Δεν πέρασε πολύς καιρός (ούτε δυο μήνες) που έφυγε από κοντά μας ο καλός μας φίλος Νίκος Λεβεντόπουλος.
Είχαμε την τύχη και την χαρά να τον γνωρίσουμε εδώ και καμιά εικοσαετία. Η συντροφιά του και η παρουσία του πλούτισε την ψυχή μας και διεύρυνε το πνεύμα μας.
Καθηγητής...
Είχαμε την τύχη και την χαρά να τον γνωρίσουμε εδώ και καμιά εικοσαετία. Η συντροφιά του και η παρουσία του πλούτισε την ψυχή μας και διεύρυνε το πνεύμα μας.
Καθηγητής...
της Αγγλικής φιλολογίας –φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης- χρόνια δίδαξε στο φροντιστήριό του γενιές μαθητών όχι μόνο την Αγγλική Γλώσσα, αλλά τους έκανε κοινωνούς της Αγγλικής Ποίησης και Λογοτεχνίας.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος –λεβέντης στο παράστημα, όπως το λέει και τ’ όνομά του- κάτοχος της Αγγλικής κουλτούρας, ήταν ο πιο βαθύς γνώστης της ελληνικής Γραμματείας, ιδιαίτερα της αρχαίας, που γνώρισα. Σαν το βαθύ, ήρεμο ποτάμι που ξέρει τη δύναμή του και πορεύεται σταθερά, έτσι κι εκείνος είχε εντρυφήσει στη γνώση και στη σοφία των κλασικών μας και μέχρι την τελευταία στιγμή αυτή ήταν η έννοια του. Κι όλο μου θύμιζε τον Ελύτη «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου, μονάχη έγνοια η γλώσσα μου». Δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο με τόσο γνήσια αγάπη για τη Γνώση. Για τη Γνώση που δεν είναι μέσον ούτε επίδειξης ούτε κέρδους οικονομικού. Γιατί ο Νίκος, όπως όλοι εκείνοι που έχουν αγαπήσει τα κλασικά γράμματα, ήξερε ν’ ακούει τον χωρικό, τον Πόντιο, τον κάθε ομιλούντα οποιοδήποτε γλωσσικό ιδίωμα κι έψαχνε τη ρίζα της κάθε λέξης κι εύρισκε πολλές φορές τη ρίζα της την αρχαιοελληνική.
Οι λέξεις κατά τον μεγάλο δάσκαλο Χρίστο Τσολάκη είναι ψυχές.
Ως τέτοιες τις αντιμετώπιζε ο Λεβεντόπουλος. Τις έπιανε σαν όπως πιάνεις προγονικά λείψανα με δέος και σεβασμό. Λείψανα όμως ζώντα.
«Λιμπάνοβο λέγεται το χωριό μου και πολλοί νομίζουν πως η λέξη είναι Σλαβική. Όμως κάνουν λάθος. Το ρήμα λιμπάνω συναντάται στον Όμηρο…» μου είπε κάποτε.
«Τι θα πει καλλίπυγος γυνή;» με ρώτησε. «Δεν ξέρω» του απάντησα. «Για σύνδεσέ το με τη λέξη πυγολαμπίδα και θα βρεις τι σημαίνει».
Κάθε φορά που του ανέφερα κάτι απ’ τη λαϊκή μας παράδοση και το συνδέαμε με αρχαίες ρήσεις, έμοιαζε μικρό παιδί που του χάρισαν πολυπόθητο παιχνίδι.
Τη μια τον εύρισκα με τον Στράβωνα παρέα, την άλλη με τον Αριστοτέλη, την παρ’ άλλη με τον Επίκτητο. «Δια βίου μάθησις», θα το ‘λεγαν αυτοί που δεν το εννοούσαν. Κι έτσι ήταν φυσικό ν’ αναφέρεται σ’ αυτούς σαν σε φίλους, σαν σε οικείους.
Ώρες - ώρες μου θύμιζε τον Σόλωνα, που όταν αποσύρθηκε απ’ την πολιτική μελετούσε Σαπφώ, Αρχίλοχο… ό,τι δεν πρόλαβε να χαρεί και να απολαύσει νεώτερος.
Η σχέση του με τις λέξεις μου έφερνε στο νου την Ιζαμπέλ Αλιέντε στην Εύα Λούνα και στις ιστορίες της Εύα Λούνα.
Τέτοια γοητεία, τέτοιο μυστήριο τέτοιο δυναμισμό έκρυβαν οι λέξεις για το Νίκο.
Όταν συναντώ ανθρώπους «διαβασμένους» που ασχολούνται με τα κοινά ή ανήκουν στον χώρο που γενικότερα ονομάζουμε πολιτισμό και διαλαλούν σαν «πολύτιμη» πραμάτεια τις γνώσεις τους, μου θυμίζουν κύμβαλα αλαλάζοντα. Οι γνώσεις του Λεβεντόπουλου σιωπούσαν μια εύγλωττη σιωπή ή σ’ ακουμπούσαν τρυφερά, σεβόμενες τα δικά σου βιώματα, τη δική σου όποια κατάρτιση. Η αλήθεια δε βοά. Κρύβεται διακριτικά, ώσπου μια ταπεινή μελετηρή γνήσια αναζήτηση την ανακαλύψει. Γι’ αυτό οι αληθινά καλλιεργημένοι άνθρωποι δε σέρνουν την ύπαρξή τους από κανάλι σε κανάλι, «μέχρι να γίνει σα μια ξένη φορτική».
Τη μοιράζονται, αφού την έχουν ενστερνιστεί, σε λιτά, σεμνά συμπόσια με φίλους, μυημένους στην αναζήτησή της και σιγά σιγά ευρύνουν τον κύκλο τους. Πρέπει να τους ανακαλύψεις, δε φωνασκούν, πιο πολύ ακούνε και λιγότερο μιλούν. Γι’ αυτό και μένουν άγνωστοι στο «ανίδεο και χορτάτο» κοινό των τηλεοπτικών αστέρων και των κάθε λογής σελέμπριτις.
Νίκο, η Κατερίνη φτώχυνε με το φευγιό σου. Κι εμείς που σα μαθητούδια σε πλαισιώναμε νιώθουμε να έχουμε ορφανέψει. Μας λείπεις. Λείπεις στην οικογένειά σου. Λείπεις πολύ και σ’ εμάς, τους φίλους σου.
Όμως για σένα σίγουρα θα είναι καλλίτερα. Τώρα θα είσαι μ’ αυτούς που αγάπησες και θα κουβεντιάζεις μαζί τους σαν με παλιούς φίλους.
Τα λόγια είναι φτωχά κι αδύναμα ν’ αποδώσουν μια προσωπικότητα σαν τη δική σου.
Ίσως η ποίηση μιλήσει πιο εύγλωττα.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος –λεβέντης στο παράστημα, όπως το λέει και τ’ όνομά του- κάτοχος της Αγγλικής κουλτούρας, ήταν ο πιο βαθύς γνώστης της ελληνικής Γραμματείας, ιδιαίτερα της αρχαίας, που γνώρισα. Σαν το βαθύ, ήρεμο ποτάμι που ξέρει τη δύναμή του και πορεύεται σταθερά, έτσι κι εκείνος είχε εντρυφήσει στη γνώση και στη σοφία των κλασικών μας και μέχρι την τελευταία στιγμή αυτή ήταν η έννοια του. Κι όλο μου θύμιζε τον Ελύτη «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου, μονάχη έγνοια η γλώσσα μου». Δεν έχω γνωρίσει άλλον άνθρωπο με τόσο γνήσια αγάπη για τη Γνώση. Για τη Γνώση που δεν είναι μέσον ούτε επίδειξης ούτε κέρδους οικονομικού. Γιατί ο Νίκος, όπως όλοι εκείνοι που έχουν αγαπήσει τα κλασικά γράμματα, ήξερε ν’ ακούει τον χωρικό, τον Πόντιο, τον κάθε ομιλούντα οποιοδήποτε γλωσσικό ιδίωμα κι έψαχνε τη ρίζα της κάθε λέξης κι εύρισκε πολλές φορές τη ρίζα της την αρχαιοελληνική.
Οι λέξεις κατά τον μεγάλο δάσκαλο Χρίστο Τσολάκη είναι ψυχές.
Ως τέτοιες τις αντιμετώπιζε ο Λεβεντόπουλος. Τις έπιανε σαν όπως πιάνεις προγονικά λείψανα με δέος και σεβασμό. Λείψανα όμως ζώντα.
«Λιμπάνοβο λέγεται το χωριό μου και πολλοί νομίζουν πως η λέξη είναι Σλαβική. Όμως κάνουν λάθος. Το ρήμα λιμπάνω συναντάται στον Όμηρο…» μου είπε κάποτε.
«Τι θα πει καλλίπυγος γυνή;» με ρώτησε. «Δεν ξέρω» του απάντησα. «Για σύνδεσέ το με τη λέξη πυγολαμπίδα και θα βρεις τι σημαίνει».
Κάθε φορά που του ανέφερα κάτι απ’ τη λαϊκή μας παράδοση και το συνδέαμε με αρχαίες ρήσεις, έμοιαζε μικρό παιδί που του χάρισαν πολυπόθητο παιχνίδι.
Τη μια τον εύρισκα με τον Στράβωνα παρέα, την άλλη με τον Αριστοτέλη, την παρ’ άλλη με τον Επίκτητο. «Δια βίου μάθησις», θα το ‘λεγαν αυτοί που δεν το εννοούσαν. Κι έτσι ήταν φυσικό ν’ αναφέρεται σ’ αυτούς σαν σε φίλους, σαν σε οικείους.
Ώρες - ώρες μου θύμιζε τον Σόλωνα, που όταν αποσύρθηκε απ’ την πολιτική μελετούσε Σαπφώ, Αρχίλοχο… ό,τι δεν πρόλαβε να χαρεί και να απολαύσει νεώτερος.
Η σχέση του με τις λέξεις μου έφερνε στο νου την Ιζαμπέλ Αλιέντε στην Εύα Λούνα και στις ιστορίες της Εύα Λούνα.
