία ενοποίησης και ισχυροποίησης των δομών της Αυτοδιοίκησης, ψάχνει ακόμα τον βηματισμό του, συναντώντας εμπόδια και αντιστάσεις στην αναδιανομή της ύλης της διακυβέρνησης, μέσα σε ένα αρνητικό περιβάλλον ύφεσης και στασιμότητας. Αυτό έχει σαν συνέπεια την ασυνέχεια στον σχεδιασμό της περιοχής και την αποδυνάμωση πολλών συντελεστών της Αυτοδιοίκησης και εν τέλει της Διοίκησης, καθώς τα διάφορα μέρη δείχνουν να κινούνται σε διαφορετικά μήκη κύματος.
Η αλήθεια είναι πως ούτε μικροί πρωθυπουργοί, ούτε τοπικές κυβερνήσεις, ούτε τοπικά κοινοβούλια, εμφανίστηκαν στην ελληνική Περιφέρεια. Την ίδια στιγμή το δημοκρατικό έλλειμμα του Περιφερειακού Συμβουλίου είναι αισθητό, καθώς η λειτουργία των Περιφερειών της χώρας, βασίζεται περισσότερο στις διοικήσεις των Περιφερειαρχών και όχι των ισχυρών, όπως θα έπρεπε Περιφερειακών Συμβουλίων. Οι παρατάξεις δεν έχουν την υποστήριξη που θα έπρεπε για να ασκήσουν τον ουσιαστικό ρόλο τους, στην συνδιαμόρφωση των πολιτικών της περιφερειακής ανάπτυξης. Η σχέση ιδανικής απόστασης Περιφερειών – Δήμων, δεν βοηθά στην επίλυση των προβλημάτων, παράδειγμα το μείζον ζήτημα της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων, ενώ η σχέση Περιφέρειας και Αποκεντρωμένης Διοίκησης, δημιουργεί ερωτήματα για το ποιος τελικά είναι υπεύθυνος για τις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης.
Σ΄ αυτό το νέο τοπίο της ελληνικής Αυτοδιοίκησης, επιχειρείται ένα πρωτόκολλο συνεργασίας / τεχνικής βοήθειας, όπως συζητήσαμε στην τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ένωσης Περιφερειών, ανάμεσα στο Υπουργείο Εσωτερικών, την Tasκ Force, την ΕΝ.Π.Ε και την ΚΕΔΕ, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη το επιχειρησιακό πρόγραμμα υποστήριξης της εφαρμογής του ¨Καλλικράτη¨, με πόρους του ΕΣΠΑ, με μια προγραμματική σύμβαση ανάμεσα στην Κυβέρνηση, την ΕΝ.Π.Ε. και την ΚΕΔΕ. Σ΄ αυτό το πλαίσιο θα αξιολογηθεί προφανώς η εφαρμογή του ¨Καλλικράτη¨,16 μήνες μετά το ξεκίνημα του.
Στη δική μας Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, χρειαζόμαστε επειγόντως ένα συντονιστικό όργανο που θα σκεφτεί και θα καθοδηγήσει την ανασυγκρότηση της Περιφέρειας, των Δήμων και των Πόλεων, που θα αξιολογήσει δημόσιες πρωτοβουλίες, δημόσια έργα, δημόσιες δαπάνες, με την αίσθηση του απαραίτητου, του χρήσιμου, του κοινωνικά ωφέλιμου, θα οργανώσει τα δίκτυα αλληλεγγύης για τις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, τους άστεγους, τους άπορους, τους άνεργους. Ο ¨Καλλικράτης¨ ενώ προβλέπει την περιφερειακή επιτροπή διαβούλευσης, που εδώ στην Κεντρική Μακεδονίας δεν έχει συγκροτηθεί, δεν προβλέπει ένα συντονιστικό όργανο ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, που θα συναρμολογεί τις δράσεις των διαφορετικών επιπέδων στην πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, που έτσι και αλλιώς εφαρμόζεται στη χώρα μας.
