Από καταβολής ανθρώπινης σκέψης, ο θάνατος παραμένει συνειδητά και καθαρά επιβιωτικά «μυστήριον» ή «παράλογον». Ολοι γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε αλλά δεν ζούμε ανακαλώντας ανά πάσα στιγμή αυτή τη γνώση. Ακριβέστερα, διαχειριζόμαστε ως ζωή το χρόνο του ταξιδιού ως την οριστική Ιθάκη.
Το… μετά, είναι εσχατολογική και θρησκειολογική, ενίοτε απολύτως υποκειμενική, ενασχόληση και αγωνία που έχει αναθρέψει γενεές επί γενεών και πολιτισμούς επί πολιτισμών με διαφοροποιήσεις και κοινωνικές προβολές του εκάστοτε ιστορικού χωρόχρονου.
Ο θάνατος που γίνεται αποδεκτός ως λογικός και φυσικός (τέτοιες βαριές κι επικίνδυνες λέξεις για τέτοια ζητήματα τις αφήνω στη δυνατότητα να μπαίνουν σε όσα και όποια εισαγωγικά θέλει ο αναγνώστης) είναι εκείνος που συνοδεύεται από το γεμάτο νόημα σχόλιο της είδησης, «πλήρης ημερών». Κι αυτό το «πλήρης ημερών» με τη σειρά του εκφράζει πληθώρα ατομικών και συλλογικών εμπειριών.
Το γήρας, η φυσική φθορά, ο πόνος ή η απουσία του, η οδυνηρή ή μη πορεία προς το θάνατο, το μήκος του βίου, η ποιότητα της ζωής που προηγήθηκε, η στάση του θανόντος απέναντι στη ζωή και το θάνατο, οι σχέσεις αυτών που λένε «πλήρης ημερών» με τον άνθρωπο που φεύγει και προσμετράται στη ζωή τους η απώλειά του.
Ο θάνατος που πονάει λιγότερο τους ζώντες είναι, όσο κι αν ακούγεται παράλογο, ο ώριμος, ο στην ώρα του δηλαδή, κατά τη γενική συλλογική αντίληψη που εκφράζεται εξαιρετικά στην εξόδιο ακολουθία της υπέροχης γλώσσας μας, είναι ο θάνατος που επέρχεται «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά». Και είναι ακούσιος κατά κανόνα.
Νοηματοδοσία θανάτου υπάρχει τόση και εξίσου ισχυρή με της ζωής, όταν ο θάνατος γίνεται τίμημα, θυσία, προσφορά κ.λπ., και αναγνωρίζεται ως τέτοια από το συλλογικό υποσυνείδητο και συνάμα τη συλλογική εμπειρία που διαμορφώνει κριτήρια για τους ήρωες, τα πρότυπα, την καθοδηγητική μνήμη, την ανάγκη να έχει και η κοινωνική κι όχι μόνο η βιολογική ζωή, συνέχεια αξιών και κινήτρων.
Αυτός ο θάνατος είναι η υπέρ τρίτων υποκειμενική επιλογή, και δίνει αξία στη ζωή των άλλων γιατί δεν ενέχει τον εγωισμό του «επιβιώνω επί πτωμάτων». Υπάρχουν, λοιπόν, «αυτοκτονικές» επιλογές με, τουλάχιστον ερμηνευτικά, καθόλου υποκειμενικό χαρακτήρα που δεν αντέχουν σε ψυχανάλυση χωρίς αυτή να θεωρηθεί ύβρις.
Ο νοηματοδοτημένος θάνατος, που εκφεύγει του «μυστηρίου», είναι κατ’ εξαίρεση εκούσιος σε καιρούς ακόμη και εμπόλεμους. Η κουλτούρα του θανάτου είναι τεράστιο πολιτισμικό κεφάλαιο, που δε χωράει σ’ ένα ταπεινό πατριδογνωμόνιο. Το ιαπωνικό χαρακίρι. Το Ζάλογγο. Η Τιεναμέν. Η Καισαριανή. Οι Παλαιστίνιοι. Το Κούγκι…
Η εξουσία όταν σκοτώνει αυτοπροσδιορίζεται ως εκτός ουσίας, εκτός ζωής. Και ο εκούσιος θάνατος, μαρτυρικός ή μη, ηρωικός ή μη, ατομικός ή συλλογικός, όταν είναι αντιμέτωπος με την εξουσία, παύει να είναι αυτοκτονικός και λογίζεται ως ιδανικός αφού εμπεριέχει την έννοια της ελευθερίας επιλογής.
Το θανατόσημον είναι, δυστυχώς ή ευτυχώς, μέγεθος συλλογικό, συμβολικό και ατιμολόγητο…
Το σήμα δηλαδή ενός θανάτου που μετράει ως αποτέλεσμα γιατί επελέγη να ερμηνεύεται ως κίνητρο για τους ζώντες, έχει πάντα μεγαλύτερη αξία από αυτήν που του προσδίδει ο ίδιος ο αυτόχειρας. Είναι συνάμα σήμα οριστικό και ανοιχτό σε κάθε παραλήπτη κατά το δοκούν.
Απ’ τα λόγια του ώριμου σηματοδότη της πλατείας Συντάγματος, επιλέγω να κρατήσω τη λέξη αξιοπρέπεια ως ομολογημένο κίνητρό του.
Η ύβρις της φαντασμαγορίας στήνει εύκολα καραούλι και βαραίνει το χώμα που τον σκεπάζει. Ο σοφός λαός περιφρονεί τις κηδείες που γίνονται με ξένα κόλλυβα…
Γράφει η Λιάνα Κανέλλη