Ο Κώστας Καρυωτάκης, μια έκφρασή της ηδονικής ανικανοποίησης
Η εποχή του Μεσοπολέμου ισορροπούσε σε μια
πυρακτωμένη διελκυνστίδα: Από τη μία η ανθρωπότητα προσπαθούσε να
επουλώσει τα τραύματά της από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από την άλλη,
τα φασιστικά κινήματα που ανερχόντουσαν στης εξουσία διαφόρων χωρών στην
Ευρώπη, η οικονομική κρίση, με τα αποτελέσματά της, έκρουαν τις
καμπάνες για μια νέα, πιο σφοδρή πολεμική αναμέτρηση.
Η Ελλάδα, στην αρχή της περιόδου του Μεσοπολέμου,
βρισκόταν με τις νικήτριες χώρες της Αντάντ και έδρεψε τους καρπούς της
νίκης. Το επιστέγασμα αυτής ήταν η συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του
1920. Η πολυπόθητη Μεγάλη Ιδέα, εν πολλοίς, είχε πραγματοποιηθεί. Όμως,
τα πολιτικά πάθη, οι λανθασμένοι χειρισμοί στο μέτωπο της Ανατολής και η
πολύχρονη πολεμική περίοδος, καταχαράκωσαν την Ελλάδα και την οδήγησαν
στη ντροπιαστική συνθήκη της Λοζάνης. Μια ολόκληρη γενιά, βρισκόταν στο
περιθώριο της ιστορίας και της κοινωνίας.
Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι εκπρόσωπος μιας εποχής, μας
πληροφορεί ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας, Τέλλος Άγρας. Εξέφρασε
όσο κανείς άλλος τις ανησυχίες των νέων, τα αδιέξοδά που υψωνόταν, τη
χαμένη υπερηφάνεια και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν η φωνή που
μίλησε για τις χαμένες προσδοκίες. Εκτός όμως από την κοινωνική και
πολιτική κατάσταση της εποχής, από πού πήγαζε αυτή η νιχιλιστική άποψη
του Καρυωτάκη, απέναντι στη ζωή και την ύπαρξη;
Η ζωή του Καρυωτάκη δεν εξελίχθηκε όπως επιθύμησε
ο ίδιος. Το δημοσιοϋπαλληλικό σύστημα της εποχής τον έφθειρε
ανεπανόρθωτα. Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής, από πολύ μικρός είχε στην
εμφάνισή του κάτι το γεροντικό. Άλλωστε στο σχολείο, η προσφώνηση από τ’
άλλα τα παιδιά ήταν “γέρος”. “Τι νέοι που φτάσαμε ως εδώ στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου“
Πνιγόταν μέσα στις σωρείες των χαρτιών και “έλιωνε και τέλειωνε σαν στήλες δυο δυο μέσα στα γραφεία”
με τους άλλους υπαλλήλους. Αυτός όμως που τον εξουθένωσε ήταν οι
συνεχείς μεταθέσεις και αποσπάσεις. Δεν άντεχε τη μιζέρια της επαρχίας
και αναζητούσε τη ζωή στην Αθήνα.
Η συνδικαλιστική του δράση ήταν έντονη. Συγκρούστηκε
αρκετές φορές με τους ανώτερούς του. Μάλιστα καταφέρθηκε ανοιχτά και με
τον τότε υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας Μιχάλη Κύρκο, πατέρα της σεβαστής
προσωπικότητας της Αριστεράς Λεωνίδα Κύρκο, και διώχτηκε. Απόρροια όλων
αυτών ήταν η δυσμενής μετάθεση στη Πρέβεζα, τελευταίο σταθμό της ζωής
του ποιητή.
Ποιος ήταν ο ρόλος του έρωτα στη ζωή του
Καρυωτάκη; Η πρώτη του αγάπη ήταν με μια συνομήλικη ή λίγο μεγαλύτερή
του, όταν αυτός ήταν 17 χρονών. Τ’ όνομά της ήταν Άννα Σκορδύλη, η οποία
σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά του ‘44. Χωρίσαν, επειδή οι γονείς της την
προξένεψαν σε άλλον.
Το 1922 γνωρίζει τη Μαρία Πολυδούρη. Δεν είναι
σίγουρο κατά πόσο την αγάπησε αληθινά. Η ίδια στο ημερολόγιό της,
υποστηρίζει ότι αυτός της είπε πρώτος ότι την αγαπά. Του ζήτησε να
μείνουν μαζί και αυτός της αποκάλυψε ότι πάσχει από αφροδίσιο νόσημα. Η
αδυναμία του Καρυωτάκη έγκειται στ’ ότι αδυνατούσε να αγαπήσει. Κατά
πάσα πιθανότητα, ο έρωτάς του πότε δεν ολοκληρώθηκε με τη σαρκική επαφή.
Οι σχέσεις τους διακόπηκαν και συναντηθήκαν λίγο πριν φύγει για τη
Πρέβεζα και οι κουβέντες που αντάλλαξαν ήταν στον πληθυντικό. Από τη
Πρέβεζα της στέλνει ένα γράμμα, τυπικό και αυτό, με τις εντυπώσεις του.
Έτσι, αναζητούσε τον έρωτα και τις απολαύσεις του στις πόρνες. Σύχναζε
μαζί τους, σχεδόν μέχρι το τέλος. Μάλιστα, λίγο πριν φύγει για τη
Πρέβεζα, ζήτησε από μια πόρνη να συζήσουν, καθώς είχε την ψευδαίσθηση
ότι τον αγαπά.
