Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΗΓΑΣΟΣ: ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΔΙΑΣΩΣΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ


του ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ

Ο Δημήτρης Δημητριάδης διακονεί εδώ και τριανταπέντε χρόνια έναν λόγο αιρετικό, τολμηρό, ρηξικέλευθο, αντίστροφο, ανάποδο, ασύμμετρο, μη συμβατικό, μη κανονικό. 

Από το «Πεθαίνω σαν χώρα» (1978), μια συντριπτική κριτική της ελληνικής πνευματικής και υλικής μιζέριας μέχρι τα πρόσφατα «Περί Πίστεως. Εμείς (και) οι δαιμονισμένοι» (2012) διανύθηκαν σαράντα περίπου βιβλία: κείμενα πεζά, κείμενα/συνομιλίες, κείμενα παραστάσεων, πεζόμορφα, ποιητικά, θεατρικά, αλλά και κείμενα ποιητικής και κείμενα κριτικής, αναστοχαστικής κοπής, με μόνιμο και μοναδικό αντικείμενο τον πάσχοντα άνθρωπο.
Ο Δημητριάδης αντιτίθεται στα συνήθη δόγματα, ακόμη και σε αυτά της νεωτερικότητας: η επίκληση στην κοινωνία γίνεται εκ μέρους του ανθρώπου που ζητά τη γνώση και όχι απέναντι σε ένα κοινωνικό εμείς που πρέπει να συνδιαμορφώσουμε ως διατομικά υποκείμενα. Ο Δημητριάδης στο έργο του ασκεί αχαλίνωτη, ριζική κριτική σε όλες τις αστικές συμβάσεις, τους θεσμούς, τις πρακτικές του δυτικοευρωπαϊκού φέρεσθαι (θρησκεία, στρατός, οικογένεια, πατρίδα, ήρωες, ιεραρχία, παρελάσεις, επέτειοι, ήθη και έθιμα) υπερασπιζόμενος τον άνθρωπο, το ανθρωπρεπές του ανθρώπου, την ανθρωποπρέπεια, αυτό δηλαδή που κάνει τον ίδιο τον άνθρωπο κέντρο της ζωής και της έγνοιας για τη ζωή. Και βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι δάσκαλοί του σε αυτόν τον αγώνα αναζήτησης του ανθρώπου διά της λογοτεχνίας φαίνεται να είναι οι αρχαίο τραγικοί, ο Σολωμός της Γυναίκας της Ζάκυθος, ο Χειμωνάς της δύσθυμης αναγέννησης αλλά και ο Ντοστογιέφσκι, ο Προυστ, ο Μπέκετ, ο Μπλανσώ, ο Λακάν, ο Σιοράν.
Το όχημα μεταβίβασης του ιδεολογικού και αισθητικού πράττειν είναι ένα πλούσιο και ακριβές λεκτικό. Η αφηγηματική τεχνική που προτιμά είναι η μη γραμμική αφήγηση, το σπάσιμο της λογικής σειράς, ο κατακερματισμός (μερικές φορές και η διάλυση) της κανονικής ροής του συμβατικού φορμαλιστικού λόγου. Ο Δημητριάδης παθιάζεται με τις λέξεις, με τους μύθους των ονομάτων, με τους ευφυείς νεολογισμούς αλλά και με την αναζήτηση της στίλβουσας κυριολεξίας. Με κοφτές και ασθμαίνουσες φράσεις, με αρνήσεις, με έναν λόγο συνήθως μικροπερίοδο, προφητικό, θεολογικά φορτισμένο ακόμα κι όταν ο ίδιος ραπίζει ιερόσυλα τη θεολογία, με αναχρονίες, δύσθημα πισωγυρίσματα, επαναλήψεις και σπαρακτικές εγκιβωτισμένες ιστορίες, με τον μονίμως αλλόφρονα στοχασμό γύρω από τις συνθήκες της ύπαρξής μας ο Δημητριάδης βιτριολικά και κατ’ επανάληψιν μάς κάνει να πονάμε, μάς δείχνει τον πόνο, θέτει τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων όχι για να βεβαιωθεί και να κερδίσει την εμπιστοσύνη αλλά για να πενθήσει, να μας κάνει να πενθήσουμε κι εμείς αφού ο άνθρωπος (ο ερωτευμένος άνθρωπος αλλά και ο εντός της κοινωνίας ηττημένος, ο βορά των θεσμών ριγμένος άνθρωπος) είναι το μέλημά του. […]
Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις σε όσα ερωτήματα μάς θέτει ο φλογερός γραφιάς και θεατρικός συγγραφέας όπως δεν είναι εύκολα, εύπεπτα ούτε και ευπώλητα και τα βιβλία του (παρότι το «Πεθαίνω σαν χώρα» μετρά ήδη εννέα εκδόσεις). Τα κείμενα ωστόσο του Δημητριάδη—ιδίως σε καιρούς μείζονος απογοήτευσης όπως οι σημερινοί, αλλά και πότε άλλωστε δεν ήσαν;— μας κάνουν ικανούς να ξανασκεφτούμε και να ξαναπιστέψουμε στο αρχικό έργο της λογοτεχνίας σε μια εποχή όπου η πίστη δεν υφίσταται και κανένα κέντρο δεν συνέχει τον κόσμο.
Αυτό είναι δυστυχώς και το παγκόσμιο δράμα για τον Δημητριάδη: η πίστη σε τι, και αν ως τώρα πήγε χαμένη. Διότι η πίστη πήγε χαμένη. Χαμένη όχι επειδή δεν υπάρχει πια ή επειδή δεν άξιζε να χαθεί αλλά διότι η πίστη εκείνη πίστευε σε κάτι χαμένο: «όχι χαμένο επειδή χάθηκε. Χαμένο επειδή δεν υπήρξε ποτέ ή δεν βρισκόταν εκεί όπου στόχευε η πίστη σ’ αυτό και η οποία το έχασε γιατί, απλώς και μόνο, το κέντρο, το πραγματικό και άρα υπαρκτό, ανέκαθεν ήταν και εξακολουθεί να είναι αλλού». («Περί Πίστεως», σ. 31).
Ποιο είναι αυτό το κέντρο αλλού, πού κείται, ποιος το κατοικεί; Πώς μπορεί να το βρει ο άνθρωπος, ο αναζητών την ελπίδα και μη απογοητευμένος άνθρωπος; Στο σημείο αυτό ακριβώς ο συγγραφέας ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας ώστε να προσδιορίσει ευκρινέστερα το πού μπορεί να βρίσκεται αυτό το ασαφές αλλού: «Μόνον η τέχνη, αναφαίρετη και κάθε άλλο παρά γενικευμένη ανθρώπινη ιδιότητα, διασώζει το ανθρώπινο είδος και μας σώζει, κατά καιρούς απ’ την απογοήτευση. Ο ανθρωπισμός ή ο ανθρωποκεντρισμός, λοιπόν, έχουν την έννοια τής ενίοτε διά της τέχνης διάσωσης όλων μας. Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία.» («Περί πίστεως», σ. 49).
Ώστε λοιπόν υπάρχει σωτηρία. (Έστω και ενίοτε). Μήπως ενδεχομένως υπάρχει και το θαύμα; Και όμως, απαντά χωρίς να παραδοξολογεί ο συγγραφέας καθώς μάς ξεναγεί στα έγκατα των «Δαιμονισμένων» του Ντοστογιέφσκι. Το θαύμα, το θείον καλύτερα, υπάρχει «μόνο που δεν είναι αυτό που πιστεύαμε και που ακόμη πιστεύουμε—το επιτελεί μόνον μια καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Είναι η ποιητική πράξη, αυτή η αμιγώς και ύψιστη ανθρώπινη λειτουργία, υπερβαίνοντας όλα τα εγκαθιδρυμένα στεγανά, ανατρέποντας τα παραδεδεγμένα, συντρίβοντας την επιβεβλημένη τάξη, αδιαφορώντας για τις δοξασίες και τις ιεραρχίες που κυριαρχούν και νομοθετούν, υπερακοντίζοντας τα όρια και φτάνοντας στο ένα, στο ένα του Ενός έστι χρεία: στην μορφοποίηση μιας ακραίας και προσωρινώς ανυπέρβλητης έκφρασης» («Περί Πίστεως», σ. 93).
[Συντομευμένη εκδοχή τού κειμένου που διάβασε ο Αντώνης Κάλφας στο θέατρο Πήγασος για το συγγραφικό έργο του Δημήτρη Δημητριάδη]