«Το ισχυρότερο κύμα ψύχους υπήρξε εκείνο της περιόδου 7 έως 17 Δεκεμβρίου όπου σημειώθηκαν έως και -19 βαθμοί κελσίου»
Ο ηρωισμός των Ελλήνων στη διάρκεια του πολέμου του 1940-41 μεγεθύνεται κατά πολύ, εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι νίκες του ελληνικού στρατού πολλές φορές συνέβησαν με εξαιρετικά ακραίες και δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες.
Αυτό...
τόνισε ο ακαδημαϊκός καθηγητής Χρήστος Ζερεφός κατά την πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών για τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, στην οποία μίλησε με θέμα «Η συμβολή του Έπους του 1940-41 και τα ακραία φαινόμενα των χειμώνων στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Όπως ανέφερε ο κ. Ζερεφός, ο οποίος είναι επόπτης του Κέντρου Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, δεν ήταν μόνον οι στρατιώτες στο μέτωπο που συνάντησαν τεράστιες δυσκολίες από τις καιρικές συνθήκες, αλλά και οι έφεδροι μετεωρολόγοι αξιωματικοί. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του έφεδρου αξιωματικού του πυροβολικού Στέφανου Παπαγιαννάκη, ο οποίος συνέλεξε παρατηρήσεις τόσο από τους μετεωρολογικούς σταθμούς εκστρατείας της 8ης Μεραρχίας όσο και από άλλους, με στοιχεία ακροβάθμιων θερμομέτρων.
Από την έρευνα του Σ. Παπαγιαννάκη και από τη νέα ανάλυση των μετεωρολογικών παραμέτρων εκείνης της εποχής, προκύπτει ότι τα κυριότερα κύματα ψύχους του χειμώνα 1940-41 σημειώθηκαν κατά τις εξής χρονικές περιόδους: 21 Νοεμβρίου έως 4 Δεκεμβρίου 1940, 7 έως 17 Δεκεμβρίου 1940, 24 έως 30 Δεκεμβρίου 1940, 9 έως 14 Μαρτίου 1941 και 5 έως 15 Απριλίου 1941.
Σύμφωνα με τον κ. Ζερεφό, το ισχυρότερο κύμα ψύχους υπήρξε εκείνο της περιόδου 7 έως 17 Δεκεμβρίου, με την πτώση της θερμοκρασίας να κυμαίνεται μεταξύ των μείον 11 και μείον 19 βαθμών Κελσίου.
Ενδεικτικά αναφέρονται -με βάση την έκθεση του Σ. Παπαγιαννάκη- ορισμένες ελάχιστες θερμοκρασίες και οι αντίστοιχες ημερομηνίες: Ιωάννινα μείον πέντε βαθμοί (20/12/1940), Καστοριά μείον 10,6 βαθμοί (30/12/1940), Φλώρινα μείον δέκα βαθμοί (στις 17 και 18/12/40) και μείον 17 (22/12/40), Κορυτσά μείον εννέα βαθμοί (30/12/40), Μοσχόπολη μείον 19 βαθμοί (30/12/40) και μείον 20 βαθμοί (14/1/1941).
Οι ελάχιστες θερμοκρασίες των -19ο C και -20ο C σημειώθηκαν στη Μοσχόπολη σε ύψος 1.200 μέτρων, συνεπώς, όπως είπε ο κ. Ζερεφός, «στις χιονοσκεπείς κορυφές με υψόμετρο άνω των 1.500 μέτρων, οι θερμοκρασίες κάτω των μείον 20ο C ήσαν συνήθεις, ιδίως κατά τις αίθριες νύχτες».
Επεσήμανε ότι «οι ανωτέρω θερμοκρασίες του αέρος καταγράφηκαν με θερμόμετρα εγκατεστημένα εντός μετεωρολογικού κλωβού και οι θερμοκρασίες του χιονοσκεπούς εδάφους, με τις οποίες κυρίως σχετίζονται τα κρυοπαγήματα των κάτω άκρων, ασφαλώς παρουσίαζαν ακόμη χαμηλότερες ελάχιστες τιμές».
Ανέφερε ακόμη ότι «από πλευράς τραυματιολογικής, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η στολή των φαντάρων σχετικά με τα κρυοπαγήματα των κάτω άκρων διότι, οι υγρανθείσες γκέτες που φορούσαν, πάγωναν και διαστελλόμενες διέκοπταν την κυκλοφορία του αίματος σε θερμοκρασίες πολύ χαμηλές, με τραγικά αποτελέσματα».
