Μια Ελληνίδα κληρονόμος κάνει άνω-κάτω τα δικαστήρια της Λωζάννης προκειμένου να βρει τη λύση του μυστηρίου με τους εξαφανισμένους πίνακες ζωγραφικής του θείου της και πιο διάσημου συλλέκτη παγκοσμίως, Βασίλη Γουλανδρή, οι οποίοι βάσει της διαθήκης του της ανήκουν.
Σύμφωνα με την ανιψιά του Βασίλη Γουλανδρή, Ασπασία Ζαΐμη, μέρος των ογδόντα τριών έργων τέχνης που κοσμούσαν τους χώρους του ιδιόκτητου σαλέ του εφοπλιστικού ζευγαριού Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Γκστάαντ, θα έπρεπε να έχει περάσει στην κατοχή της από το 2000, χρονιά που απεβίωσε η θεία της. Αυτό όμως δεν συνέβη, με αποτέλεσμα εκείνη για παραπάνω από μία δεκαετία να αναζητεί την τύχη των έργων τέχνης που έχουν υπογράψει οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι του κόσμου, μεταξύ των οποίων ο Πικάσο, ο Σεζάν, ο Μιρό, ο Μονέ, ο Σαγκάλ και ο Βαν Γκογκ. Μεταξύ των διάσημων επισκεπτών του ζευγαριού στο ελβετικό θέρετρο, τους πίνακες είχαν θαυμάσει από κοντά ο σούπερ σταρ Ρότζερ Μουρ, η πρώην αυτοκράτειρα της Περσίας Φαράχ Ντιμπά, αλλά και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν.
Η Ασπασία Ζαΐμη, όπως δηλώνει και στο «Bloomberg» που δημοσιεύει αναλυτικό άρθρο για την υπόθεση-θρίλερ, είναι διατεθειμένη περισσότερο από κάθε άλλη φορά να φτάσει στα άκρα και να βρει τους πίνακες που μέχρι και πριν από τον θάνατο της θείας της Ελίζας Γουλανδρή βρίσκονταν πακεταρισμένοι στο σαλέ του Γκστάαντ. Οπως λέγεται, η γνωστή συλλέκτρια κάθε άνοιξη που εγκατέλειπε το αγαπημένο της σαλέ στην Ελβετία για να περάσει το καλοκαίρι της στο νησί της Ανδρου τακτοποιούσε τα έργα μέσα σε ειδικές θήκες προκειμένου να παραμένουν προστατευμένα για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα απουσίαζε. Μάλιστα τα ανεκτίμητης αξίας έργα φυλάσσονταν μέσα σε αποθήκη μέχρι την ημέρα που θα επέστρεφε, οπότε θα έπαιρναν πάλι τη θέση τους μέσα στους χλιδάτους χώρους του σπιτιού.
«Πιστεύω με όλη μου την καρδιά ότι τα έργα ήταν μέρος της κληρονομιάς που μου ανήκει» λέει η κληρονόμος. Σύμφωνα με την ίδια, το μέρος των έργων που της ανήκει είναι το 1/6, ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν τόσο στην αδελφή της όσο και σε τέσσερα ξαδέλφια της, τα οποία όμως δεν θέλησαν να της συμπαρασταθούν στην προσπάθειά της αυτή.
Η Ασπασία Ζαΐμη είναι πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού φιλανθρωπικού σωματείου ΑΓΑΠΑΝ που παρέχει νοσηλευτική φροντίδα και ανακουφιστική αγωγή ώς και ψυχολογική και κοινωνική στήριξη σε ασθενείς με ανίατη ασθένεια στο τελικό στάδιο. Η φιλοξενία των ασθενών γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένους ξενώνες από εξειδικευμένη, διεπιστημονική ομάδα θεραπευτών. Το ΑΓΑΠΑΝ προσφέρει στον ξενώνα και ημερήσια φροντίδα, όπως επίσης και κατ’ οίκον φροντίδα.
