Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

«Όπως φέρνει ο αγέρας θύμησες…»: Το νέο βιβλίο της Δέσποινας Καρτσιούνα-Παπαζαχαρία


Κυκλοφόρησε τις εκδόσεις επιστημονικών βιβλίων και περιοδικών «University Studio Press» το βιβλίο της φιλολόγου Δέσποινας Καρτσιούνα-Παπαζαχαρία «Όπως φέρνει ο αγέρας θύμησες…», 24 κεφαλαίων και 170 σελίδων.

Το... 

βιβλίο χωρίζεται σε δύο θεματικές ενότητες. Αναμνήσεις από «όσα της διηγήθηκαν» και «όσα θα διηγείται» η ίδια.

Το blog «ΛΕΥΤΕΡΙΑ» παρουσιάζει τα περιεχόμενα του βιβλίου, από τα οποία δημοσιεύει τμήματα του κεφαλαίου με τίτλο «Τα σπίτια μας έχουν ψυχή».

Πιο αναλυτικά:

 «Όσα μου διηγήθηκαν»
  • Ο θείος μας Δημήτριος
  • Το καράβι της προσφυγιάς
  • Παύλος Μελάς
  • Ο Γάμος
  • Τα ιερά κειμήλια
  • Τώρα και οι γυναίκες ψηφίζουν 
  • Ο βομβαρδισμός
  • Τα σέβη μας κύριε Αλέξανδρε
  • Ο αρραβωνιαστικός
  • Λαϊκής σοφίας εγκώμιο
  • Η εικόνα και η πραγματικότητα
  • Η καλή ροδιά
  • Το παραμύθι της θείας Βασιλικής
  • Στην κόψη του ξυραφιού

«Όσα θα διηγούμαι»:
  • Τα σίχνα
  • Το περάτι και το καράβι
  • Τα σπίτια μας έχουν ψυχή
  • Εδώ το αγνό, καλό παγωτό
  • Μια ζεστή αγκαλιά
  • Από χωρίου εις χωρίον
  • Στο Λυκόφως
  • Από τη Δίκτη ως τον Όλυμπο
  • Τα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν
  • Δύο Κύπριοι φίλοι
  


«Τα σπίτια μας έχουν ψυχή»

