Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Γιατί να εμπιστευτούμε τη Λαϊκή Ενότητα στις εκλογές



 Επειδή η Λαϊκή Ενότητα δεν φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο ενός μεταμοντέρνου catch all party (πολυσυλλεκτικού κόμματος) με την έννοια ότι δεν χωράνε στις γραμμές τις εργάτες και εφοπλιστές, μεγαλοτραπεζίτες και άνεργοι, ένας ταξικός χυλός δηλαδή, επειδή δεν αγωνίζεται για κανένα ταξικό συμβιβασμό και καμιά κοινωνική συναίνεση είναι σαφές ότι απευθύνεται στα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται βάναυσα απ την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

*του Άλκη Αντωνιάδη  

Τα κριτήρια ψήφου ή κομματικής εγγύτητας για την καθεμία και τον καθένα από εμάς είναι σύνθετα. Έτσι... 

συνέβαινε πάντα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλα τα κράτη της γης. Η επιλογή στην κάλπη ενός πολιτικού σχηματισμού μπορεί να οφείλεται στην ιδεολογία, την παράδοση, την ταξική ένταξη, την ιδιοτέλεια και σε πολλά ακόμη.

Στη χώρα μας από την δεκαετία του '80 και έπειτα η εναλλαγή στην εξουσία των δυο βασικών τότε κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, στηρίζονταν,κατά βάση, στις σχέσεις εξάρτησης που είχαν δημιουργήσει προς τους πολίτες. Είναι αλήθεια πως με εξαίρεση τα κόμματα της αριστεράς που κρατούσαν ψηλά την ιδεολογική σημαία σε εποχές μάλιστα δύσκολες γι αυτά, οι πολιτικές δυνάμεις των συμφερόντων της αστικής τάξης είχαν δημιουργήσει με τους πολίτες μια ιδιαίτερη εκλογική σχέση δούναι και λαβείν.

Από το 2008 όμως και έπειτα η οικονομική κρίση που σαρώνει τη χώρα μεταβάλλει τον εκλογικό συσχετισμό και κυρίως αλλάζει τα κριτήρια της εκλογικής συμπεριφοράς. Σπάει κατά βάση την ιδιοτελή εκλογική συναλλαγή, επαναφέρει την πολιτική στην ουσία της και αυστηροποιεί την κρίση των πολιτών απέναντι στα κόμματα. Για να το πούμε με απλά λόγια το άδειο πορτοφόλι οδηγεί τον ψηφοφόρο να σκεφτεί ότι η ψήφος πια δεν είναι αστεία υπόθεση.

Η ελπίδα για ουσιαστική αλλαγή στον τόπο και απαλλαγή από τα μνημόνια σε συνδυασμό με το αίσθημα προδοσίας που αισθάνεται ο ψηφοφόρος από τον παλιό πολιτικό κόσμο φέρνει το 2015 τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες, η καταιγίδα φιλολαϊκών εξαγγελιών της νέας κυβέρνησης και η σθεναρή της στάση απέναντι στους δανειστές απογειώνουν την λαϊκή στήριξη. Όλοι αισθάνονται ότι κάτι αλλάζει προς το καλύτερο και πως επιτέλους έχουμε μια κυβέρνηση που είναι συνεπής στις προεκλογικές της δεσμεύσεις.

Η λαϊκή κινητοποίηση γιγαντώνεται μπροστά στο δημοψήφισμα και η αποδοχή της αντιμνημονιακής πολιτικής φτάνει σε ύψη ρεκόρ. Υπάρχει πια η πίστη σε μία νέου είδους σχέση μεταξύ κυβέρνησης και λαού, σ ένα νέου είδους «κοινωνικό συμβόλαιο» το οποίο έχει υπογραφεί προς όφελος των αρχομένων. Όμως η σχέση αυτή, της εμπιστοσύνης δηλαδή, θα αρχίσει να κλυδωνίζεται από την επομένη του δημοψηφίσματος, με την αποδοχή από την κυβέρνηση των προτάσεων της Κομισιόν (αυτών δηλαδή που απορρίφθηκαν από το δημοψήφισμα) και την τελική υπογραφή του καταστροφικού τρίτου μνημονίου.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ

