Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μια αλλαγή φρουράς στην ηγεσία της αποδείχτηκε η απαρχή μιας νέας εποχής για τη Σικελιάνικη Μαφία της Βοστώνης. Ήταν η ανάληψη των ηνίων από τον...
Raymond Patriarca, ο οποίος θα εξελισσόταν σε έναν από τους πιο ισχυρούς «Νονούς» στις ΗΠΑ και εξαιτίας του το εν λόγω παράρτημα της Κόζα Νόστρα θα μετονομαζόταν σε φαμίλια Patriarca. Κατά το «πρωτόκολλο» των οικογενειών, μόνο Ιταλοί ή Ιταλοαμερικανοί πληρούν τις προϋποθέσεις για να είναι άμεσα μέλη, άτομα οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας μπορούν να έχουν μόνο το ρόλο του συνδέσμου.
Στην περίπτωση ωστόσο του Τζόζεφ Μπαρμπόσα κρίθηκε σκόπιμο να γίνει μια εξαίρεση. Στις φλέβες του «ζώου», όπως επονομάστηκε, έρεε αίμα πορτογαλικό, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να γίνει διαβόητος ως ένας από τους πιο αδίστακτους εκτελεστές που στρατολόγησε ποτέ η Μαφία.
Στα αρχεία του FBI ο Μπαρμπόζα περιγράφηκε ως ο πιο «βίαιος γκάνγκστερ της πολιτείας Νιου Ίγνκλαντ» και παράλληλα ως «ένα άτομο με υψηλότατο IQ». Μιλούσε άπταιστα πορτογαλικά, ιταλικά, ισπανικά και αγγλικά. Η πιο οικεία (του) γλώσσα όμως ήταν αυτή που ξερνάει ένα εξάσφαιρο.
Η σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και στο κακό ήταν μέσα του διαρκής, αλλά την έντονη καλλιτεχνική φλέβα του επισκίασε ασφαλώς η ανάγκη του για αίμα. Αγαπούσε παθολογικά τα παιδιά και περνούσε μαζί τους πολλές ώρες συνοδεύοντας τα σε πάρκα και ζωολογικούς κήπους, ενώ τα ψυχαγωγούσε ως ταλαντούχος entertainer, στήνοντας αυτοσχέδιες παραστάσεις με σκίτσα του Disney σε κινηματογραφικό θέατρο.
Ναι, αυτός που τα έκανε όλα αυτά είναι αυτός που βλέπετε…
Την ίδια ώρα όμως δεν είχε κανένα πρόβλημα να αφήσει ορφανό οποιοδήποτε παιδί του οποίου ο πατέρας είχε στοχοποιηθεί από την οικογένεια Patriarca. Το ένα βράδυ μπορούσε να είναι ο ιδανικός κηδεμόνας για όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς, μαζί και της πολυαγαπημένης του κόρης, το άλλο να περιφέρεται ως φόβος και τρόμος στους δρόμους της Βοστώνης, εκτελώντας συμβόλαια θανάτου.
Γεννημένος το 1932, μπήκε από πιτσιρικάς στην παρανομία και για πρώτη φορά στη φυλακή σε ηλικία 14 ετών. Εκεί είχε την πρώτη επαφή με την πυγμαχία η οποία «κούμπωνε» ιδανικά με τη θηριώδη σωματοδομή του.
Το μποξ ταίριαζε και στα ένστικτά του. Σε ηλικία 17 ετών έδωσε τον πρώτο επίσημο αγώνα του, ενώ στα 25 του έγινε επαγγελματίας. Είχε μεσολαβήσει ο εγκλεισμός του σε φυλακή της Μασαχουσέτης, όπου ηγήθηκε στη μεγαλύτερη εξέγερση της 75χρονης ιστορίας του εν λόγω σωφρονιστικού ιδρύματος.
Ακολούθησε η απόδραση του μαζί με άλλους έξι συγκρατούμενούς του. Τελικά συνελήφθη και εξέτισε το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του. Ήταν τότε που όποιον έβαζε στο μάτι τον καλούσε σε αγώνα μποξ για να εξελίξει τις πυγμαχικές ικανότητες του.