… Ανηφορίζω απ’ το παζάρι, ακολουθώ το δρόμο που οδηγεί στο πρώτο Δημοτικό σχολείο. Η πρώτη μου στάση μπροστά στο σκολειό μας. Το καμαρώνω και θαρρώ πως επικοινωνώ μαζί του. Μου θυμίζει πολλά. Τα θαλασσινά του παράθυρα αγναντεύουν και ανοίγουν και σήμερα ορίζοντες, όπως και στα δικά μας παιδικά χρόνια και στα χρόνια των παιδιών μας, Προχωρώ μερικά βήματα, ο πλάτανος στέκεται στ’ αριστερά μου, αγέρωχος και προστατευτικός. Τόσα χρόνια προσπαθούσε να το φτάσει το σκολειό και τώρα το έχει ξεπεράσει. Πόσα είδαν μαζί, πόσο αγαπημένοι φίλοι είναι! Σκέφτομαι. Τα μεγάλα παράθυρα, μάτια του, βλέπουν τον Όλυμπο από την επάνω πλευρά και το καμπαναριό του Αη Δημήτρη. Είναι ένα ανοιχτόκαρδο κτίριο με πολλά ανοίγματα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, που γεμίζει φως και έχει φωνή και ψυχή. Να … ακούω παιδικές φωνές, είναι το διάλειμμα, πολλές φωνές, έκφραση της ψυχής του. Ας λένε πως τα κτίρια και τα σπίτια είναι άψυχα….
            … Το καμπανί, κρεμασμένο κι αυτό στα πέτρινα αγκωνάρια κάτω από την κεραμοσκεπή, προσκαλούσε για χρόνια τους μαθητές για τα μαθήματα. Το χτυπούσε η επιστάτρια και ακούγονταν μέχρι τις άκρες του χωριού, μέχρι το Δεσπότη και το Χροστάσι και ως την Αγιά Παρασκευή. Τα παιδιά με τις τσάντες στα χέρια τρέχοντας, σωστό μελίσσι, έσπρωχναν τη βαριά σιδερένια πόρτα της αυλής και το γέμιζαν ζωή. Υπήρχε και υπάρχει μια σχέση δούναι και λαβείν με το σκολειό. Καταφύγιό μας, μας έμαθε και μεις μάθαμε και ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια κοντά του. Θυμάμαι και τις χαρές και τις δυσκολίες που αντιμετώπισα. Όλα μένουν χαραγμένα στη μνήμη μου γιατί συνοδεύονται από συναισθήματα ζεστά, τα συναισθήματα των παιδικών χρόνων…
            … Στο νου μου έρχονται τόσες εικόνες και πρόσωπα και γεγονότα. Στη μνήμη μου κρατώ τους δασκάλους μας ως μέρος της ψυχής μου∙ τον Δημήτριο Τσιρέλα, το Νίκο Φαργκάνη, την Ελευθερία Παπαδημητρίου, το Χάρη Παπαδημητρίου, την Ευτυχία Νικοδέλη, την Κλαυδία Φωτιάδου, την Άννα την κρητικιά, τον Στεφανή, την Ελένη Καλλιανού, το κύριο Νίκο Σαγιά και την κυρία Λουίζα Μπαλάτου…
…Πρέπει να ήμουν στην Ε’ δημοτικού, ο δάσκαλός μας Νίκος Φαργκάνης μια μέρα με κάλεσε στο γραφείο. Η αγωνία μου μεγάλη. Άνοιξα δειλά – δειλά την πόρτα, αφού πρώτα τη χτύπησα τρεις φορές και μπήκα στο γραφείο.
- Θέλω να σε ρωτήσω κάτι … μου είπε. Τις τελευταίες μέρες παρατηρώ μια αναστάτωση, κυρίως στο τετράδιό σου και πολλές φορές είσαι αφηρημένη … Τί συμβαίνει;
- Να … κύριε, είμαι στεναχωρημένη … γκρεμίσαμε το παλιό μας σπίτι…
            …Ο κόσμος γύρω απ’ το σχολείο φανταστικός. Θυμούμαι τα ωραία λιτοχωρίτικα σπίτια τις αδερφές οικίες του επιβλητικού σχολείου και της θείας εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Θα ξεκινήσω από το αρχοντικό του Γιαννούλη που είναι ευτύχημα που δεσπόζει σήμερα στη γειτονιά αναπαλαιωμένο και όμορφο. Οι πρώτοι ιδιοκτήτες κοσμογυρισμένοι. Στο ισόγειό του ήταν το μαγαζί με τις βαριές στόφες και τα βαμβακερά και μάλλινα υφάσματα που