Όπως έγραψα προηγουμένως η κρίση έχει επηρέασει σημαντικά τα κριτήρια της ψήφου και έχει αναγκάσει τους ψηφοφόρους να έχουν περισσότερες απαιτήσεις, εώς και μεταφυσικές, από τα πολιτικά κόμματα. Τώρα πια η ασυνέπεια λόγων και πράξεων μετράει. Η αδυναμία στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ έγινε ορατή όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε εναλλακτικό σχέδιο απέναντι στην άκαμπτη στάση των δανειστών. Είναι αλήθεια όμως ότι δεν υπήρχε ή απλώς αγνοήθηκε;

Από τις εκλογές του 2012 που ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται αντιπολίτευση αλλά και από πιο πριν το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά από το λαό είναι ένα : τί θα κάνετε αν η Μέρκελ πει όχι. Από τότε μέχρι σήμερα οι πολιτικές εξελίξεις, με εξαίρεση το δημοψήφισμα, είναι εκπληκτικά προβλέψιμες. Ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται κυβέρνηση, οι Ευρωπαίοι πιέζουν αφόρητα μέχρι του σημείου να επιβάλλουν capital controls, αφήνουν το χρόνο να κυλήσει υπέρ τους ( θυμίζω την προσπάθεια της κυβέρνησης να ξύσει τον πάτο του βαρελιού των ταμειακών διαθεσίμων για να πληρώνει μισθούς και συντάξεις) και τελικά σέρνουν, ως επαγγελματίες παίκτες, την κυβέρνηση σε άτακτη συνθηκολόγηση παρά το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Ας κάνουμε εδώ μια παρένθεση. Στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στα συνέδρια όσο και στις Κεντρικές Επιτροπές,η Αριστερή Πλατφόρμα από χρόνια επισήμαινε την ανάγκη για συζήτηση του εναλλακτικού σχεδίου. Αντίστοιχες θέσεις εξέφραζαν και άλλες οργανώσεις της αριστεράς εκτός ΣΥΡΙΖΑ.

Ιδιαίτερα στο συνέδριο του 2013 οι τροπολογίες που κατέθεσε η Αριστερή Πλατφόρμα απαντούσαν ακριβώς στο ζήτημα του εναλλακτικού σχεδίου. Διαγραφή χρέους, εθνικοποίηση- κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, έξοδος από την Ευρωζώνη και μετάβαση σε εθνικό νόμισμα σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητο κλπ. Ουσιαστική συζήτηση τότε όπως και μετά δεν έγινε καθώς ο βασικός στόχος δεν ήταν η ουσία των τροπολογιών αλλά η ανάγκη «να μην ανέβουν τα ποσοστά του Λαφαζάνη μέσα στο κόμμα».

Από τότε όμως η Α.Π προειδοποιούσε πως η ενδεχόμενη διαπραγμάτευση με τους μηχανισμούς της Ε.Ε σύντομα θα φτάσει στο δίλημμα «ρήξη ή υποταγή». Ακόμη και για το σταμάτημα της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών από την Ε.Κ.Τ είχαν γίνει προειδοποιήσεις. («Το ζήτημα της Ευρώπης για το ΣΥΡΙΖΑ μετά το συνέδριο», Ισκρα, 18 Ιουλίου 2013).

Παρότι λοιπόν η συζήτηση για το εναλλακτικό σχέδιο είτε αγνοήθηκε είτε έγινε με πολεμικούς όρους η Α.Π ακολούθησε, ως όφειλε, το αντιμνημονιακό πρόγραμμα του κόμματος με βάση το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», έδωσε με τον όλο ΣΥΡΙΖΑ τη νικηφόρα μάχη των εκλογών και στήριξε την κυβέρνηση χωρίς διαφοροποιήσεις μέχρι την ολική στροφή του Μαξίμου την επομένη του Δημοψηφίσματος.

