Το κόστος της επιμήκυνσης
του χρόνου που πρέπει να λάβει η Ελλάδα για να ανταποκριθεί στους
στόχους του Μνημονίου θα είναι μικρότερο από αυτό που θα υπήρχε σε
περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη επισημαίνει σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Γερμανός Γ. Ασμουσεν, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην ολλανδόφωνη εφημερίδα του Βελγίου «De Tijd».Στην
ερώτηση «εάν η Ευρώπη θα δώσει το πράσινο φως, για επιμήκυνση δύο ετών
όπως ζητάει η Ελλάδα για να φέρει το δημόσιο έλλειμμά της σε επίπεδα
κάτω του 3%, με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης όμως να είναι
επιφυλακτικές διότι η Ελλάδα θα χρειασθεί περισσότερο δανεισμό», ο κ.
Ασμουσεν αναφέρει:
«Το ελληνικό χρέος θα αυξηθεί το 2013 στα 189% του ΑΕΠ και θα έχει ξεπεράσει τον στόχο του 120% το 2010… και μία δεύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους φαίνεται αναπόφευκτη»
ήταν η επόμενη ερώτηση που αφορούσε την Ελλάδα με τον κ. Ασμουσεν να
απαντά ότι «πράγματι η κατάσταση του ελληνικού χρέους έχει επιδεινωθεί
από την αναδιάρθρωση του Μαρτίου. Αυτό αποτελεί συνέπεια των χαμηλότερων
του αναμενομένου εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις, της χαμηλότερης από
το αναμενόμενο οικονομικής ανάπτυξης και της πιθανής μετάθεσης των
δημοσιονομικών στόχων κατά δύο χρόνια. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της
ΕΚΤ, σε περίπτωση που η τρέχουσα πολιτική δεν μεταβληθεί, το ελληνικό
χρέος θα ισοδυναμεί με κάτι παραπάνω από το 140% του ΑΕΠ το 2020. Τις
επόμενες μέρες πρέπει να φτάσουμε σε μια συμφωνία για επιπρόσθετα
ελληνικά μέτρα και συμπληρωματική βοήθεια από την πλευρά των άλλων χωρών
της ευρωζώνης προκειμένου το ελληνικό χρέος να καταστεί βιώσιμο».
Στην ερώτηση «τι είδους μέτρα είναι δυνατά;» ο Ασμουσεν απάντησε: «Η εντύπωση που έχω αποκομίσει είναι ότι η προθυμία των κρατών μελών για μια νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι εξαιρετικά μικρή.
Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετάσουμε ένα φάσμα επιλογών, όπως η
εθελοντική επαναγορά του χρέους ή η μείωση των επιτοκίων των δανείων.
Μπορούμε επίσης να ζητήσουμε από την Ελλάδα να επιδιώξει να πετύχει ένα
υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό».