Η ώρα έδειχνε ένα λεπτό πριν από τις πέντε το απόγευμα και το ημερολόγιο 29 Μαρτίου του 1896 (10 Απριλίου με το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο), όταν ο δρομέας Σπύρος Λούης μπήκε στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο τερματίζοντας πρώτος, στον πρώτο Μαραθώνιο που πραγματοποιήθηκε, στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες που ...
έλαβαν χώρα, υπό τις επευφημίες του πλήθους.
Ανάμεσα στις δεκάδες χιλιάδες των θεατών που αποθέωσαν τον τερματισμό του Λούη, ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος, που έσπευσε να τον προϋπαντήσει και να τον γεμίσει δώρα, επιβραβεύοντας τον για το επίτευγμα του. Λίγο νωρίτερα, 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δεύτερα για την ακρίβεια (τόσος ήταν ο χρόνος του) ο Λούης είχε στηθεί στην αφετηρία μαζί με ακόμη 16 αθλητές, 12 Έλληνες και 4 αλλοδαπούς, για να συναγωνιστεί στον πρώτο Μαραθώνιο που διοργανώθηκε ποτέ.
Η ιδέα του Μαραθωνίου εκφράστηκε αρχικά από τον Γάλλο Μισέλ Μπρεάλ που εντυπωσιασμένος από το κατόρθωμα του αρχαίου Έλληνα Φειδιππίδη, θέλησε να το αναβιώσει, δημιουργώντας το άθλημα αυτό στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες που έλαβαν χώρα το 1896 στην Αθήνα.
Τέτοια ήταν η νίκη του Λούη που αμέσως μετατράπηκε σε «εθνικό ήρωα» και το όνομα του ταυτίστηκε με την ταχύτητα και την αντοχή. Εντούτοις ο Λούης πολύ πιθανόν να μην είχε γευτεί ποτέ αυτή την δόξα αν δεν ήταν για τον Συνταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο και όπως υποστηρίζουν πολλοί πια, για τα μάτια μιας γυναίκας.
Ο Λούης δεν είχε καμιά σχέση ούτε με τον αθλητισμό ούτε βέβαια με τα αγωνίσματα μεγάλων αποστάσεων. Γιος νερουλά από το Μαρούσι, ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1873 από τον Θανάση και την Καλομοίρα, σε μια φτωχική οικογένεια, στα αγροτικά τότε βόρεια προάστια και το μόνο μέλημα του ήταν πως θα βοηθούσε τον πατέρα του κουβαλώντας νερό, σε μια εποχή που δεν υπήρχε κεντρικό σύστημα ύδρευσης στην πρωτεύουσα.
Όταν ο Λούης θα καταταγεί στον στρατό για να υπηρετήσει και αυτός την θητεία του, θα εντυπωσιάσει τους ανωτέρους του με την αντοχή και την ταχύτητα του -και αυτό θα μείνει αξέχαστο σε μερικούς εξ αυτών.
Όπως στον Συνταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο που όντας ο διοργανωτής των προκαταρκτικών αγώνων για την επιλογή των τελικών διεκδικητών του μετάλλιου, θυμήθηκε τις ικανότητες του πρώην φαντάρου του και τον κάλεσε να λάβει μέρος.
Ο Λούης, αν και τελείως άσχετος με το άθλημα, δέχθηκε αμέσως να δοκιμάσει την τύχη του και τις αντοχές του, καθώς αυτό ίσως και να του έδινε το απαραίτητο κοινωνικό στάτους που του έλειπε ώστε να γίνει δεκτός ως γαμπρός από την οικογένεια της αγαπημένης του, Ελένης Κόντου.
Τελικά, και μετά την διθυραμβική αντιμετώπιση της νίκης του από την ελληνική κοινωνία, ο Λούης παντρεύεται την αγαπημένη του Ελένη, με την οποία και αποκτά τρεις γιους, τον Παναγιώτη, τον Γιώργο και τον Νίκο, αν και αρκετοί υποστηρίζουν ότι ο γάμος τους είχε προηγηθεί και μάλιστα για αυτό και ο Λούης αρνήθηκε το χέρι της κόρης του Αβέρωφ που του πρόσφερε σύμφωνα με πληροφορίες μετά την σπουδαία νίκη του.
Ο Λούης έλαβε μέρος στους δεύτερους στην σειρά προκαταρκτικούς αγώνες, τερματίζοντας πέμπτος και εξασφαλίζοντας έτσι την είσοδο του στην τελική μάχη. Αν και χωρίς κάποια ιδιαίτερη προπόνηση, ο Λούης ήταν όπως αποδείχθηκε πανέτοιμος για την αυτήν την δοκιμασία. Σε όλη του την ζωή μέχρι τότε άλλωστε περπατούσε ή έτρεχε δίπλα στον γάιδαρο του, διασχίζοντας την μεγάλη απόσταση Μαρούσι -Αθήνα (μέχρι και 4 φορές την ημέρα), προμηθεύοντας με νερό τα πλούσια σπίτια των Αθηνών.
