Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία ή όταν η Prada βραβεύει λογοτεχνικά ταλέντα


Μια παιδαγωγική παρέμβαση στην εποχή της εικόνας
του ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ
Η είδηση πρώτα πρώτα, ασχολίαστη (Τα Νέα, 18/04/2013): «Ο κόσμος περνά μπροστά από τα μάτια μας. Και ο οίκος Prada συνδιοργανώνει έναν διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό για να αναδείξει νέα ταλέντα. […] Το θέμα του διαγωνισμού σχετίζεται με την αναζήτηση της πραγματικότητας και τον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε. Τίτλος του: «Views of the world. Images, marks, ideas» («Οψεις του κόσμου. Εικόνες, Σημεία, Ιδέες»).[…] Μέσα από αυτήν την πρωτοβουλία ο ιταλικός οίκος πολυτελείας σκοπό έχει να δώσει και μία δημιουργική διάσταση στη νέα συλλογή οπτικών που παρουσιάζει. Μέσα από τους φακούς της φαντασίας προκύπτει μία διαφορετική διάσταση του κόσμου…»

Διαβάζουμε λογοτεχνία όχι για να διαφημίσουμε τη νέα συλλογή οπτικών ή την αγορά αλλά—ακριβώς επειδή με όλα αυτά σήμερα η λογοτεχνία βρίσκεται σε κίνδυνο—για να δώσουμε νόημα στον κόσμο, για να υπερβούμε τους κινδύνους (κοινωνικούς και αισθητικούς), διαβάζουμε για να απελευθερώσουμε τις δυνατότητες του σκεπτόμενου ανθρώπου. «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον βλέπω περιστοιχισμένο από βιβλία». Ετσι αρχίζει το ολιγοσέλιδο μανιφέστο του Τσβετάν Τοντορόφ για την υπεράσπιση της λογοτεχνίας, θυμίζοντάς μας τις λέξεις του Ζαν-Πολ Σαρτρ: «Αρχισα τη ζωή μου όπως και θα την τελειώσω προφανώς: μες στα βιβλία» (Τβετάν Τοντόρωφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο μτφρ.: Χρύσα Βαγενά εισ.: Νάσος Βαγενάς εκδ. Πόλις). Γιατί διαβάζουμε λοιπόν; Ας κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο ερώτημα αυτό μιλώντας μέσα από τα ίδια τα βιβλία των συγγραφέων, βιβλία τα οποία μιλούν ακριβώς για τα ίδια τα βιβλία (τα δικά τους, των άλλων)
1. Διαβάζουμε ως αντίδραση στην κυρίαρχη κάθε φορά πραγματικότητα (Βιρτζίνια Γούλφ, Για την άγνοια των αρχαίων ελληνικών, Στιγμή, Αθήνα 1998). H Βιρτζίνια Γουλφ «διαβάζει» την αρχαία ελληνική λογοτεχνική παράδοση με τρόπο άμεσο και θερμό. Δεν επιμένει στην γραμματολογική αποτίμηση. Αντίθετα, στρέφεται σε αυτό που αποτελεί προσωπικό γνώρισμα της συγγραφέως, δηλαδή στην επισήμανση του σύγχρονου μέσα στο παραδοσιακό, στην ανίχνευση του συγκαιρινού τρόπου ανάγνωσης και όχι στην δουλική απομίμηση του διαχρονικού κλέους. Έτσι, η Οδύσσεια «δεν είναι παρά μια περιπετειώδης ιστορία, η ενστικτώδης παραμυθική αφήγηση μιας φυλής θαλασσινής. Μπορούμε μ’ αυτόν τον τρόπο να την αρχινήσουμε, διαβάζοντάς την επιτροχάδην με τον νου του παιδιού που θέλει, για τη διασκέδασή του, να δει τι γίνεται παρακάτω.» Η ανάγνωση και η διαρκής ανταπόκριση των αρχαιολογικών κειμένων και στην εποχή μας ερμηνεύεται από την Γουλφ και ως αντίδραση στην ισχύουσα κάθε φορά κοινωνική, θρησκευτική και, γενικότερα, πολιτισμική πραγματικότητα αφού, όπως επισημαίνει η ίδια «στους Έλληνες, άλλωστε, στρεφόμαστε σαν αηδιάζουμε την αοριστία, τη σύγχυση, τον Χριστιανισμό και τις παρηγόριες του, την εποχή μας την ίδια.» (σ. 53).