Από Γκστάαντ, Παναμά
Πρόσφατα οι δικαστικές έρευνες έφεραν στο φως μια σύμβαση πώλησης των ογδόντα τριών αριστουργημάτων το 1985 σε εμπορική εταιρεία του Παναμά. Η σύμβαση φέρει μάλιστα την υπογραφή του διάσημου συλλέκτη Βασίλη Γουλανδρή, ενώ το ποσό της πώλησης θεωρείται πολύ χαμηλό σε σχέση με την πραγματική αξία των έργων.
«Δεν πιστεύω ότι ο θείος μου πούλησε τη συλλογή του. Ηταν τόσο περήφανος γι’ αυτήν! Επίσης δεν μπορώ να φανταστώ ότι οι πίνακες έχουν πουληθεί σε αυτή την τιμή» εκτιμά η Ασπασία Ζαΐμη. Σύμφωνα με τη σύμβαση της πώλησης, τα ογδόντα τρία έργα τα οποία πουλήθηκαν έναντι του ποσού των 31,7 εκατ. δολαρίων έχουν περάσει στην ιδιοκτησία της εταιρείας Wilton Trading S.A, η οποία ανήκε στη νύφη του Βασίλειου Γουλανδρή, τη Μαρία Γουλανδρή, που απεβίωσε το 2005.
Αναφορικά με τη σύμβαση της πώλησης που βρίσκεται πλέον στα χέρια των δικαστικών αρχών και ύστερα από έκθεση που κατέθεσε ο εισαγγελέας της έδρας, διαπιστώθηκε πως το συγκεκριμένο έγγραφο έχει τυπωθεί σε έναν τύπο χαρτιού το οποίο είναι αδύνατον να υπήρχε πριν από το 1988. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει και η Ασπασία Ζαΐμη, η υπογραφή που φέρει η σύμβαση πώλησης είναι αδύνατον να ανήκει στο θείο της, «ο οποίος έπασχε από τη νόσο του Πάρκινσον και δεν μπορούσε καν να γράψει»!
Μια ζωή γεμάτη πλούτο αλλά και τέχνη
Ο Βασίλης Γουλανδρής εκτός από επιτυχημένος εφοπλιστής ήταν και ένας ευαίσθητος, διορατικός και ενημερωμένος συλλέκτης. Εκείνος και η σύζυγός του Ελίζα ήταν λάτρεις των τεχνών. Επισκέπτονταν μουσεία και εκθέσεις, ενίσχυαν με χορηγίες εκδηλώσεις και υποστήριζαν τις εικαστικές τέχνες, ενώ συναναστρέφονταν καλλιτέχνες, συγγραφείς και γενικά διακεκριμένους ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων.
Ο Βασίλης Π. Γουλανδρής γεννήθηκε στην Ανδρο το 1913. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη συνέχεια Νομικά στην Ελβετία. Το 1950 ανέλαβε τη διεύθυνση των οικογενειακών ναυτιλιακών επιχειρήσεων, με έδρα τη Νέα Υόρκη. Διατέλεσε για πολλά χρόνια επίτιμος πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του American Bureau of Shipping. Διακεκριμένος φιλότεχνος και συλλέκτης έργων τέχνης, ήταν μέλος πολλών μουσείων της Ευρώπης, της Αμερικής και κυρίως της Γαλλίας, όπου διέμενε τον περισσότερο χρόνο.
Διατηρούσε ιδιαίτερους δεσμούς με επιχειρηματικούς και πολιτιστικούς κύκλους συμβάλλοντας στην ανάπτυξη των διαπολιτιστικών σχέσεων και ανταλλαγών μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Για τη συμβολή του αυτή ονομάστηκε το 1981 από το γαλλικό κράτος Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (Chevalier de la Légion d’Honneur) και το 1986 Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής (Officier de la Légion d’Honneur). Το 1983 τιμήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας με το παράσημο του Ταξιάρχη των Τεχνών και των Γραμμάτων (Commandeur de l’ordre des Arts et des Lettres). Στην Ελλάδα τιμήθηκε το 1956 με τον Σταυρό των Ταξιαρχών του Τάγματος του Γεωργίου του Α’, το 1981 με το Αργυρούν Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το 1992 με τη διάκριση του Μεγάλου Αρχοντα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο μεγιστάνας συλλέκτης πέθανε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1994.