Στο ρινγκ διακρίθηκε για τα πολύ δυνατά χτυπήματά του, αλλά τερμάτισε την καριέρα του σύντομα, με ρεκόρ 8-3 και πέντε νοκ-άουτ στο ενεργητικό του. Όταν τον προσέγγισε ο Raymond Patriarca για να γίνει το εκτελεστικό όργανό του, αντιλήφθηκε γρήγορα ότι με… καυτό μολύβι θα έβγαζε περισσότερα χρήματα απ’ ότι με γάντια, σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα.
Και αυτό ακριβώς έκανε ο Τζόζεφ Μπαρμπόσα. Ενεπλάκη σε κάθε βρωμοδουλειά, από εισπράξεις λογαριασμών, κλοπή αυτοκινήτων και προστασία, έως σφαγές δικαίων και αδίκων. Πήρε το παρατσούκλι «το Ζώο» όταν κατά τη διάρκεια καυγά σε ένα μπαρ δάγκωσε το λαιμό ενός άνδρα και του έκοψε κομμάτι.
Στην περίπτωση ωστόσο του Τζόζεφ Μπαρμπόσα κρίθηκε σκόπιμο να γίνει μια εξαίρεση. Στις φλέβες του «ζώου», όπως επονομάστηκε, έρεε αίμα πορτογαλικό, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να γίνει διαβόητος ως ένας από τους πιο αδίστακτους εκτελεστές που στρατολόγησε ποτέ η Μαφία.
Στα αρχεία του FBI ο Μπαρμπόζα περιγράφηκε ως ο πιο «βίαιος γκάνγκστερ της πολιτείας Νιου Ίγνκλαντ» και παράλληλα ως «ένα άτομο με υψηλότατο IQ». Μιλούσε άπταιστα πορτογαλικά, ιταλικά, ισπανικά και αγγλικά. Η πιο οικεία (του) γλώσσα όμως ήταν αυτή που ξερνάει ένα εξάσφαιρο.
Η σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και στο κακό ήταν μέσα του διαρκής, αλλά την έντονη καλλιτεχνική φλέβα του επισκίασε ασφαλώς η ανάγκη του για αίμα. Αγαπούσε παθολογικά τα παιδιά και περνούσε μαζί τους πολλές ώρες συνοδεύοντας τα σε πάρκα και ζωολογικούς κήπους, ενώ τα ψυχαγωγούσε ως ταλαντούχος entertainer, στήνοντας αυτοσχέδιες παραστάσεις με σκίτσα του Disney σε κινηματογραφικό θέατρο.
Ναι, αυτός που τα έκανε όλα αυτά είναι αυτός που βλέπετε…
Την ίδια ώρα όμως δεν είχε κανένα πρόβλημα να αφήσει ορφανό οποιοδήποτε παιδί του οποίου ο πατέρας είχε στοχοποιηθεί από την οικογένεια Patriarca. Το ένα βράδυ μπορούσε να είναι ο ιδανικός κηδεμόνας για όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς, μαζί και της πολυαγαπημένης του κόρης, το άλλο να περιφέρεται ως φόβος και τρόμος στους δρόμους της Βοστώνης, εκτελώντας συμβόλαια θανάτου.
Γεννημένος το 1932, μπήκε από πιτσιρικάς στην παρανομία και για πρώτη φορά στη φυλακή σε ηλικία 14 ετών. Εκεί είχε την πρώτη επαφή με την πυγμαχία η οποία «κούμπωνε» ιδανικά με τη θηριώδη σωματοδομή του.
Το μποξ ταίριαζε και στα ένστικτά του. Σε ηλικία 17 ετών έδωσε τον πρώτο επίσημο αγώνα του, ενώ στα 25 του έγινε επαγγελματίας. Είχε μεσολαβήσει ο εγκλεισμός του σε φυλακή της Μασαχουσέτης, όπου ηγήθηκε στη μεγαλύτερη εξέγερση της 75χρονης ιστορίας του εν λόγω σωφρονιστικού ιδρύματος.
Ακολούθησε η απόδραση του μαζί με άλλους έξι συγκρατούμενούς του. Τελικά συνελήφθη και εξέτισε το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του. Ήταν τότε που όποιον έβαζε στο μάτι τον καλούσε σε αγώνα μποξ για να εξελίξει τις πυγμαχικές ικανότητες του.