2. Διαβάζουμε ακόμη για να μάθουμε να ερμηνεύουμε. Στο ερώτημα τι προσφέρει η ερμηνεία στη λογοτεχνία ή μάλλον στον αναγνώστη της ο Δημήτρης Τζιόβας (Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης. Από την αφηγηματολογία στη διαλογικότητα, Οδυσσέας 1993) απαντά: «Νομίζω πως ερμηνεία και λογοτεχνία βρίσκονται σε μια παραπληρωματική, συμβιωτική σχέση αλληλεξάρτησης, αποτελώντας η μία ανάγκη της άλλης [...] Η σχέση ερμηνείας και λογοτεχνίας είναι κατά βάση μια επικοινωνιακή σχέση και σε μια τέτοια σχέση οι παράγοντες (πομπός και δέκτης) τείνουν να είναι κατ’ ανάγκην ισότιμοι, δηλαδή ο ένας παράγοντας προϋποθέτει τον άλλο, ώστε να υπάρξει κάποιος στοιχειώδης επικοινωνιακός διάλογος». Το παράδειγμα που επιλέγει ο κριτικός για να δείξει τη διαλογική σχέση λογοτεχνίας και ερμηνείας είναι το Όνειρο στο κύμα του Παπαδιαμάντη και οι οκτώ ερμηνείες είναι οι παρακάτω: 1) Μια πρώτη ερμηνεία του διηγήματος είναι η ηθικοθρησκευτική ερμηνεία (Η ιστορία μπορεί να διαβαστεί ως αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μια αρχική κατάσταση ευδαιμονία ς σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή). 2) Μια δεύτερη ερμηνεία αντιλαμβάνεται το διήγημα ως μια εκδήλωση της αντίθεσης φύσης- πολιτισμού (φύση= εφηβική ηλικία/ευτυχία και πολιτισμός=ωριμότητα/καταπιεσμένη ζωή). 3) Μια Τρίτη ερμηνεία είναι « η αισθητική ή αισθησιακή προσέγγιση που βλέπει στο διήγημα μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στο υψηλό και το αισθησιακό, στην παραίσθηση και την υπερβατικότητα». 4) Άλλη ερμηνεία του διηγήματος έχει ως άξονά της « την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας» (Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη). 5) Μια πέμπτη ερμηνεία θα ήταν ψυχαναλυτική. Το διήγημα «αντιπροσωπεύει την καταστολή της επιθυμίας, το στραγγάλισμα μιας εφηβικής φαντασίωσης, την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στη φυσική ζωή και την τεχνητή[...]». 6) Μια άλλη ερμηνεία θα ήταν η διακειμενική, αν δηλαδή συναρτήσουμε το όνειρο στο κύμα με το διήγημα του Παπαδιαμάντη Έρως-Ήρως καθώς και με ένα άλλο λογοτεχνικό κείμενο, την Δασκάλα με τα χρυσά μάτια του Μυριβήλη (σχέση ερωτισμού και ηρωισμού). 7) Έβδομη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι εκείνη η οποία εστιάζει την προσοχή της στην ερωτική διάσταση της θάλασσας εξετάζοντας για παράδειγμα τρία διηγήματα του Παπαδιαμάντη (Όνειρο στο κύμα , Η Νοσταλγός και Έρως-Ήρως). 8) Τέλος, μια γλωσσολογική-σημειολογική ανάγνωση του διηγήματος θα υπογράμμιζε την αμφισημία του σημαίνοντος Μοσχούλα μια που αυτό θολώνει τελικά το νόημα του κειμένου. Κάθε μια από τις παραπάνω ερμηνευτικές στρατηγικές διαθέτει και την εγκυρότητά της καμία ωστόσο δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα πως εκφράζει την τελική ερμηνεία, την κοινώς αποδεκτή αλήθεια/ερμηνεία. Αυτό που συνάγεται και μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα είναι πως επειδή είναι ανέφικτη η σύνθεση σε μια ολότητα προτιμότερο είναι να οδηγηθούμε σε έναν « ανοιχτό διάλογο ανάμεσα στο κείμενο και στους αναγνώστες καθώς και μεταξύ των ίδιων των αναγνωστών».