Σημαντικές ήσαν και οι βροχές, καθώς στην ορεινή ζώνη της Πίνδου σε υψόμετρο άνω των 1.500 μέτρων η ημερήσια βροχόπτωση εκτιμάται ότι συχνά ξεπερνούσε τα δέκα χιλιοστά, ενώ σε μερικές περιπτώσεις έφθανε και τα 30 χιλιοστά.
Η ιστορία αποδεικνύει, όπως είπε ο κ. Ζερεφός, «ότι οι κλιματικές ακρότητες προσέφεραν πάντοτε προστασία στη χώρα που δέχεται την εισβολή, ιδίως όταν αυτή έχει μεγάλη γεωγραφική έκταση».
Ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις παρέθεσε τόσο την εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση το 1941-43, όσο και του Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812-13, όταν και στις δύο περιπτώσεις οι στρατάρχες υποτίμησαν τον καιρό, ο οποίος ήταν αντίξοος, κυρίως για τους επιτιθέμενους. Η μέση θερμοκρασία του χειμώνα και στις δύο εισβολές ήταν περίπου 15 βαθμοί κάτω του μηδενός.
Ο Έλληνας ακαδημαϊκός ανέφερε ότι «ιδιαίτερη εντύπωση προξενούν διάφορες συμπτώσεις ημερομηνιών, μεθόδων, επιδιώξεων και άλλων χαρακτηριστικών και στις δύο εκστρατείες, του 1812 και του 1941». Και στις δύο περιπτώσεις η επίθεση άρχισε σε πολύ προχωρημένη εποχή, ενώ τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Γερμανοί ήσαν ανεπαρκώς ντυμένοι και παρασκευασμένοι για τον ρωσικό χειμώνα. Τελικά, τόσο ο Χίτλερ, όσο και ο Ναπολέων χρέωσαν το βάρος της καταστροφής στο ρωσικό χειμώνα.
Ο κ. Ζερεφός τόνισε πόσο σημαντική υπήρξε η συμβολή του πολέμου στην Ελλάδα για την ήττα των Γερμανών στο ανατολικό μέτωπο. Όπως είπε, «η αναβολή της εισβολής κατά έξι εβδομάδες στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα έφερε τους Γερμανούς πολύ κοντά στο βαρύτατο ρωσικό χειμώνα, πριν προφτάσουν να επιτύχουν την αστραπιαία νίκη που ευελπιστούσαν».
Έτσι, μια εκπομπή της 27ης Απριλίου 1942 του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας, με θέμα «Χαιρετισμός προς Έλληνες», ανέφερε: «..Επολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, γιατί είσαστε Έλληνες. Ως Ρώσοι κερδίσαμε, χάρις στη θυσία σας, χρόνο για να αμυνθούμε. Σας ευγνωμονούμε».
Όπως ανέφερε ο κ. Ζερεφός, ο οποίος είναι επόπτης του Κέντρου Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, δεν ήταν μόνον οι στρατιώτες στο μέτωπο που συνάντησαν τεράστιες δυσκολίες από τις καιρικές συνθήκες, αλλά και οι έφεδροι μετεωρολόγοι αξιωματικοί. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του έφεδρου αξιωματικού του πυροβολικού Στέφανου Παπαγιαννάκη, ο οποίος συνέλεξε παρατηρήσεις τόσο από τους μετεωρολογικούς σταθμούς εκστρατείας της 8ης Μεραρχίας όσο και από άλλους, με στοιχεία ακροβάθμιων θερμομέτρων.
Από την έρευνα του Σ. Παπαγιαννάκη και από τη νέα ανάλυση των μετεωρολογικών παραμέτρων εκείνης της εποχής, προκύπτει ότι τα κυριότερα κύματα ψύχους του χειμώνα 1940-41 σημειώθηκαν κατά τις εξής χρονικές περιόδους: 21 Νοεμβρίου έως 4 Δεκεμβρίου 1940, 7 έως 17 Δεκεμβρίου 1940, 24 έως 30 Δεκεμβρίου 1940, 9 έως 14 Μαρτίου 1941 και 5 έως 15 Απριλίου 1941.