Στο ρινγκ διακρίθηκε για τα πολύ δυνατά χτυπήματά του, αλλά τερμάτισε την καριέρα του σύντομα, με ρεκόρ 8-3 και πέντε νοκ-άουτ στο ενεργητικό του. Όταν τον προσέγγισε ο Raymond Patriarca για να γίνει το εκτελεστικό όργανό του, αντιλήφθηκε γρήγορα ότι με… καυτό μολύβι θα έβγαζε περισσότερα χρήματα απ’ ότι με γάντια, σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα.
Και αυτό ακριβώς έκανε ο Τζόζεφ Μπαρμπόσα. Ενεπλάκη σε κάθε βρωμοδουλειά, από εισπράξεις λογαριασμών, κλοπή αυτοκινήτων και προστασία, έως σφαγές δικαίων και αδίκων. Πήρε το παρατσούκλι «το Ζώο» όταν κατά τη διάρκεια καυγά σε ένα μπαρ δάγκωσε το λαιμό ενός άνδρα και του έκοψε κομμάτι.
Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της πολιτείας, ο Μπαρμπόσα ήταν ο πιο βίαιος των βίαιων, δεν λογάριαζε τίποτα και κανέναν εν ώρα «καθήκοντος». Η συμβολή των οδών Bennington και Brook της Βοστώνης ονομάστηκε ως «γωνιά του Μπαρμπόσα», λόγω του μπαρ στο οποίο σύχναζε. Αλλά ήταν πολλές οι γωνιές της μεγαλούπολης στις οποίες κανείς δεν μπορούσε να ορθώσει ανάστημα χωρίς την άδεια του.
Στα φόρτε του και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, όταν μαίνονταν στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος ο πόλεμος των συμμοριών. Η τακτική του να μην μένει ποτέ στο παρασκήνιο του εξασφάλισε πολλούς ορκισμένους εχθρούς, ενώ το FBI ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 να παρακολουθεί στενά τα βήματά του.
Έχοντας τη στόφα του ηγέτη, σύστησε μια συμμορία προσελκύοντας καμιά δεκαριά «μπουμπούκια» του υποκόσμου της Βοστώνης – διακεκριμένοι ένας προς ένας για την έφεση τους να φορούν τη μάσκα του «τιμωρού». Η δράση της ήταν υπό την επίβλεψη της οικογένειας Patriarca, ο Μπαρμπόσα ωστόσο είχε τις προσωπικές φιλοδοξίες του.
Άρχισε να ζητάει από τα υποψήφια θύματα όλο και περισσότερα χρήματα και για προσωπικό συμφέρον, τρέφοντας τάσεις ανεξαρτητοποίησης. Όσο η επιρροή του μεγάλωνε τόσο ένιωθε ότι δεν χωράει σε καλούπια, καταλήγοντας να σπάσει απερίσκεπτα τους παραδοσιακούς κανόνες της Μαφίας.
Το 1966, σε μια «στημένη» έφοδο της αστυνομίας, συνελήφθη μαζί με δυο συνεργούς του για οπλοκατοχή. Ήταν μια εξέλιξη βολική για τους περισσότερους, ακόμα και για την οικογένεια Patriarca, που δεν μπήκε στον κόπο να πληρώσει την εγγύηση των 100.000 δολαρίων για την απελευθέρωση του. Δυο φίλοι του που το έκαναν δολοφονήθηκαν ύστερα από λίγες ημέρες.
Ο Μπαρμπόσα κατάλαβε πια ότι ο κλοιός είχε σφίξει απελπιστικά. Και δεν άργησε να φτάσει στα αυτιά του. Οι φαμίλιες είχαν αποφασίσει να τον βγάλουν από τη μέση, ακόμα και για το «Νονό» στον οποίο αναφερόταν η ανεξέλεγκτη δράση του ήταν πια περισσότερο πονοκέφαλος παρά υπηρεσία.
Για τον Μπαρμπόσα ήταν μονόδρομος να βρει νέο καβούκι προστασίας. Και το βρήκε εκεί που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι το τελευταίο πιθανό μέρος. Διαπράττοντας το Νο. 1 «θανάσιμο αμάρτημα» για το οργανωμένο έγκλημα: από «ζώο» έγινε αποκλειστικά «ποντικός».
