Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Πανηγυρίζει και θριαμβολογεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι τάχα με το νόμο για τα κανάλια «βάζει τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο» και πολεμάει τους «ολιγάρχες».
Επειδή με ένα γκεμπελικής, παπαδοπουλικής έμπνευσης νομοθέτημα επιβάλλει την… διαφάνεια!
Και...
Επειδή με ένα γκεμπελικής, παπαδοπουλικής έμπνευσης νομοθέτημα επιβάλλει την… διαφάνεια!
Και...
ήταν τόση η χαρά τους, που δεν μπορούσαν να την κρύψουν.
Ο ένας μετά τον άλλον οι υπουργοί, από το βήμα της Βουλής, αποκάλυψαν τις πραγματικές τους προθέσεις.
Προκειμένου να στηρίξουν το εξάμβλωμα, έκαναν το λάθος να αναφερθούν σε ρεπορτάζ που δεν τους άρεσαν και κανάλια που (τάχα) δεν τους στήριξαν.
Επομένως, όταν έλεγαν ότι θα βάλουν τάξη, το εννοούσαν.
Δεν εννοούσαν δηλαδή ότι θα βάλουν τάξη στις τηλεοπτικές άδειες (αυτό έτσι κι’ αλλιώς δεν θα μπορούσαν να το κάνουν), αλλά ότι θα βάλουν τάξη στην ενημέρωση.
Και με γκεμπελικό τρόπο αποφάσισαν πως είναι δυνατόν σε μια δημοκρατική χώρα ο υπουργός αρμόδιος για τον Τύπο όχι μόνο να γίνεται «καναλάρχης», αλλά και να κρατά στα χέρια του τις άδειες, να ορίζει τον αριθμό τους, να ορίζει το τίμημα.
Φυσικά, ο σκοπός είναι άλλος.
Μετά την (αναγκαστική) κωλοτούμπα και την επιβολή του τρίτου μνημονίου, έπρεπε να προσφέρουν ένα προπαγανδιστικό αντίβαρο.
Να προσφέρουν θέαμα, να αποπροσανατολίσουν τον λαό, να απαιτήσουν από τον κόσμο να υπομείνει αδιαμαρτύρητα όλα τα δεινά που επέφεραν στη χώρα, επειδή τάχα αυτοί αγωνίζονται για ένα ανώτερο ιδανικό, επειδή τάχα δίνουν τον αγώνα τον καλό κατά της διαπλοκής.
Πώς αλλιώς θα μπορούσαν (αυτό τουλάχιστον σκέφθηκαν) να καλύψουν τα ψέματά τους;
Έτσι, μαζί με το τρίτο μνημόνιο, ήλθαν να κάνουν πράξη το γνωστό γκεμπελικό αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο «ο λαός πιστεύει ευκολότερα ένα μεγάλο ψέμα από ένα μικρό ψέμα».
Έτσι γίνεται πάντα με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα: Ανακαλύπτουν έναν φανταστικό εχθρό και τον σερβίρουν στον λαό, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως ενσάρκωση του «Καλού» που αντιπαρατίθεται με το «Κακό». Κατασκευάζουν «εχθρούς του λαού», ενώ οι ίδιοι, είναι οι πραγματικοί εχθροί του λαού.
Από τις προγραμματικές του Φεβρουαρίου μιλούσαν για ένα νομοσχέδιο που δήθεν θα «βάλει τάξη» στις ραδιοτηλεοπτικές άδειες. Έκτοτε, το επαναλάμβαναν ξανά και ξανά, με κάθε ευκαιρία, αλλά δεν το έφερναν. Το έδωσαν στη διαβούλευση στις 22 Ιουλίου, όταν πια είχαν πάρει τις αποφάσεις τους για πρόωρες εκλογές. Προφανώς για να συνεχίσουν να κρατούν ομήρους ενόψει της νέας εκλογικής αναμέτρησης αυτούς που δήθεν θέλουν να πολεμήσουν.
Και τι ρυθμίζει το νομοσχέδιό τους; Απολύτως τίποτε. Δημοπρατούν άδειες ήδη δημοπρατημένες, καταργούν διεθνείς διαγωνισμούς, αδειοδοτούν αυτά που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί, καταργούν ανεξάρτητες αρχές, επειδή θέλουν να ελέγχουν τους πάντες και τα πάντα και να χρησιμοποιούν τους πάντες και τα πάντα για να επιτύχουν τον προπαγανδιστικό σκοπό τους.