αγόραζαν οι λιτοχωρίτες και οι λιτοχωρίτισσες για τις γαμπριάτικες και τις νυφικές και τις επίσημες φορεσιές τους. Από την Πόλη έρχονταν τα περισσότερα υφάσματα, τα πορφυρά και τα γαλάζια και τα λευκά μεταξωτά, μου έλεγαν οι μεγάλες στην ηλικία γυναίκες. Πολύ κοντά στο αρχοντικό του Γιαννούλη το παραδοσιακό σπίτι του Πλαδή που αναπαλαιώθηκε. Η σάλα με τα μεγάλα παράθυρα και η μεγάλη δίφυλλη πόρτα της εισόδου με την καλοδουλεμένη υπέρθυρη καμάρα φέρνει στο νου παλιές καλές εποχές. Τότε που οι οικογένειες ήταν μεγάλες. Τότε που τραγουδούσαν τη ζωή και το θάνατο και που τα σπίτια άκουγαν και συμμετείχαν.
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό, το κίτρινο βαμμένο
να μ’ αξιώσει ο Θεός να μπαίνω και να βγαίνω…
τραγουδούσαν οι κανταδόροι.
Και οι μοιρολογίστρες
Σ’ αυτά τα σπίτια τα μαρμαρένια
τα μαρμαρένια και τα ψηλά
…Και καθώς προχωρώ λίγα βήματα προσπαθώ να φέρω στη μνήμη μου τα παλιά σπίτια που υπήρχαν στη γειτονιά του σχολείου όταν ήμουν μαθήτρια του δημοτικού. Το σπίτι της Άγλας της Καρακίτσιου. Όμορφο, ψηλό, αρχοντικό, με ψηλό τοίχο στην αυλή και μεγάλη ξύλινη εξώπορτα. Δε θυμούμαι να μπήκα ποτέ σ’ αυτό το σπίτι. Το έβλεπα απόμακρο και κουρασμένο απ’ τις παιδικές φωνές των μαθητών που τόσα χρόνια το βασάνιζαν. Απέναντι, ένα μεγάλο πετρόχτιστο σπίτι που νομίζω πως γύριζε την πλάτη του στον κεντρικό δρόμο. Ιδιοκτήτης του ήταν ο μπάρμπα Γιώργης ο Δημούτσικος, ο παντόφλας. Παντόφλας ήταν το παρατσούκλι του, γιατί πάντα κυκλοφορούσε με παντόφλες. Δίπλα του το σπίτι του Κοκκώνη. Μεγάλο με μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Είχε ένα μικρό ξύλινο μπαλκονάκι στο δρόμο. Η σάλα του με τα πολλά παράθυρα της μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής βρίσκονταν στην πίσω πλευρά και έβλεπε στη μεγάλη αυλή. Από τους ιδιοκτήτες του γνώρισα το δήμαρχο Θανάση Κοκκώνη, ένα καλλιεργημένο και δραστήριο άνθρωπο. Δίπλα του έστεκε περήφανο ένα ψηλό μεγάλο αρχοντικό ιδιοκτησίας Γιαννούλη. Στα δικά μας παιδικά χρόνια ήταν το σπίτι του Φτίκα και στον κάτω όροφο ήταν το μαγαζί, το μπακάλικο του μπάρμπα Θανάση και της θειά Φώτως. Απέναντί του, μια ανάσα από τον πλάτανο και το σκολειό το σπίτι του μπάρμπα Νίκου Γιαννικού. Το σπίτι των δασκάλων, το λέγαμε. Στον επάνω όροφο έμεναν πάντα δάσκαλοι και δασκάλες. Έξω απ’ την αυλή επάνω στον τοίχο του σπιτιού υπήρχε μια μεγάλη βρύση. Η βρύση είχε το όνομα του νοικοκύρη. Η βρύση του Γιαννικού. Ένα άλλο σπίτι που σώζεται μέχρι σήμερα αλλά είναι ακατοίκητο και σχεδόν ετοιμόρροπο είναι το σπίτι του δασκάλου Μπιτσικάρη. Μπροστά του ο ψηλός μαντρότοιχος και η μεγάλη ξύλινη εξώπορτα το κάνουν να φαντάζει αυστηρό και απόμακρο…