3. Διαβάζουμε όμως και για να αντισταθούμε στη γλωσσική διάβρωση, στην ισοπέδωση της ιστορικής προοπτικής και στην εμπορευματοποίηση του πολιτισμού (Σβεν Μπίρκετς, Ελεγείες του Γουτεμβέργιου. Η μοίρα της ανάγνωσης στην ηλεκτρονική εποχή, Καστανιώτης, Αθήνα 1997). Συγγραφέας και αναγνώστης: αυτοί αποτελούν την καλή και την ανάποδη όψη της γλώσσας και η γλώσσα είναι το μέσο της βαθύτερης γνώσης μας. Από την άλλη, όπως και ο υπότιτλος του βιβλίου αφήνει να εννοηθεί, η κυριαρχία της ηλεκτρονικής εποχής υποσκάπτει την παιδευτική, ανθρωπιστική διάσταση της ανάγνωσης. Ο φόβος του συγγραφέα για την αρνητική κυριαρχία της μελλούμενης παν-ηλεκτρονικής εποχής στηρίζεται και σε τρία συμπτώματα που παρατηρεί στη σύγχρονη εποχή: τη γλωσσική διάβρωση, την ισοπέδωση της ιστορικής προοπτικής και τον μαρασμό της εσωτερικής υπόστασης του ανθρώπου. Ο βαθύτερος προβληματισμός του Μπίρκερτς αφορά την ουσία του σύγχρονου πολιτισμού. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην τεχνολογία εν γένει αλλά στην τεράστια μεταμορφωτική δύναμη των νέων τεχνολογικών συστημάτων, συστημάτων που άλλαξαν τον ανθρώπινο τρόπο επικοινωνίας (τη ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής, την αγάπη, την οικειότητα) αντικαθιστώντας την ιστορία και τον χρόνο της παράδοσης με τα δίκτυα διασύνδεσης, την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού και την πίστη στη δύναμη του δικτύου.
4. Διαβάζουμε, τέλος και για να αλλάξουμε τον κόσμο. Για τη δημιουργική (άρα και απελευθερωτική ) δύναμη της φαντασίας ο Ροντάρι σημειώνει πως αυτή είναι κοινή στον απλό άνθρωπο, στον θεωρητικό επιστήμονα, στον τεχνικό και παράλληλα είναι ουσιαστική τόσο για τις επιστημονικές ανακαλύψεις όσο και για την γέννηση του έργου τέχνης. Επισημαίνει, επίσης, τη σημασία του παραμυθιού, του μύθου, στη ζωή μας εφόσον αυτά χρησιμεύουν στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πρέπει να γίνει απλώς πειθήνιος εργάτης ή επιμελής παραγωγός χωρίς βούληση αλλά, αντίθετα, οφείλει να γίνει ένας άνθρωπος που θα επιθυμεί να αλλάξει την υπάρχουσα κοινωνία. Ωστόσο, για να αλλάξουμε την κοινωνία, θα πει ο ίδιος « χρειάζονται άνθρωποι δημιουργικοί, που να ξέρουν να χρησιμοποιούν τη φαντασία τους».