Και εδώ βρίσκεται το κατά Γκέμπελς «μεγάλο ψέμα»! Με το νομοσχέδιό τους πήγαν πίσω, πριν από το 2011, τότε που το σήμα ήταν αναλογικό. Και επιχειρούν να ρυθμίσουν κάτι που δεν υπάρχει, καθώς έχουμε περάσει στην ψηφιακή εποχή, δεν υπάρχει πεπερασμένος αριθμός αδειών, όποιος πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου μπορεί να αποκτήσει μια άδεια.
Καθόλου τυχαία. Γνωρίζουν ότι πράγματι από το 1989 ως το 2011 υπήρχε ένα καθεστώς αδιαφάνειας και διαπλοκής και ότι αυτό έχει εντυπωθεί στη συλλογική μνήμη.
Ποιος όμως γνωρίζει τι έγινε μετά το 2011; Ποιος γνωρίζει ότι με την υποχρεωτική έναρξη της ψηφιακής εποχής έχουν ακολουθηθεί όλες οι διαδικασίες με βάση τους νόμους και τις ευρωπαϊκές οδηγίες; Ποιος γνωρίζει ότι πλέον υπάρχουν πάροχοι δικτύου και πάροχοι περιεχομένου; Ποιος γνωρίζει ότι από το 2012 ως το 2014 έχουν επιστραφεί οι συχνότητες και αυτές έχουν περάσει στους παρόχους δικτύου; Ποιος γνωρίζει ότι η δημοπράτηση έχει ήδη γίνει με διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό από τον Φεβρουάριο του 2014.
Κανείς! Όλοι θυμούνται την εποχή της αναρχίας. Και γι’ αυτό μπορούν να λέτε το μεγάλο ψέμα σας.
Και γιατί το κάνουν αυτό; Γιατί καταφεύγουν σε μια εικονική πραγματικότητα; Γιατί λένε ένα τόσο μεγάλο ψέμα, υποστηρίζοντας ότι θα δώσουν κάτι που δεν έχουν; Γιατί διακινδύνεψαν να παραβιάσουν το κοινοτικό δίκαιο και τους κανόνες του ανταγωνισμού, με κίνδυνο και να πάρουν πίσω το νομοθέτημά τους και να επιβληθούν πρόστιμα στην Ελλάδα;
Πρώτον, επειδή θέλουν να περιορίσετε – κατά τον πλέον αντισυνταγματικό τρόπο – το δικαίωμα στην ενημέρωση και στον πλουραλισμό. Να περιορίσουν την ελευθερία του Τύπου. Θέλουν να κάνουν λογοκρισία στην πηγή και ενημέρωση στις ρίζες. Να ελέγχουν την ροή των πληροφοριών, την ποσότητα και την ποιότητά τους, να ενορχηστρώνουν την επιλεκτική και την εναλλακτική ενημέρωση, να επιδίδονται σε παραπληροφόρηση και αποπληροφόρηση, να έχουν την ευκαιρία να κάνουν την προπαγάνδα τους με όλα τα μέσα και όλες τις τεχνικές, διοχετεύοντας μισές αλήθειες και χονδροειδή ψέματα.
Θέλετε να κρατάει ο υπουργός Τύπου τις (ανύπαρκτες) άδειες και να τις μοιράζει κατά το δοκούν, αποφασίζοντας ο ίδιος πόσες θα είναι και εκβιάζοντας με αυτές. Διότι αφού ο αριθμός τους, λόγω ψηφιακού φάσματος, είναι απεριόριστος, πάντα θα μπορεί να δημοπρατεί άλλη μία και άλλη μία, ανάλογα με τον αριθμό των εκλεκτών επιχειρηματιών που θέλει να εξυπηρετήσει – επί ανταλλάγματι φυσικά.
Και για ποιο λόγο απαγορεύουν σε έναν οποιονδήποτε πολίτη να δραστηριοποιηθεί σ’ αυτόν τον τομέα; Ενώ ακριβώς γι’ αυτό φτιάχτηκε το ψηφιακό σήμα; Γιατί απαγορεύεται μια ομάδα πολιτών, μια ομάδα δημοσιογράφων να φτιάξουν το δικό τους κανάλι, αν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου; Γι’ αυτό φτιάχτηκε το ψηφιακό φάσμα. Για περισσότερο πλουραλισμό.
Στην πραγματικότητα, φτιάχνουν την δική σας μιντιακή ολιγαρχία. Υποστηρίζουν ότι χτυπούν την διαπλοκή, την ίδια ώρα που γίνονται οι τροχονόμοι της διαπλοκής.