Αναφέρομαι στο σύνολο των διαθέσιμων πόρων διοίκησης και αυτοδιοίκησης, στο πρόγραμμα ΕΣΠΑ που τρέχει, έχοντας ανοιχτές ακόμα προσκλήσεις της τάξης του 10%, σε ένα σύνολο δράσεων 2δις ευρώ, (2007-2013), αναφέρομαι στους περιφερειακούς και δημοτικούς προϋπολογισμούς (2012-2014), αναφέρομαι στις παρεμβάσεις της κεντρικής κυβέρνησης, που κάθε φορά πρέπει να αποδεικνύει την επαφή με τη νέα πραγματικότητα.
Η επίδραση της Θεσσαλονίκης στην ενδοχώρα της Κεντρικής Μακεδονίας, δεν θα πρέπει να εξαντλείται στο χαρακτήρα μιας μεταπρατικής πόλης, αλλά θα πρέπει να έχει τον χαρακτήρα της υποστήριξης μιας ισόρροπης ανάπτυξης στην ευρύτερη περιοχή. Σε μια εποχή που το ζεύγος κατοικία- εργασία διευρύνει τα όρια της Μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης, η πράξη δείχνει πως η μεγέθυνση του τομέα των υπηρεσιών φέρνει πιο κοντά τη Θεσσαλονίκη με τις γύρω περιφερειακές ενότητες, όπου η αγροτική οικονομία και η μεταποίηση παίζουν σημαντικό ρόλο. Η κοινή μοίρα της Θεσσαλονίκης με τους περιφερειακούς Νομούς, μας οδηγεί σε ένα ενιαίο αναπτυξιακό σχεδιασμό, που θα αφορά το σύνολο των 20εκ. στρεμμάτων γης στην ανθρωπογεωγραφία των 2 εκ. κατοίκων του συνόλου της Περιφέρειας (από τον Όλυμπο μέχρι το Καϊμάκτσαλαν / από την Κερκίνη μέχρι τη Βεγορίτιδα). Βασική προϋπόθεση η περιφερειακή συναντίληψη που πρέπει να κατακτήσουμε.
Υπάρχει ένας πίνακας κωδικοποιημένων σημείων που τα προηγούμενα χρόνια αναδείχθηκαν μέσα από το δημόσιο διάλογο για την ανάπτυξη της Περιφέρειας και της Θεσσαλονίκης, με διαδοχικές προσεγγίσεις διαδοχικών κυβερνήσεων, που όλα μαζί συγκροτούν τα κεφάλαια μιας ατζέντας για την Περιφέρεια και τη Θεσσαλονίκη με ορίζοντα το 2020.
Είναι πολιτική ιδιοτροπία κάθε φορέας της Περιφέρειας, να προβάλλει το δικό του στρατηγικό σχέδιο. Αυτό το σχέδιο όταν υπάρχει, δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν διαβούλευσης και συνδιαμόρφωσης, όσο γίνεται περισσότερων αντιπροσωπευτικών θεσμών της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης.
Αυτό ακριβώς συνέβη τη διετία 2001-2002, όταν 120 φορείς μετά από 4 διαδοχικά Φόρουμ, συνυπέγραψαν στο αίθριο του ΥΜΑΘ, μια συμμαχία βιώσιμης ανάπτυξης, για τον διεθνή ρόλο της Θεσσαλονίκης, για τις ανταγωνιστικές καινοτόμες υπηρεσίες, για την κοινωνική συνοχή, για την οικολογική ισορροπία και την ποιότητα ζωής της περιοχής. Πολλοί από όσους σήμερα βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, είτε στη διοίκηση, είτε στην αυτοδιοίκηση, έχουν συνυπογράψει αυτό το στρατηγικό σχέδιο, που μπορεί και πρέπει να επανεξεταστεί στις σημερινές συνθήκες, με ορίζοντα το 2020.
