Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Νίκος Τολούδης "Αν δεν έχεις την τρέλα και είσαι καλό παιδί, δεν μπορείς να παίξεις τερματοφύλακας"


Αποκλειστική συνέντευξη στον Νίκο Κολίτση και στο Metrosport.gr του Νίκου Τολούδη

Νίκος Τολούδης, παλαίμαχος τερματοφύλακας Άρη Θεσσαλονίκης, πρώην τερματοφύλακας, μεταξύ άλλων, Άρη Θεσ/νίκης, Καμπανιακού, Πανσερραικού

Είμαι 61 χρονών και δεν προπονούμαι. Ερχόμαστε με τους παλαίμαχους να παίξουμε για καλό σκοπό. Με πολλούς από τους παίκτες του Πιερικού συνυπήρξαμε στις... 

μικρές εθνικές ομάδες, ερασιτεχνών, ελπίδων, νέων. Είναι η εμπειρία και το γεγονός ότι βλέπουμε το παιχνίδι που μετράει. Αν και ο γιος μου είναι τερματοφύλακας, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δυστυχώς δεν υπάρχουν τερματοφύλακες. Ένας μόνο του Ολυμπιακού υπάρχει και από εκεί και πέρα το χάος στην κυριολεξία. Στη εποχή μου δεν ήξερες από ποιον να ξεκινήσεις και σε ποιον να σταματήσεις.

Τα αίτια είναι ότι δεν υπάρχει η αγάπη. Οι περισσότεροι παίζουν μόνο για να τα οικονομήσουν σε γρήγορο χρονικό διάστημα και δε δουλεύουν όσο πρέπει. Εμείς μπαίναμε στο γήπεδο το μεσημέρι και φεύγαμε το βράδυ. Ο κάθε γονιός θέλει να πάει το παιδί του σε μία ακαδημία να παίξει, όχι να γυμναστεί και να βλέπει. Για μένα η μεγαλύτερη εμπειρία μου ήταν ο πάγκος. Κανένας γονιός δε θέλει ν' αφήσει το παιδί του στον πάγκο. Το ίδιο συμβαίνει και στις επαγγελματικές ομάδες. Όταν το παιδί μάθει αυτό από μικρή ηλικία, το ίδιο πράγμα θα κάνει και όταν μεγαλώσει.

Το χάρισμα για έναν τερματοφύλακα δε φτάνει. Και στον Άρη ήρθε ένας τερματοφύλακας αναπληρωματικός από την Καλλονή που δεν έχει πολλές συμμετοχές. Η Γ' κατηγορία για τον Άρη είναι περίπατος, αλλά το θέμα είναι τι θα συναντήσουμε του χρόνου.

Ο Άρης είχε, έχει και θα εξακολουθήσει να έχει παραγωγή, γιατί είναι γωνιακό μαγαζί. Έχουν περάσει πολλοί καλοί τερματοφύλακες που δεν υπήρχαν στις άλλες ομάδες, όχι μόνο της Θεσσαλονίκης αλλά και της Ελλάδας. Ο Άρης είναι η σχολή των τερματοφυλάκων.

Άλλα τα χρόνια τα δικά μας, άλλα τα σημερινά. Ήξερε ο προπονητής τι μπορούσε να δώσει κάθε παίκτης. Το ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια έχει γίνει επιστήμη και όλα καθορίζονται από τα κομπιούτερ. Μπορεί, αν ήμουν σήμερα, να μην έπαιζα και πουθενά ή να ήμουν, όπως ήμουν τότε, αναπληρωματικός στον Άρη. Το κακό για μένα ήταν, όταν πήγα στον Καμπανιακό και βγήκα ο καλύτερος τερματοφύλακας Β' εθνικής και επέστρεψα στον Άρη πιστεύοντας ότι θα παίξω, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα, γιατί υπήρχαν και άλλοι πολλοί καλοί τερμαφύλακες, όπως ο Παπαφλωράτος και ο Γάκης.

Αν επέστρεφα χρονικά στο παρελθόν θα προσέθετα λίγη περισσότερη δουλειά για τον εαυτό μου ποδοσφαιρικά.

Ασυζητητί δε θα άλλαζα τη γενιά μου ποδοσφαιρικά με τη σημερινή. Ας σκεφτούμε έναν έναν τους ποδοσφαιριστές του τότε και του σήμερα. Παπαϊωάννου, Καλαμπάκας, Κωστίκος, Λιάπης, από τον Πιερικό, για παράδειγμα, που μεγαλούργησαν και σε άλλες ομάδες μετά.

Στον Άρη είμαστε η τελευταία φουρνιά, όλοι πάνω από 60 χρονών και δεν υπάρχει από πίσω τίποτα. Εδώ και τρία τέσσερα παιχνίδια έρχεται και μας βοηθάει ο Κολτσίδας.

Για να γίνεις τερματοφύλακας πρέπει να είσαι τρελός. Κανένας δε βάζει το κεφάλι του στη φωτιά, κανένας δε θα βγει μέσα σε δέκα άτομα να πέσει στα πόδια των άλλων.

Βλέπω για παράδειγμα γκολ που δέχονται τερματοφύλακες σήμερα από κλειστή γωνία και λέω ότι εγώ και στην ηλικία που είμαι σήμερα δε θα τα δεχόμουν.