Και γιατί το κάνουν τώρα, βεβιασμένα, με σπουδή, την ώρα που έχει έλθει η ώρα της εφαρμογής του μνημονίου τους;
Μα ακριβώς γι’ αυτό! Επειδή πιστεύουν ότι θα κοροϊδέψουν τον λαό, επειδή πιστεύουν ότι ο λαός θα πληρώσει ευχαρίστως τις συνέπειες της καταστροφικής τους πολιτικής, ανακουφισμένος από έναν δήθεν «πόλεμο» κατά της διαπλοκής που έχουν κηρύξει.
Προφανώς φαντάστηκαν ότι θα πουν του λαού «εντάξει, δεν δώσαμε το αφορολόγητο που υποσχεθήκαμε, δεν καταργήσαμε τον ΕΝΦΙΑ, δεν αποφύγαμε την αύξηση του ΦΠΑ, δεν δώσαμε κατώτατο μισθό 751 ευρώ, δεν θα δώσουμε την 13η σύνταξη τον Δεκέμβριο, θα εξαφανίσουμε τις επικουρικές συντάξεις, βάλαμε ΦΠΑ στην εκπαίδευση, θα πληρώνετε φόρους ακόμη και για να αναπνέετε, αλλά μην ανησυχείτε, πολεμάμε τη διαπλοκή, χτυπάμε τους κακούς, που σας ρουφάνε το αίμα» – ενώ στην πραγματικότητα αυτοί με την ανικανότητα και την ιδιοτέλειά τους ρουφάνε το αίμα του λαού.
Σκέφθηκαν ότι μπορούν να πουν στον κόσμο: «Αυξήσαμε τα εισιτήρια στις συγκοινωνίες, αυξήσαμε τον ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, αλλά εσείς… φάτε καναλάρχες»!
Ότι θα πουν στους αγρότες; «Σας φορολογούμε τις επιδοτήσεις από το πρώτο ευρώ, ανεβάσαμε ΦΠΑ και φόρους, σας βάλαμε προκαταβολή φόρου 100%, τριπλασιάσαμε τις εισφορές στον ΟΓΑ, διατηρήσαμε τον ΕΝΦΙΑ σε αγροτεμάχια και αποθήκες, αλλά κάντε υπομονή γιατί εμείς τώρα δεν προλαβαίνουμε να ασχοληθούμε μαζί σας, πολεμάμε τους διαπλεκόμενους».
Και μετά θα κάνουν παιχνίδι με τις άδειες, λέγοντας στον λαό ότι είναι κήρυκες της αντιδιαπλοκής!
Σε ποια δυτική δημοκρατική χώρα, ο αρμόδιος για τον Τύπο υπουργός κρατά στο συρτάρι του τηλεοπτικές άδειες και διαπλέκεται μοιράζοντάς τες;
Στην εποχή μας η ενημέρωση δεν ελέγχεται. Όσο κι’ αν κανείς θελήσει να κλείσει τη στρόφιγγά της, πάντα θα μαθαίνει ο κόσμος την αλήθεια.
Μόνο ο Τσάβες που υποχρέωνε τα ιδιωτικά κανάλια να μεταδίδουν τις ομιλίες του και όταν ένα μετέδωσε μόνο αποσπάσματα το έκλεισε.
Η τελευταία φορά που σε δυτική χώρα έγινε απόπειρα ελέγχου των μέσων ενημέρωσης ήταν στη Βρετανία, επί Μπλαιρ, όταν ο αρχιπροπαγανδιστής του και αρχιπροπαγανδιστής του πολέμου στο Ιράκ τα έβαλε με το Μπι-Μπι-Σι, όταν αυτό αποκάλυψε τα ψέματά τους.
Ζήλωσαν την δόξα του Τσάβες, αλλά εδώ δεν είναι Βενεζουέλα.
Ζήλωσαν τη δόξα του Κάμπελ, αλλά το τέλος του υπήρξε άδοξο.
Όπως ο Γκέμπελς, που αναζητούσε «νόμο κατά του συνειδητού ψεύδους», όπως η χούντα του Παπαδόπουλου και του προπαγανδιστή της Γεωργαλά, που επέβαλε προληπτική λογοκρισία και απόλυτη καταστολή στην ενημέρωση, όπως όλοι οι σύγχρονοι προπαγανδιστές, που έλεγαν και λένε στον λαό πάντα ένα «μεγάλο ψέμα».
Όλοι τους διαλέγουν ένα παραμύθι.
Ένα παραμύθι χωρίς δράκο.
Γιατί δράκοι είναι αυτοί που το εξιστορούν…