Όταν το καλοκαίρι του 1967 ο Μπαρμπόσα καταδικάστηκε για μία ακόμα δολοφονία, έγινε συνεργάτης του… νόμου. Στρατολογήθηκε από το FBI ως πληροφοριοδότης και άρχισε να καρφώνει τους πάντες, πρώην φίλους και «προαιώνιους» εχθρούς. Έγινε ένας από τους πρώτους πληροφοριοδότες που εισήλθαν στο Πρόγραμμα προστασίας των Μαρτύρων, λαμβάνοντας μάλιστα την υπόσχεση να υποβληθεί σε πλαστική χειρουργική επέμβαση (κάτι το οποίο τελικά δεν συνέβη).
Οι πληροφορίες του οδήγησαν σε πολλές συλλήψεις και οι υπηρεσίες του κρίθηκαν τόσο πολύτιμες, που για χάρη του το FBI λέρωσε τα χέρια του με το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο στην ιστορία του. Όταν ο Μπαρμπόσα έσφαξε χωρίς ιδιαίτερο λόγο έναν μικροεγκληματία στη Μασαχουσέτη, οι Ομοσπονδιακοί κατέληξαν ότι δεν μπορούσαν να τον αφήσουν να πάει στη φυλακή.
Καθώς αδυνατούσαν να χώσουν την υπόθεση κάτω από το χαλί, παγίδευσαν τέσσερις αθώους άντρες για το φονικό και χρησιμοποίησαν μάλιστα το «Ζώο» ως βασικό μάρτυρα κατηγορίας. Η ύπουλη τακτική του FBI παρέμεινε στο παρασκήνιο για δεκαετίες. Μόλις το 2001 θα αθωώνονταν τελικά οι τέσσερις έγκλειστοι, δύο εκ των οποίων ωστόσο είχαν ήδη πεθάνει στη φυλακή, ενώ οι υπόλοιποι έχασαν τη μισή ζωή τους για ένα έγκλημα που ποτέ δεν έκαναν.
Το 1969 ο Πορτογάλος μαφιόζος μεταφέρθηκε από τους νέους προστάτες στην άλλη άκρη των ΗΠΑ, στη Σάντα Ρόζα της Καλιφόρνια, με στόχο ένα restart που θα βοηθούσε και το FBI να καλύψει τα ίχνη του. Με νέο όνομα (Τζόζεφ Ντονάτι) εγγράφηκε σε σχολή μαγειρικών τεχνών (!), αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Σύντομα προσεγγίστηκε από τους γκάνγκστερ της νέας του έδρας και έπιασε ξανά δουλειά. Φημολογήθηκε ότι εκεί σκότωσε άλλους 10 ανθρώπους, φτάνοντας τις 26 δολοφονίες… καριέρας.
Μία από αυτές του «εξασφάλισε» μια νέα πενταετή κάθειρξη σε φυλακή της Καλιφόρνια. Είχε πέσει ξανά στα μαλακά, κατηγορούμενος απλώς για συνεργεία. Στο νέο κελί του, η πιο αντιφατική ίσως εγκληματική φυσιογνωμία στην ιστορία των ΗΠΑ το έριξε, στο διάβασμα και την ποίηση, γράφοντας ποιήματα που απεικόνιζαν το σκοτεινό κόσμο της Κόζα Νόστρα και τη δική του αγωνία.
Απέκτησε θαυμαστές ως ερασιτέχνης λογοτέχνης, σε βαθμό να προκαλεί απορίες για το αν το χέρι που κινούσε αυτή την πένα ήταν το ίδιο με εκείνο που φύτευε σφαίρες, σπέρνοντας πτώματα και πανικό.
Όταν το 1976 ο Μπαρμπόσα αποφυλακίστηκε για τελευταία φορά, έμοιαζε μέσα από τα γραπτά του μεταμελημένος. Ήταν όμως πια πολύ αργά. Η μοίρα για ένα «καρφί», όπως αυτός, ήταν προδιαγεγραμμένη. Έστω και αν για να προφυλαχθεί, είχε φτάσει από τις ακτές του Ατλαντικού σε αυτές του Ειρηνικού.