Θεώρησα σημαντικό να κάνω αυτού του είδους την αναφορά στα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ για να επανέλθω σε κάτι πιο εξωστρεφές σε σχέση με τα κριτήρια της ψήφου. Η στάση της Α.Π, αν μη τι άλλο αποδεικνύεται ότι μέσα στον ορυμαγδό της πυκνής πολιτικής συγκυρίας του τελευτάιου διαστήματος παρέμεινε υποδειγματικά συνεπής. Επομένως, καθώς ζούμε στην εποχή της εφαρμοσμένης πολιτικής όπου όλοι κρίνονται από την πολιτική τους συνέπεια, ο ψηφοφόρος που ανήκει στις πληττόμενες κοινωνικές τάξεις, οφείλει να λάβει κάτι τέτοιο υπόψην του. Και μάλιστα η συνέπεια λόγων και πράξεων της Α.Π αποκτάει μεγαλύτερη ηθική και πολιτική βαρύτητα καθώς συνέβη όταν τα μέλη της ήταν βουλευτές και υπουργοί μιας έν ενέργεια κυβέρνησης και όχι ενός κόμματος του 5,8%, όπως του ΚΚΕ

Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Αν η συνέπεια στην πολιτική είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την επιλογή ενός κόμματος η ηθική είναι το δεύτερο. Εδώ θέλω να είμαι πόλύ προσεκτικός για να μην υπάρχει καμία παρερμηνεία. Επ ουδενί δεν υπονοώ ότι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισαν ΟΧΙ είναι ηθικοί και εκέινοι που ψήφισαν ΝΑΙ είναι ανήθικοι. Κάτι τέτοιο θα ήταν χυδαίο από όποιον το επιχειρούσε. Οι επιλογές του καθενός και της καθεμίας είναι πολιτικές και ως τέτοιες πρέπει να κρίνονται. Η ηθική στάση των βουλευτών της Α.Π και νυν Λαϊκής Ενότητας δεν τίθεται αντιπαραθετικά με κανενός άλλου. Είναι μια ηθική στάση μέσα στα πλαίσια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών.

Στην καθημερινή ζωή και ιδιαίτερα από την περίοδο της κρίσης και έπειτα στις κουβέντες του κοσμου δίνει και παίρνει η φράση «αφού διαφωνεί ο τάδε υπουργός ή βουλευτής με την κυβέρνηση γιατί δε φεύγει;».

Και πράγματι αυτό ειναι ένα έυλογο ερώτημα. Πώς μπορείς να μένεις σε μια κυβέρνηση όταν διαφωνείς με το σκληρό πηρύνα του πολιτικού της σχεδίου; Δεν είναι αντιφατικό να θεωρείς ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτιώσεων του τρέχοντος οικονομικού προγράμματος με το «κουαρτέτο» και πάρ όλα αυτά να κάθεσαι στην καρέκλα της εξουσίας και να το υλοποιείς; Και επιπλέον δεν είναι ακόμη πιο ηθικό να εντάσεσσαι σ έναν καινούργιο πολιτικό φορέα όταν ξέρεις ότι σε λίγες μέρες που θα γίνουν οι εκλογές είναι πόλυ πιθανό να μην επανεκλεγείς στην περιφέρεια σου; Θεωρώ λοιπόν ότι και το δεύτερο κριτήριο της ηθικής στην πολιτική καλύπτεται από τη στάση των βουλευτών της Λαϊκής Ενότητας. Με συγκεκριμένες πράξεις. Ως προς τον αν η Α.Π έριξε την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα και ανεξάρτητα από το συγκινησιακό φορτίο που κουβαλάει η καθεμιά κι ο καθένας μέσα μας θα πρότεινα να σκεφτούμε καλύτερα κατά πόσο η κυβέρνηςη ήταν αυτή που απομακρύνθηκε πρώτα και μάλιστα με κρότο από την «αξία και τις αξίες της αριστερας» και του ΣΥΡΙΖΑ.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Το επόμενο και εξίσου σημαντικό κριτήριο της ψήφου ασφαλώς καθορίζεται από το πολιτικό πρόγραμμα και τον ταξικό προσανατολισμό του κάθε πολιτικού φορέα. Δεδομένου ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει η αναλυτική παρουσίαση του πολιτικού και οικονομικού προγράμματος της Λαϊκής Ενότητας θα περιοριστώ σε κάποιες γενικότερες αναφορές.