Τελειώνοντας σκέφτομαι μια ομιλία του Γιώργου Σεφέρη, στη Βαρκελώνη, για τα εγκαίνια της 13ης Έκθεσης Παλαιού Βιβλίου, στις 15 Σεπτεμβρίου 1964. Στην ομιλία του ο Σεφέρης υπογράμμιζε ανάμεσα σε άλλα το ρόλο του αναγνώστη ως συνδημιουργού, ως ευφάνταστου συνεκτελεστή της αναγνωστικής πράξης. Ταυτόχρονα, επεσήμανε και την ουμανιστική διάσταση του βιβλίου, το βιβλίο ως κάτι βαθύτερα ανθρώπινο, ως πράξη πίστης του ανθρώπου, προετοιμάζοντας με τον τρόπο αυτόν και πολλές από τις νεοτερικές αντιλήψεις για το βιβλίο και τη σημασία του. Γράφει ο Σεφέρης: «Τα βιβλία είναι πράγματα της φύσης μας∙ είναι εμείς, όσοι και αν είμαστε∙ είναι μια ανθρώπινη φύση, που μας προεκτείνει προς τις ρίζες μας, με την πείρα και τη σοφία των περασμένων γενεών∙ και που, με τα οράματά μας, την προεκτείνουμε προς το μέλλον [...] Θα έλεγα πως τα βιβλία είναι σαν τα αναρίθμητα κλειδιά ενός μεγάλου οργάνου εκκλησιάς, του οποίου οι μουσικοί είμαστε εμείς. Εξαρτώνται από την ιδιοφυία μας, από την τόλμη μας∙ εξαρτώνται επίσης από τα ελαττώματά μας. Αν είναι έτσι, αν πιστεύουμε στον άνθρωπο, αν πιστεύουμε στην ανθρωπότητα, με την ίδια αυτή πράξη πίστης θα πιστέψουμε και στη σημασία του βιβλίου. Γιατί στον κόσμο μας που προχωρεί ψηλαφητά, όλα εξαρτώνται από μια πράξη πίστης [...]» (Δοκιμές, τ. Β΄, σ. 189).
Κλειδιά ενός εκκλησιαστικού οργάνου, μουσικούς, ιδιοφυία, εμπνευσμένους δασκάλους, πίστη και τόλμη χρειαζόμαστε για να γραφούν έργα που επηρέασαν την εποχή τους. Αν βεβαίως πιστεύουμε στην ανθρωπότητα. Και όχι Prada, images και διαφημίσεις οπτικών ειδών. Η μοναδική απάντηση απέναντι σε αυτήν την πρόκληση είναι η συνειδητοποίηση της αξίας της ανάγνωσης, μιας ανάγνωσης σε βάθος και απολύτως ριζοσπαστικής, που θα ξεκινά ήδη από την παιδική και εφηβική ηλικία και θα μεταφέρεται έτσι σε όλη τη ζωή του ανθρώπου. Το υλικό των αξιανάγνωστων κειμένων, αυτών δηλαδή που μπορούν να αλλάξουν ριζικά τις απόψεις μας και τις συνήθειές μας προσφέροντάς μας έναν κόσμο άξιο να κατοικηθεί και να κατανοηθεί είναι ο κανόνας της δυτικής λογοτεχνίας, από το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 18ου και του 19ου αιώνα μέχρι το μοντερνιστικό πρόγραμμα του 20ου αιώνα: Παπαδιαμάντης βεβαίως και Δημήτρης Χατζής και Θανάσης Βαλτινός και δεκάδες άλλοι δικοί μας του 20ού αιώνα αλλά και -κυρίως αυτό- η δίψα των μεγάλων μαστόρων: Virginia Woolf, Hawthorne, Poe, James, Shakespeare, Hardy, Hesse, Salinger, Miller, Hemingway, Joseph Brodsky, Pavese, Stendhal, Tolstoy, Δοστογιέφσκι, Auden, Benjamin, Musil, Lowry, Yourcenar, Jack London, Bellow, Toni Morrison, Marquez, Christa Wolf, Thomas Bernhard, Lessing, Konrad.
[Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή της ομιλίας που δόθηκε για την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, στις 23 Απριλίου 20013, στην Κοζάνη. Τον διευθυντή του περιοδικού Παρέμβαση Βασίλη Καραγιάννη και συν-ομιλητή ευχαριστώ θερμώς για τη φιλοξενία και από τη θέση αυτή].