Το Φεβρουάριο του 1976 και ενώ είχε μετακομίσει στο Σαν Φραντσίκο, τέσσερις κυνηγετικές καραμπίνες έφραξαν το δρόμο από την πόρτα του σπιτιού έως το αυτοκίνητό του. Κρατούσε ένα Colt 38, αλλά δεν πρόλαβε ποτέ να τραβήξει. Εκτελέστηκε σαν… ζώο. Προδομένος από πρώην συνεργό του.
Η Μαφία φρόντισε να μάθουν όλοι ότι ο αρχιδολοφόνος Τζόε JR Ρούσο είχε κινήσει από τη Βοστώνη, διανύοντας 4.345 χιλιόμετρα για να εκτελέσει το τελευταίο συμβόλαιο θανάτου με τη συμμετοχή του Τζόζεφ Μπαρμπόσα…
Στα φόρτε του και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, όταν μαίνονταν στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος ο πόλεμος των συμμοριών. Η τακτική του να μην μένει ποτέ στο παρασκήνιο του εξασφάλισε πολλούς ορκισμένους εχθρούς, ενώ το FBI ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 να παρακολουθεί στενά τα βήματά του.
Έχοντας τη στόφα του ηγέτη, σύστησε μια συμμορία προσελκύοντας καμιά δεκαριά «μπουμπούκια» του υποκόσμου της Βοστώνης – διακεκριμένοι ένας προς ένας για την έφεση τους να φορούν τη μάσκα του «τιμωρού». Η δράση της ήταν υπό την επίβλεψη της οικογένειας Patriarca, ο Μπαρμπόσα ωστόσο είχε τις προσωπικές φιλοδοξίες του.
Άρχισε να ζητάει από τα υποψήφια θύματα όλο και περισσότερα χρήματα και για προσωπικό συμφέρον, τρέφοντας τάσεις ανεξαρτητοποίησης. Όσο η επιρροή του μεγάλωνε τόσο ένιωθε ότι δεν χωράει σε καλούπια, καταλήγοντας να σπάσει απερίσκεπτα τους παραδοσιακούς κανόνες της Μαφίας.
Το 1966, σε μια «στημένη» έφοδο της αστυνομίας, συνελήφθη μαζί με δυο συνεργούς του για οπλοκατοχή. Ήταν μια εξέλιξη βολική για τους περισσότερους, ακόμα και για την οικογένεια Patriarca, που δεν μπήκε στον κόπο να πληρώσει την εγγύηση των 100.000 δολαρίων για την απελευθέρωση του. Δυο φίλοι του που το έκαναν δολοφονήθηκαν ύστερα από λίγες ημέρες.
Ο Μπαρμπόσα κατάλαβε πια ότι ο κλοιός είχε σφίξει απελπιστικά. Και δεν άργησε να φτάσει στα αυτιά του. Οι φαμίλιες είχαν αποφασίσει να τον βγάλουν από τη μέση, ακόμα και για το «Νονό» στον οποίο αναφερόταν η ανεξέλεγκτη δράση του ήταν πια περισσότερο πονοκέφαλος παρά υπηρεσία.
Για τον Μπαρμπόσα ήταν μονόδρομος να βρει νέο καβούκι προστασίας. Και το βρήκε εκεί που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι το τελευταίο πιθανό μέρος. Διαπράττοντας το Νο. 1 «θανάσιμο αμάρτημα» για το οργανωμένο έγκλημα: από «ζώο» έγινε αποκλειστικά «ποντικός».
Όταν το καλοκαίρι του 1967 ο Μπαρμπόσα καταδικάστηκε για μία ακόμα δολοφονία, έγινε συνεργάτης του… νόμου. Στρατολογήθηκε από το FBI ως πληροφοριοδότης και άρχισε να καρφώνει τους πάντες, πρώην φίλους και «προαιώνιους» εχθρούς. Έγινε ένας από τους πρώτους πληροφοριοδότες που εισήλθαν στο Πρόγραμμα προστασίας των Μαρτύρων, λαμβάνοντας μάλιστα την υπόσχεση να υποβληθεί σε πλαστική χειρουργική επέμβαση (κάτι το οποίο τελικά δεν συνέβη).