Τέτοια γοητεία, τέτοιο μυστήριο τέτοιο δυναμισμό έκρυβαν οι λέξεις για το Νίκο.
Όταν συναντώ ανθρώπους «διαβασμένους» που ασχολούνται με τα κοινά ή ανήκουν στον χώρο που γενικότερα ονομάζουμε πολιτισμό και διαλαλούν σαν «πολύτιμη» πραμάτεια τις γνώσεις τους, μου θυμίζουν κύμβαλα αλαλάζοντα. Οι γνώσεις του Λεβεντόπουλου σιωπούσαν μια εύγλωττη σιωπή ή σ’ ακουμπούσαν τρυφερά, σεβόμενες τα δικά σου βιώματα, τη δική σου όποια κατάρτιση. Η αλήθεια δε βοά. Κρύβεται διακριτικά, ώσπου μια ταπεινή μελετηρή γνήσια αναζήτηση την ανακαλύψει. Γι’ αυτό οι αληθινά καλλιεργημένοι άνθρωποι δε σέρνουν την ύπαρξή τους από κανάλι σε κανάλι, «μέχρι να γίνει σα μια ξένη φορτική».
Τη μοιράζονται, αφού την έχουν ενστερνιστεί, σε λιτά, σεμνά συμπόσια με φίλους, μυημένους στην αναζήτησή της και σιγά σιγά ευρύνουν τον κύκλο τους. Πρέπει να τους ανακαλύψεις, δε φωνασκούν, πιο πολύ ακούνε και λιγότερο μιλούν. Γι’ αυτό και μένουν άγνωστοι στο «ανίδεο και χορτάτο» κοινό των τηλεοπτικών αστέρων και των κάθε λογής σελέμπριτις.
Νίκο, η Κατερίνη φτώχυνε με το φευγιό σου. Κι εμείς που σα μαθητούδια σε πλαισιώναμε νιώθουμε να έχουμε ορφανέψει. Μας λείπεις. Λείπεις στην οικογένειά σου. Λείπεις πολύ και σ’ εμάς, τους φίλους σου.
Όμως για σένα σίγουρα θα είναι καλλίτερα. Τώρα θα είσαι μ’ αυτούς που αγάπησες και θα κουβεντιάζεις μαζί τους σαν με παλιούς φίλους.
Τα λόγια είναι φτωχά κι αδύναμα ν’ αποδώσουν μια προσωπικότητα σαν τη δική σου.
Ίσως η ποίηση μιλήσει πιο εύγλωττα.
Στον Νίκο:
Αινιγματική παρουσία τόσο ξένος και τόσο οικείος.
Δεν κουράστηκες να περπατάς
στα σκοτάδια της αρχαίας Γνώσης
με το κλεφτοφάναρο του Διογένη;
Μυρουδιά παπύρων παμπάλαιων
που κλείνουν τα μάτια τους,
ευαίσθητα στο φως του σήμερα.
Σκληρό φως,
ανελέητο πληγώνει την ανίδεη παρθενικότητά τους.
Για σένα όμως που κουβαλάς νεαρούς χειμώνες
και κουρασμένες άνοιξες με λιπόθυμες μελωδίες φρυγικές
οι πάπυροι αναδίνουν την αθώα φρεσκάδα του ψωμιού,
στο φούρνο της πέτρινης ανάμνησης.
Πώς τα συνταιριάζεις;
«Νους ο διακοσμών και πάντων αίτιος».
Μόνο αυτό το δρόμο θέλεις.
Μόνο αυτόν ξέρεις.
Φοβάσαι το ξύπνημα της υπνώττουσας καρδίας
κι αν ανοίξει κάνα καφάσι στον άβατο χώρο,
βιάζεσαι να το κλείσεις.
Μη φύγει το μύρο ενός πόνου μυστικού
κι άρρητου κι ωστόσο ιερού
Λιβάνι απ’ αρχαία μυστήρια καις στο βωμό του.
Νομίζουμε πως κρυβόμαστε
Στα μάτια μας ο Ιούδας παραφυλάει
«Αυτός είναι!»
Κι εμείς ανυπεράσπιστοι παραδινόμαστε.
Το πείσμα που κρατάμε στις σφιχτές μας χούφτες
ματώνει και στάζει κόκκινο απ’ την Άλλη τριανταφυλλιά.
Η Αλήθεια είναι πάντα κυνηγημένη
περπατά σε κινούμενη άμμο
και παίζει και κλαίει και γελά με τη σοβαρότητά μας
Είμαστε καταδικασμένοι να την κυνηγάμε
κι εκείνη καταδέχεται ένα βλέμμα
η απρόσιτη βασίλισσα του Σύμπαντος κόσμου
Στους άλλους αφήνει το είδωλό της
σαν την Ελένη στην Τροία για να νομίζουν πως την έχουν
–γελοία πληρωμή στην αυταρέσκεια της αλαζονείας τους.(
(Από την ποιητική συλλογή: "Το φάλτσο της ζωής".)
Ελένη Τζήκα Αετοπούλου
Σεπτέμβριος 2018
Κατερίνη