Ελίζα Γουλανδρή: Τα πάντα για τον πολιτισμό
Παθιασμένη με την τέχνη, η Ελίζα, το γένος Καραδόντη, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1917 και γνώρισε τον εφοπλιστή Βασίλη Π. Γουλανδρή, τον οποίο παντρεύτηκε το 1950 στη Νέα Υόρκη, όπου είχε πάει για ανώτατες σπουδές. Στη Νέα Υόρκη, τη Λωζάννη και το Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε με τον σύζυγό της από το 1965, συμμετείχε σε ποικίλες δραστηριότητες, στο πλαίσιο των ομογενειακών κοινοτήτων.
Στο Παρίσι το ζευγάρι ανέπτυξε με τη συλλογή του αξιόλογη πολιτιστική δραστηριότητα, κυρίως στον χώρο των εικαστικών τεχνών. Η γαλλική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας την προσφορά της Ελίζας Γουλανδρή και τη συμβολή της στην ελληνογαλλική φιλία, την τίμησε με την ανώτατη διάκριση του Ταξιάρχη των Τεχνών και των Γραμμάτων (Commandeur de l’ordre des Arts et des Lettres). Το 1981 η Ακαδημία Αθηνών τής απένειμε το Αργυρούν Μετάλλιο διά «Φιλοπατρία και Φιλοκαλία». Η Ελίζα Β. Γουλανδρή πέθανε στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου του 2000.
Το αγαπημένο ζευγάρι το 1979 ίδρυσε το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, με σκοπό να ενισχύσει τις εικαστικές τέχνες. Τον ίδιο χρόνο εγκαινιάστηκε στην Ανδρο το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο από το 1986 φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι εκθέσεις μεγάλων καλλιτεχνών, Ελλήνων και ξένων. Πριν από αυτό, το 1981, είχε χτιστεί με χορηγία του ιδρύματος το Αρχαιολογικό Μουσείο Ανδρου. Επόμενος στόχος τους ήταν η δημιουργία μουσείου στην Αθήνα προκειμένου να στεγαστεί η συλλογή του ιδρύματος, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατόν όσο οι δυο τους βρίσκονταν στη ζωή. Μετά και τον θάνατο της Ελίζας Γουλανδρή το τιμόνι της προεδρίας του ιδρύματος, ύστερα από επιθυμία της, ανέλαβε η ανιψιά της Φλερέτ Π. Καραδόντη.
Τα διάσημα έργα της συλλογής
Μεταξύ των ογδόντα τριών έργων που συνδέονται με την επίμαχη σύμβαση πώλησης είναι έντεκα έργα του Πικάσο, τρία του Γάλλου ζωγράφου Ζορζ Μπρακ, πέντε του Σεζάν, τρία του Σαγκάλ, δύο του Ντεγκά, δύο του Πολ Γκογκέν, δύο του Μαξ Ερνστ, δύο του Μανέτ, δύο του Μιρό, δύο του Μονέ, τρεις του Ρενουάρ, δύο ελαιογραφίες του Τζάκσον Πόλοκ, ένας πίνακας του Ματίς, ένας του Κλε και ένας του Καντίνσκι. Σύμφωνα με την αξιολόγηση του έργων, που έχει γίνει από διάσημους γκαλερίστες, η τιμή πώλησής τους φτάνει τα 781,4 εκατ. δολάρια, αρκεί να υπολογίσει κάποιος ότι μόνο η ελαιογραφία του Βαν Γκογκ που περιλαμβάνεται ανάμεσα στα διάσημα κομμάτια είναι αξίας 120 εκατ. δολαρίων, ενώ μια αυτοπροσωπογραφία του Σεζάν θα μπορούσε εύκολα να αγγίξει και να ξεπεράσει τα 60 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, για την υπόθεση της πώλησης των ογδόντα τριών έργων κλήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο και ο Peter John Γουλανδρής, ο γιος του αδελφού του Βασίλη Γουλανδρή, ο οποίος δήλωσε στο δικαστήριο ότι ο θείος του εκείνη την εποχή αναζητούσε να συγκεντρώσει χρήματα προκειμένου να καλύψει κάποια χρέη που είχε, γι’ αυτό και δέχτηκε την πώληση των έργων σε αυτή τη χαμηλή τιμή των 31,7 εκατομμυρίων δολαρίων.