…Προχωρώ στο στενό πίσω από το σκολειό, δεξιά μου εκεί που είναι σήμερα η αίθουσα εκδηλώσεων ήταν μια διπλοκατοικία της οικογένειας Γκασδόγκα. μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής με το σαχνισί, το ξωπέταχτο της σάλας, του επάνω ορόφου και τα πολλά ψηλά παράθυρα. Στο ένα σπίτι έμεναν δυο αδερφές, μεγάλες στην ηλικία. Στο άλλο ένα ηλικιωμένο, θυμάμαι, ζευγάρι. Μελαγχολικό μου φαίνονταν αυτό το σπίτι. Δίπλα του σώζεται το παλιό σπίτι του Χατζήνα, κλασσικό λιτοχωρίτικο με καταδεκτική όψη. Κάθε φορά που το αντίκρυζα νόμιζα ότι άνοιγε την αγκαλιά του να με δεχθεί και σήμερα ακόμη το ίδιο καταδεκτικό είναι.. καλοπροαίρετο όπως και οι ιδιοκτήτες. Απέναντί του στέκει, περήφανη γειτόνισσα, η οικία Παντερμάκη, πολύ όμορφο σπίτι. Στα ψηλά τα παραθύρια του σκαρφαλώνει το αγιόκλημα που μοσχοβολά γνησιότητα, παράδοση και αρχοντιά…
…Ανεβαίνω και πάλι, αριστερά μου η εκκλησιά, στα δεξιά μου η οικία Μόχλα αναπαλαιωμένη. Θυμούμαι το μπακάλικο του Τιμολέοντα και της αδερφής, του της Άγλας. Όλη η επάνω γειτονιά ψώνιζε τα απαραίτητα από κει. Η θειά Άγλα αεικίνητη και σπιρτόζα ήταν πάντοτε όρθια στο μαγαζί, ενώ ο αδερφός της κρατούσε τα βιβλία και συνεχώς έκανε λογαριασμούς με τα μαύρα γυαλάκια του. Μόλις μπαίναμε στο μαγαζί, παιδιά εμείς, τα μάτια μας έπεφταν στις μεγάλες γυάλες με τις καραμέλες που ήταν τοποθετημένες πάνω στον πάγκο. Απέναντι η οικία Βούρου, που τώρα είναι ξενώνας. Η είσοδος επάνω στο δρόμο μεγαλοπρεπής, ξύλινη, δίφυλλη. Δεξιά και αριστερά δυο πεζούλια με ξύλινη επένδυση για να δέχονται κάθε περαστικό. Η διάθεση φιλοξενίας της μεγάλης οικίας είναι έκδηλη από το εξωτερικό της κιόλας. Στον επάνω όροφο είναι το ανώι με πολλά παράθυρα. Ένα σπίτι ανοιχτό στον έξω κόσμο. Αυτό ήταν το ιστορικό κέντρο. Τα περισσότερα σπίτια γκρεμίστηκαν μαζί μ’ ένα μέρος της παράδοσης και της ιστορίας του τόπου μας. Ιστορία πιστεύω γράφουν οι άνθρωποι και τα έργα που φέρουν τη σφραγίδα τους και παίρνουν πνοή απ’ την πνοή τους. Πολλές φορές με ρωτούν επισκέπτες της πόλης μας ποιο είναι το ιστορικό κέντρο και ειλικρινά δυσκολεύομαι να τους απαντήσω. Σήμερα μπορεί κανείς να βρει και λίγα ακόμη παλιά σπίτια, αρχοντικά. Στο νου μου έχω την οικία Τριανταφύλλου – Καλιού στο κέντρο του χωριού. Καθώς πηγαίνω προς το εντυπωσιακό αρχοντικό συναντώ το αρχοντικό του Τατσιόπουλου, ψηλό, πετρόχτιστο, στέκεται σήμερα θλιμμένο. Είναι δύσκολη η ερήμωση και η μοναξιά. Ευτυχώς τα ψηλά δέντρα της αυλής το συνοδεύουν και του δίνουν ζωή, όταν ο αέρας σφυρίζει ανάμεσα στα κλαδιά τους. Καθώς προχωρώ συναντώ ένα μεγάλο σπίτι, μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής, το παλιό αγροτικό ιατρείο του χωριού. Είναι αναπαλαιωμένο. Τα ψηλά δέντρα της αυλής του το κάνουν σήμερα ακριβοθώρητο. Μετά από λίγα βήματα βρίσκομαι μπροστά στην οικία Τριανταφύλλου. Ένα σπίτι με πολλά επίπεδα και πολλούς χώρους. Μοιάζει με παλιά αρχόντισσα που βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει μια άλλη εποχή ακμής και δημιουργίας αλλά και δυσκολιών μεγάλων και πολέμων και κατακτητών…
… Το σκολειό μας, τα παλιά σπίτια και οι άνθρωποι που τα κατοίκησαν είχαν πολλά κοινά και δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους. Οι άνθρωποι έφυγαν, τα σπίτια έμειναν για να μας τους θυμίζουν. Τα σπίτια έχουν ψυχή. Είναι η παράδοσή μας και δίνουν νόημα στο μέλλον μας….