Οι πληροφορίες του οδήγησαν σε πολλές συλλήψεις και οι υπηρεσίες του κρίθηκαν τόσο πολύτιμες, που για χάρη του το FBI λέρωσε τα χέρια του με το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο στην ιστορία του. Όταν ο Μπαρμπόσα έσφαξε χωρίς ιδιαίτερο λόγο έναν μικροεγκληματία στη Μασαχουσέτη, οι Ομοσπονδιακοί κατέληξαν ότι δεν μπορούσαν να τον αφήσουν να πάει στη φυλακή.
Καθώς αδυνατούσαν να χώσουν την υπόθεση κάτω από το χαλί, παγίδευσαν τέσσερις αθώους άντρες για το φονικό και χρησιμοποίησαν μάλιστα το «Ζώο» ως βασικό μάρτυρα κατηγορίας. Η ύπουλη τακτική του FBI παρέμεινε στο παρασκήνιο για δεκαετίες. Μόλις το 2001 θα αθωώνονταν τελικά οι τέσσερις έγκλειστοι, δύο εκ των οποίων ωστόσο είχαν ήδη πεθάνει στη φυλακή, ενώ οι υπόλοιποι έχασαν τη μισή ζωή τους για ένα έγκλημα που ποτέ δεν έκαναν.
Το 1969 ο Πορτογάλος μαφιόζος μεταφέρθηκε από τους νέους προστάτες στην άλλη άκρη των ΗΠΑ, στη Σάντα Ρόζα της Καλιφόρνια, με στόχο ένα restart που θα βοηθούσε και το FBI να καλύψει τα ίχνη του. Με νέο όνομα (Τζόζεφ Ντονάτι) εγγράφηκε σε σχολή μαγειρικών τεχνών (!), αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Σύντομα προσεγγίστηκε από τους γκάνγκστερ της νέας του έδρας και έπιασε ξανά δουλειά. Φημολογήθηκε ότι εκεί σκότωσε άλλους 10 ανθρώπους, φτάνοντας τις 26 δολοφονίες… καριέρας.
Μία από αυτές του «εξασφάλισε» μια νέα πενταετή κάθειρξη σε φυλακή της Καλιφόρνια. Είχε πέσει ξανά στα μαλακά, κατηγορούμενος απλώς για συνεργεία. Στο νέο κελί του, η πιο αντιφατική ίσως εγκληματική φυσιογνωμία στην ιστορία των ΗΠΑ το έριξε, στο διάβασμα και την ποίηση, γράφοντας ποιήματα που απεικόνιζαν το σκοτεινό κόσμο της Κόζα Νόστρα και τη δική του αγωνία.
Απέκτησε θαυμαστές ως ερασιτέχνης λογοτέχνης, σε βαθμό να προκαλεί απορίες για το αν το χέρι που κινούσε αυτή την πένα ήταν το ίδιο με εκείνο που φύτευε σφαίρες, σπέρνοντας πτώματα και πανικό.
Όταν το 1976 ο Μπαρμπόσα αποφυλακίστηκε για τελευταία φορά, έμοιαζε μέσα από τα γραπτά του μεταμελημένος. Ήταν όμως πια πολύ αργά. Η μοίρα για ένα «καρφί», όπως αυτός, ήταν προδιαγεγραμμένη. Έστω και αν για να προφυλαχθεί, είχε φτάσει από τις ακτές του Ατλαντικού σε αυτές του Ειρηνικού.
Το Φεβρουάριο του 1976 και ενώ είχε μετακομίσει στο Σαν Φραντσίκο, τέσσερις κυνηγετικές καραμπίνες έφραξαν το δρόμο από την πόρτα του σπιτιού έως το αυτοκίνητό του. Κρατούσε ένα Colt 38, αλλά δεν πρόλαβε ποτέ να τραβήξει. Εκτελέστηκε σαν… ζώο. Προδομένος από πρώην συνεργό του.
Η Μαφία φρόντισε να μάθουν όλοι ότι ο αρχιδολοφόνος Τζόε JR Ρούσο είχε κινήσει από τη Βοστώνη, διανύοντας 4.345 χιλιόμετρα για να εκτελέσει το τελευταίο συμβόλαιο θανάτου με τη συμμετοχή του Τζόζεφ Μπαρμπόσα…