Μία Γερμανία έχει έναν τερματοφύλακα, μία Αγγλία έχει δύο τερματοφύλακες, μία Ισπανία έχει έναν τερματοφύλακα και συζητάνε ακόμα για τον Καστίγιας και παρότι ποδοσφαιρομάνα φέρνει τερματοφύλακες από το Περού και τη Βολιβία

Οι μεγάλοι τερματοφύλακες κατηγορηματικά δε γίνονται μεγάλοι προπονητές. Βλέπουν καλύτερα το παιχνίδι και αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να βοηθήσουν τα νέα παιδιά να μπορέσουν να αφομοιώσουν νέα πράγματα. Η κατάσταση φθίνει και πάει από το κακό στο χειρότερο.

Ο ένας μου γιος είναι τερματοφύλακας. Όχι μόνο δεν τον ενίσχυσα, αλλά και τον απέτρεψα από το να γίνει τερματοφύλακας. Πιο καλός θα ήταν ο άλλος μου γιος, ο μεγαλύτερος, αλλά ήταν καλό παιδί. Αν δεν έχεις την τρέλα και είσαι καλό παιδί, δεν μπορείς να παίξεις τερματοφύλακας. Ο μικρός με πρόλαβε να παίζω -σταμάτησα σε ηλικία 44 χρονών στην Κασσάνδρα- και από τερματοφύλακας στην ομάδα handball του Άρη, πήγε στην ποδοσφαιρική ομάδα του Άρη, όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια.

Του το έχω δηλώσει: «Αγόρι μου, είσαι μέχρι Β' εθνική αναπληρωματικός και να παίζεις κάπου κάπου», όπως ήταν και εδώ στον Εθνικό Κατερίνης που ερχόμουν και τον έβλεπα και στα παιχνίδια που είχε παίξει τότε ήταν πολύ καλός για την κατηγορία της τότε Γ' εθνικής.

Το να χαθείς για άλλους λόγους είναι θέμα δικό σου, το τι πιάνουν τα γάντια σου. Όλα κρίνονται από την απόδοσή σου μέσα στο γήπεδο. Δε γίνεται να μην κάνεις λάθος ως τερματοφύλακας, αλλά πρέπει να λιγοστέψεις τα λάθη σου. Αν σε βρει ο αντίπαλος σε κακή μέρα, θα σε βομβαρδίσει και θα είσαι το εξιλαστήριο θύμα.

Όταν έπαιζα ο καλύτερος τερματοφύλακας ήταν ο Χρηστίδης από την ομάδα μου και ο Κελεσίδης από αντίπαλες ομάδες μαζί με τον Σαργκάνη, όταν πρωτοξεκίνησε από την Καστοριά και τον Πουπάκη. Όλες οι ομάδες εκείνα τα χρόνια πάντως είχαν πολύ καλούς τερματοφύλακες και οι επιλογές των προπονητών ήταν δύσκολες. Ποιον ν' αφήσεις έξω από το δίδυμο Χρηστίδη-Οικονομόπουλου, για παράδειγμα; Ο Κωνσταντίνου, που χωρίς σωματότυπο ήταν ένας εκ των κορυφαίων και αν ήταν σήμερα δε θα έπαιζε ποδόσφαιρο;

Στον Άρη πηγαίνω σε ορισμένα παιχνίδια και τον παρακολουθώ. Έκανα τον προπονητή για πέντε χρόνια, αλλά περισσότερο μου αρέσει να παίζω και να κάνω τον προπονητή. Όταν σταμάτησα να παίζω, σταμάτησα να κάνω και τον προπονητή και κάποια στιγμή ασχολήθηκα με άλλα πράγματα, όπως το βόλεϊ.

Στην Ισπανία που είχαμε πάει ένα ταξίδι με τους βετεράνους στη Βαρκελώνη, όλοι οι νέοι παίκτες αγωνίζονται σε ξερά γήπεδα και για μένα το ξερό γήπεδο είναι η επένδυση για ένα παιδί να μάθει μπάλα και όχι φυσικά το πλαστικό γήπεδο που είναι η καταστροφή του ποδοσφαίρου.

Μεγαλύτερη στιγμή που θυμάμαι ήταν το 1971, όταν παίζαμε με τον Άρη, με τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη και ο προπονητής μου τότε, ο Τσίριτς, μου είπε «Παίζεις» το πρωί της ίδιας μέρας του αγώνα. Οι συμπαίκτες μου με πείραζαν και εγώ τους έλεγα «Τι έγινε, ρε παιδιά; Όλοι όσοι έρχονται στο Καραϊσκάκη τρώνε τέσσερα γκολ, εγώ το πολύ να φάω πέντε». Κερδίσαμε 2-1, ήμουν πολύ καλός και δε θα το ξεχάσω ποτέ, αν και ήταν η χρονιά που έφυγα από τον Άρη.

Τα πιο θετικά στοιχεία τα πήρα από έναν προπονητή που δε με «πήγαινε», το Γερμανό Ρούντ, που δίδασκε πρώτα να είσαι άνθρωπος και είχε τη γερμανική φιλοσοφία και αυτόν που με έφερε στον Άρη, τον Μακ Γκίνες. Δε θα ξεχάσω φυσικά να αναφέρω τον Παπαφώτη που επένδυσε σε μένα και με έφερε με υποσχετική για ένα χρόνο στον Καμπανιακό, όπου βγήκα καλύτερος τερματοφύλακας της χρονιάς και επέστρεψα στον Άρη με επιλογή καρδιάς.

Αναπολώ τα χρόνια που πέρασα στην οικογένεια του Άρη και τον ευχαριστώ από τη καρδιά μου για αυτό που μ' έκανε σήμερα.
http://www.metrosport.gr/article/den-mporis-na-pexis-termatofilakas-an