Έτσι, αν και το φαβορί του αγώνα ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό προηγήθηκε από τα πρώτα κιόλας λεπτά της κούρσας, για να καταλάβει την πρώτη θέση με την σειρά του ο Αυστραλό Έντγουιν Φλακ -όταν ο Γάλλος δρομέας κατέρρευσε από εξάντληση στο 32χλμ- ο Λούης κατάφερε να βγάλει εκτός μάχης και τον Φλακ, ο οποίος μη αντέχοντας την μεγάλη απόσταση τα παράτησε λίγα μολις χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό.
Από τον άθλο του αυτόν, να καλύψει δηλαδή σε λιγότερες από τρεις ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων από τον Μαραθώνα ως το κέντρο της πρωτεύουσας και να χαρίσει στους Έλληνες το πρώτο τους χρυσό μετάλλιο, ο Λούης τελικά δεν κέρδισε και πολλά, εκτός ίσως από έναν γάιδαρο και ένα κάρο, τα οποία όπως λέγεται ζήτησε από τον τότε Βασιλιά Γεώργιο όταν εκείνος ρώτησε τι επιθυμεί ως δώρο από το παλάτι. «Ένα γαιδαράκο να με βοηθάει με το κουβάλημα του νερού», λένε πως αποκρίθηκε. Όλα τα υπόλοιπα δώρα λέγεται πως τα αρνήθηκε και ήταν πολλά.
Μάλιστα, ο Λούης δεν έτρεξε ποτέ ξανά, αλλά αντίθετα έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ήρεμα με την οικογένεια του, στο Μαρούσι, συνεχίζοντας να εργάζεται ως νερουλάς, αγρότης και αργότερα ως αστυνομικός και να εμφανίζεται που και που ως τιμώμενο πρόσωπο σε κάποια εκδήλωση.
Αυτή η «απόσυρση» του έδωσε νέα τροφή σε όσους υποστήριζαν ότι ο Λούης είχε κλέψει για να κατακτήσει την πρωτιά, με ορισμένους να κάνουν λόγο ότι μεγάλο μέρος της διαδρομής την κάλυψε πάνω σε ένα κάρο. Άλλοι πάλι ότι έκοψε δρόμο. Τίποτα όμως απο αυτά δεν αποδείχθηκε.
Αυτό, μαζί με την σύντομη φυλάκιση του το 1926, κατηγορούμενος για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων -για την οποία όμως αθωωήθηκε ένα χρόνο μετά, ήταν και οι μόνες σκιές σε μια λαμπρή κατά τα άλλα ζωή.
Για την ελληνική κοινωνία όμως και για τους φιλάθλους σε όλον τον κόσμο, ο μύθος του Λούη παρέμενε πάντα ισχυρός. Δεκάδες προσκλήσεις λάμβανε κάθε χρόνο για να τελέσει τα εγκαίνια ή απλά να παραβρεθεί σε κάποια αθλητική εκδήλωση, ανταποκρινόμενος θετικά σε αρκετές από αυτές.
Η πιο χαρακτηριστική ήταν το καλοκαίρι του 1936, όταν προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Φύρερ της Ναζιστικής Γερμανίας, Αδόλφο Χίτλερ, να παραβρεθεί στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου στην 1η Αυγούστου, κάτι και το οποίο έγινε.
Ο Λούης συναντήθηκε και φωτογραφήθηκε με τον Χίτλερ, προσφέροντας του ένα κλαδί ελιάς, πανάρχαιο σύμβολο της ειρήνης και τόσο απαραίτητο σε μια Ευρώπη που ήδη ένιωθε την προπολεμική ένταση από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Ο Λούης ήταν ο μόνος από την εθνική μας ομάδα που δεν σήκωσε το χέρι του στον Φυρερ κατά τον γνωστό ναζιστικό χαιρετισμό.
Ο Λούης θα πεθάνει σχεδόν πάμφτωχος στις 26 Μαρτίου του 1940, λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας, χωρίς ποτέ να διαπιστώσει ότι το συμβολικό του δώρο δεν είχε πιάσει τελικά τόπο.
Η πολιτεία τον τίμησε δίνοντας το όνομα του σε διάφορους αθλητικούς χώρους και δρόμους, με πιο χαρακτηριστικό, την περιφερειακή λεωφόρο Σπύρου Λούη που «κυκλώνει» το Ολυμπιακό Στάδιο, ενώ η φορεσιά με το σκούρο γιλέκο και την άσπρη φουστανέλα με την οποία νίκησε τον πρώτο και μοναδικό του αγώνα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.