Τα σχέδια που είδαν τελευταία το φως της δημοσιότητας, είτε ως εκδοχή του Ρυθμιστικού που διευρύνει τα όρια της Θεσσαλονίκης, πέραν του 50% της επικράτειας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, είτε ως master plan αστικών υποδομών, είτε ως επιχειρησιακό σχέδιο της Περιφέρειας, θα πρέπει να υπακούσουν σε ένα συνεκτικό μοντέλο διοίκησης, που θα συνδυάζει τις δομές της περιφερειακής και της τοπικής αυτοδιοίκησης και της όποιας κυβερνητικής δομής εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με τους αντιπροσωπευτικούς τομείς της τοπικής κοινωνίας, δηλαδή των επιμελητηρίων, των συνδικάτων, της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Σήμερα η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία βιώνουν την βαθιά κρίση που εδώ και 3 χρόνια ταλαιπωρεί την Ελλάδα, ψάχνει τους τρόπους για το ξεπέρασμα της κρίσης που έχει τα χαρακτηριστικά της ύφεσης, της καλπάζουσας ανεργίας, της αποεπένδυσης, της έλλειψης ρευστότητας.
Σ’ αυτό το περιβάλλον πρέπει να ξανασκεφτούμε ένα νέο εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, ένα σχέδιο ανασυγκρότησης που θα συνυπολογίζει την πραγματικότητα του Μνημονίου, της νέας Δανειακής Σύμβασης, μέρος του οποίου, μπορεί και πρέπει να είναι ένα σχέδιο για την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, και ειδικότερα για την Μητροπολιτική Θεσσαλονίκη. Πριν 10 χρόνια σχεδιάζαμε με την βεβαιότητα του Ευρώ και την αισιοδοξία της πραγματικής μετά την ονομαστική σύγκλιση, σήμερα καλούμαστε να σχεδιάσουμε με τη συνείδηση του τέλους του δανεικού ευδαιμονισμού.
Η κρίση ιδιαίτερα μέσα στο 2011 και 2012, γιατί ακόμα και στις περιφερειακές εκλογές υπήρχαν αισιόδοξα προγράμματα, αχρήστευσε πολλούς στόχους, έστειλε πολλές σελίδες των προγραμμάτων στην ανακύκλωση και μας υποχρέωσε να ξανασκεφτούμε πολλά πράγματα από τη αρχή.
Όλα αυτά τα χρόνια της δανεικής ευημερίας, είχαμε δυστυχώς αποθεώσει το στυλ που μας υπαγόρευαν τα καταναλωτικά πρότυπα, υποβαθμίζοντας την ουσία των πραγματικών αναγκών μας. Αυτή η επικράτηση του στυλ σε βάρος της ουσίας, μπορεί να ερμηνεύσει την παράλυση της σκέψης που οδήγησε στον σταδιακό εκφυλισμό του πολιτικού και κομματικού συστήματος στη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Με την ελπίδα πως η κρίση θα αποδειχθεί διδακτική στο πως διαβάζουμε τη νέα πραγματικότητα, κάθε επανεξέταση των πολιτικών ανάπτυξης, θα πρέπει να βασίζεται στον ρεαλισμό του εφικτού στόχου. Ζητούμενο ένα νέο παραγωγικό μοντέλο αληθινού εγχώριου προϊόντος.
Ας ξαναδούμε λοιπόν τη Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Μακεδονία μετά από όλα αυτά, εξετάζοντας προσεκτικά, τί επιδιώκουμε, πώς θα το πετύχουμε, με ποιους θα το πετύχουμε.
Ρεαλιστικά ένας σχεδιασμός στο όνομα της καλύτερης ποιότητας ζωής, παραχωρεί τη θέση του σε έναν σχεδιασμό επιβίωσης και ανασυγκρότησης. Είναι καιρός να μιλήσουμε για την ανασυγκρότηση, ως προϋπόθεση της ανάπτυξης.
Στους 16 μήνες λειτουργίας του Περιφερειακού Συμβουλίου, η παράταξη του ¨Μετώπου Ανάπτυξης¨ κινήθηκε με πνεύμα δημιουργικής αντιπολίτευσης και επί της ουσίας, μακριά από πειρασμούς εντυπωσιασμού.