Οι ερωτικές αυτές συνευρέσεις δεν ήταν αναίμακτες για
τον Καρυωτάκη. Ήδη από το 1922 έμαθε ότι έπασχε από σύφιλη, που τότε
ήταν στο πρώτο στάδιο. Όμως, τότε, το προσδόκιμο της ζωής, από κάποιον
που έπασχε από σύφιλη ήταν 10 με 15 χρόνια. Έπειτα, η ασθένεια γινόταν
επώδυνη. Ο Καρυωτάκης ακολούθησε θεραπεία στην Πανεπιστημιακή Κλινική
Συγγρού στην Αθήνα. Το ποιήματα του Ωχρά Σπειροχαίτη αναφέρετε στη
σύφιλη.
Ας πάμε στην τελευταία επιστολή που άφησε ο
ποιητής, πριν αυτοκτονήσει με μια σφαίρα, κάτω από έναν ευκάλυπτο στη
Πρέβεζα. Πριν αποφασίσει να θέσει το τέλος με το όπλο, προσπάθησε να
πνιγεί. Δέκα ώρες δερνόταν με τα κύματα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήθελε να
πνιγεί, ώστε να φανεί σαν ατύχημα, αφού για πολλούς η πράξη καθ’ αυτή
της αυτοκτονίας, θεωρείτε ατιμωτική. (ίσως παλαιότερα να σκέφτηκε και
το θάνατο δια απαγχονισμού, όπως περιγράφεται στο ποιήματα του,
Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο)
Διαβάζουμε λοιπόν στην επιστολή: “Είναι
καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η
αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να
πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να
τις αισθανθώ“. Εδώ έχουμε να επισημάνουμε τα εξής. Στην
αρχή, ο Καρυωτάκης είχε γράψει αντί για να πληροφορηθώ, το ρήμα δοκιμάσω
κι έπειτα την έσβησε. Κρατάμε αυτό.
Συνεχίζει η επιστολή: “Τη χυδαία όμως
πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά
της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το
επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε
πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική“. Ποια είναι η χυδαία
πράξη, που αναφέρεται; Είναι πολύ πιθανό ο Κώστας Καρυωτάκης να έκανε
χρήση ναρκωτικών. Υπερεσιακοί παράγοντες της νομαρχίας, θέλοντας να τον
συκοφαντήσουν, τον κατηγόρησαν ανοιχτά ότι κάνει εμπόριο ναρκωτικών.
Θεώρησαν ότι τα ταξίδια του στη Ρουμανία και το Παρίσι, είχαν αυτόν το
σκοπό. Ο ποιητής, αυτό το αρνείται κατηγορηματικά. Η άλλη κατηγορία
ήταν, ότι σύχναζε με πόρνες και μάλιστα ήταν αυτός ο προαγωγός τους. Και
οι δύο κατηγορίες είναι ανυπόστατες αποδείξεων, όμως το κατηγορητήριο
στήθηκε, από ανώτερούς του, με μεγάλη επιρροή.
Έπειτα: “Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου.
Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για
όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα
έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς
ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες.
Σ’ αυτούς απευθύνομαι“. Εδώ ο Καρυωτάκης, απευθύνεται
στους νέους των επόμενων γενιών, που ο ασθενής χαρακτήρας τους θα τους
οδηγήσει και αυτούς στον ανεπίστρεπτο δρόμο των ναρκωτικών. Γίνεται
προφήτης κακών, που δυστυχώς επιβεβαιώθηκε.
Τέλος: “Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!!
είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους
γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν
άρρωστος“. Ο ατιμωτικός θάνατος σχετίζεται με τη πράξη
της αυτοκτονίας. Ας σταθούμε στην τελευταία πρόταση. Αν την πάρουμε
ξέχωρη από την υπόλοιπη επιστολή, τότε θα θεωρήσουμε ότι αναφέρεται στη
σύφιλη. Όμως αν τη δούμε ως κομμάτι της, τότε μιλά για την εξάρτησή του
στις ουσίες. Άλλωστε το διήγημά του Κάθαρσις, ειδικά στη πρώτη
παράγραφο, κάνει ιδιαίτερη αναφορά σε συναλλαγή και συναλλαζομένους με
ναρκωτικά.
Ο Κώστας Καρυωτάκης δε γίνεται υμνητής του
θανάτου. Σε κανένα σημείο των γραπτών του, δε φαίνεται αυτό. Αντίθετα
στέκεται απέναντί του, με σκωπτικό βλέμμα και σατυρική διάθεση. Η σάτιρα
είναι η άμυνα απέναντι στη μελαγχολία του. Υπάρχουν πολλά περιστατικά
στη ζωή του, όπου σκάρωνε φάρσες σε γνωστούς και όχι. Ακόμα και πριν το
τέλος γράφει: “Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους
ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης.
Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο
νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην
επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις
εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης)“
Εν κατακλείδι, το τέλος του Καρυωτάκη, ίσως έχει
να κάνει και με το τέλος τού Καρυωτάκης ως ποιητή, Όπως και ο ίδιος είχε
πει, το Ελεγεία και Σάτιρες ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να γράψει.
Άλλωστε, είχε αποφασίσει να ασχοληθεί πλέον, μόνο με πεζά. Η ποίηση του
έφτασε σε ένα τέλμα, όπως και η ζωή του. Θα υπήρχε ο άνθρωπος
Καρυωτάκης, ο ποιητής όχι. Αλλά πώς θα βίωνε μια τέτοια ζωή, χωρίς την
ένταση της τέχνης, ο άνθρωπος Καρυωτάκης;
Άκης Παρισιάδης