Είναι σαφές από την μέχρι τώρα πορεία των δυνάμεων που θα συναποτελέσουν το νέο εγχείρημα ότι η πρώτη προϋπόθεση που θα ανοίξει το δρόμο για μια ελπιδοφόρο προοπτική είναι η ακύρωση των μνημονίων και το σταμάτημα της λιτότητας. Ένας τέτοιος δρόμος ασφαλώς περνάει μέσα από την πολιτική σύγκρουση με τις κοινωνικο-πολιτικές ελίτ σε Ελλάδα και Ευρώπη όπως και με τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιβάλλουν τα παλιά και τα νέα μνημόνια.

  Στην κατεύθυνση αυτή,είναι απαραίτητα για τη χώρα και τον ελληνικό λαό η διαγραφή του χρέους και η ανάκτηση της δημοσιονομικής αυτονομίας με όχημα την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Σε αυτό το πλαίσιο, εφόσον επιλεγεί ως δημοσιονομικό εργαλείο, η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα θα γίνει με οργανωμένο πολιτικό και επιστημονικό σχέδιο με την πλήρη ενημέρωση και στήριξη του ελληνικός λαού.Βέβαια εδώ τα πράγμα είναι αρκετά πιο υποκειμενικά καθώς οι πολιτικές θέσεις δεν αποτελούν κάποια αντικειμενική σταθερά. Η υλοποίηση τους όμως ή όχι αποτελεί. Θα έλεγα ότι προκαλεί διάχυτο εκνευρισμό η τακτική πολλών νεόκοπων εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθούν το παράδειγμα εκείνων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την ευθύνη των μνημονίων με σχόλια τύπου «ότι έγινε έγινε να πάμε τώρα παρακάτω».

Τέλος, επειδή η Λαϊκή Ενότητα δεν φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο ενός μεταμοντέρνου catch all party (πολυσυλλεκτικού κόμματος) με την έννοια ότι δεν χωράνε στις γραμμές τις εργάτες και εφοπλιστές, μεγαλοτραπεζίτες και άνεργοι, ένας ταξικός χυλός δηλαδή, επειδή δεν αγωνίζεται για κανένα ταξικό συμβιβασμό και καμιά κοινωνική συναίνεση είναι σαφές ότι απευθύνεται στα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται βάναυσα απ την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Προσπάθησα να σκιαγραφήσω συνοπτικά τρία από τα βασικά κριτήρια που μπορούν να οδηγήσουν τον ψηφοφόρο των κοινωνικών τάξεων που υποφέρουν από τις μνημονιακές πολιτικές να επιλέξει στην κάλπη τη Λαϊκή Ενότητα. Προφανώς και υπάρχουν πολλά περισσότερα.Συνειδητά αφήνω απ έξω όσα σχετίζονται με την πολιτική επικοινωνία κυρίως γιατί δεν με αφορούν.Σίγουρα ωστόσο, και αυτό ας είναι ξεκάθαρο απ την αρχή, ο μόνος λόγος που δεν αξίζει να επιλέξει κάποιος ή κάποια να ψηφίσει τη Λαϊκή Ενότητα είναι οι πελατειακές σχέσεις. Αυτή η κοινωνία θα αλλάξει προς το καλύτερο μόνο αν αλλάξει συλλογικά.

Το 62% του περήφανου ΟΧΙ στο δημοψήφισμα μπορεί και πρέπει να αποτυπωθεί στην κάλπη για να αλλάξουν οι συσχετισμοί προς όφελος των πολλών, για να εγκαινιάσουμε ένα νέο πλαίσιο πολιτικής με το λαό κυρίαρχο και ενωμένο μακριά από λογικές ατομικού μικροβολέματος.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Λαϊκή Ενότητα έρχεται για να μείνει και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό της χώρας όχι ως κόμμα διαμαρτυρίας αλλά ως βαθιά πολιτική αναγκαιότητα. Η σχέση της με το μέλλον του ελληνικού λαού δεν εξαντλείται στην επερχόμενη εκλογική διαδικασία αλλά συγκροτείται στη βάση των τωρινών και μελλοντικών του διεκδικήσεων.Οι επόμενες εκλογές είναι η πρώτη σοβαρή δοκιμασία.