Έχοντας και εμείς τις αδυναμίες μας που επιχειρούμε να διορθώσουμε, πιστεύουμε πως η στάση μας μέσα και έξω από το Περιφερειακό Συμβούλιο και την ΕΝ.Π.Ε., άλλοτε με κριτική διάθεση, άλλοτε με θετικές προτάσεις, θετικές ή αρνητικές ψήφους, είχε ως κριτήριο τη στήριξη του θεσμού και τον έλεγχο που είναι ευλογία, όταν είναι ουσιαστικός, στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος. Επιδιώκουμε την συνδιαμόρφωση ενός προγράμματος, που θα επιτρέψει στην Κεντρική Μακεδονία να πάρει βαθιές ανάσες.
H συνδιαμόρφωση ενός περιφερειακού προγράμματος ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα, τη συρραφή αιτημάτων δήμων και περιφερειακών ενοτήτων, είναι ένα στρατηγικό σχέδιο με συμπληρωματικότητα, με συνέργιες σε ένα πλαίσιο στήριξης με πόρους τοπικούς, εθνικούς, ευρωπαϊκούς. Βασικές προτεραιότητες του στρατηγικού σχεδίου της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης είναι:
● Η εμπέδωση ενός μοντέλου ισόρροπης ανάπτυξης με ενίσχυση της απασχόλησης, καταπολέμηση της ανεργίας και της φτώχειας, άμβλυνση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων, χωρίς πρακτικές υδροκεφαλισμού του κέντρου σε βάρος της Περιφέρειας.
● Μια οικονομία συνδυασμένου εισοδήματος που θα βασίζεται σε όλες τις παραγωγικές δομές, που θα ενισχύει το αληθινό εγχώριο προϊόν, που θα αξιοποιεί όλα τα τοπικά, ποιοτικά πλεονεκτήματα (επώνυμη, ποιοτική πιστοποιημένη γεωργία, δυναμική βιοτεχνία και βιομηχανία με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, αγροτουρισμός, τομέας υπηρεσιών).
● Ο διεθνής – ευρωπαϊκός ρόλος της μητροπολιτικής και της ευρύτερης Θεσσαλονίκης, ως κόμβου της πολλαπλής Εγνατίας ανάπτυξης, με δίκτυα σύγχρονων υποδομών (Εγνατία, ΠΑΘΕ, Σιδηροδρομικοί άξονες και Προαστιακό Δίκτυο, Λιμάνι, Αεροδρόμιο). Θέλουμε μια διεθνή πόλη συνδυασμένων μεταφορών, με καλύτερη ζωή για τους κατοίκους και τους επισκέπτες.
● Η Κεντρική Μακεδονία ως τόπος δωδεκάμηνου τουριστικού προορισμού και η Θεσσαλονίκη ως μια πόλη παγκόσμιου ενδιαφέροντος, ως μια πόλη διεθνών εκθέσεων, δημιουργός γεγονότων, μια πόλη με την ιστορική ταυτότητα στην διαχρονία των 24 αιώνων.
● Η άμεση σύνδεση της παιδείας, της έρευνας και της καινοτομίας με την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών σε μια ζώνη καινοτομιών της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Θέλουμε την Θεσσαλονίκη, Μητρόπολη της εκπαίδευσης, διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο.
● Η προστασία του περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικού αγαθού.
● Η ισχυρή παρουσία της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης στην Ευρώπη των Περιφερειών.
Νομίζω πως είναι καιρός να τολμήσουμε σε μια εποχή βαθιάς κρίσης, την επί της ουσίας συγκεκριμένη πολιτική, μια πολιτική από τα κάτω, για το καθημερινό, το αναγκαίο, σε ένα πολιτικό πλαίσιο που θα συμφωνήσουμε.
Στο συμβολικό 2012 για την Μακεδονία και την Θεσσαλονίκη, καλούμαστε να ανακεφαλαιώσουμε μια πορεία 100 χρόνων, ρίχνοντας ματιές μνήμης και αυτογνωσίας προς το παρελθόν, κοιτώντας κυρίως προς το μέλλον αυτής της περιοχής, κρατώντας ζωντανή την πεποίθηση πως μπορεί να υπάρξει πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης, που αρχίζει από τη βάση, που δημιουργείται από κάτω, από τα προβλήματα της λεγόμενης χαμηλής αλλά τόσο ουσιαστικής ατζέντας της τοπικής ανάπτυξης.