Σύμφωνα με τον κ. Ζερεφό, το ισχυρότερο κύμα ψύχους υπήρξε εκείνο της περιόδου 7 έως 17 Δεκεμβρίου, με την πτώση της θερμοκρασίας να κυμαίνεται μεταξύ των μείον 11 και μείον 19 βαθμών Κελσίου.
Ενδεικτικά αναφέρονται -με βάση την έκθεση του Σ. Παπαγιαννάκη- ορισμένες ελάχιστες θερμοκρασίες και οι αντίστοιχες ημερομηνίες: Ιωάννινα μείον πέντε βαθμοί (20/12/1940), Καστοριά μείον 10,6 βαθμοί (30/12/1940), Φλώρινα μείον δέκα βαθμοί (στις 17 και 18/12/40) και μείον 17 (22/12/40), Κορυτσά μείον εννέα βαθμοί (30/12/40), Μοσχόπολη μείον 19 βαθμοί (30/12/40) και μείον 20 βαθμοί (14/1/1941).
Οι ελάχιστες θερμοκρασίες των -19ο C και -20ο C σημειώθηκαν στη Μοσχόπολη σε ύψος 1.200 μέτρων, συνεπώς, όπως είπε ο κ. Ζερεφός, «στις χιονοσκεπείς κορυφές με υψόμετρο άνω των 1.500 μέτρων, οι θερμοκρασίες κάτω των μείον 20ο C ήσαν συνήθεις, ιδίως κατά τις αίθριες νύχτες».
Επεσήμανε ότι «οι ανωτέρω θερμοκρασίες του αέρος καταγράφηκαν με θερμόμετρα εγκατεστημένα εντός μετεωρολογικού κλωβού και οι θερμοκρασίες του χιονοσκεπούς εδάφους, με τις οποίες κυρίως σχετίζονται τα κρυοπαγήματα των κάτω άκρων, ασφαλώς παρουσίαζαν ακόμη χαμηλότερες ελάχιστες τιμές».
Ανέφερε ακόμη ότι «από πλευράς τραυματιολογικής, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η στολή των φαντάρων σχετικά με τα κρυοπαγήματα των κάτω άκρων διότι, οι υγρανθείσες γκέτες που φορούσαν, πάγωναν και διαστελλόμενες διέκοπταν την κυκλοφορία του αίματος σε θερμοκρασίες πολύ χαμηλές, με τραγικά αποτελέσματα».
Σημαντικές ήσαν και οι βροχές, καθώς στην ορεινή ζώνη της Πίνδου σε υψόμετρο άνω των 1.500 μέτρων η ημερήσια βροχόπτωση εκτιμάται ότι συχνά ξεπερνούσε τα δέκα χιλιοστά, ενώ σε μερικές περιπτώσεις έφθανε και τα 30 χιλιοστά.
Η ιστορία αποδεικνύει, όπως είπε ο κ. Ζερεφός, «ότι οι κλιματικές ακρότητες προσέφεραν πάντοτε προστασία στη χώρα που δέχεται την εισβολή, ιδίως όταν αυτή έχει μεγάλη γεωγραφική έκταση».
Ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις παρέθεσε τόσο την εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση το 1941-43, όσο και του Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812-13, όταν και στις δύο περιπτώσεις οι στρατάρχες υποτίμησαν τον καιρό, ο οποίος ήταν αντίξοος, κυρίως για τους επιτιθέμενους. Η μέση θερμοκρασία του χειμώνα και στις δύο εισβολές ήταν περίπου 15 βαθμοί κάτω του μηδενός.
Ο Έλληνας ακαδημαϊκός ανέφερε ότι «ιδιαίτερη εντύπωση προξενούν διάφορες συμπτώσεις ημερομηνιών, μεθόδων, επιδιώξεων και άλλων χαρακτηριστικών και στις δύο εκστρατείες, του 1812 και του 1941». Και στις δύο περιπτώσεις η επίθεση άρχισε σε πολύ προχωρημένη εποχή, ενώ τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Γερμανοί ήσαν ανεπαρκώς ντυμένοι και παρασκευασμένοι για τον ρωσικό χειμώνα. Τελικά, τόσο ο Χίτλερ, όσο και ο Ναπολέων χρέωσαν το βάρος της καταστροφής στο ρωσικό χειμώνα.
Ο κ. Ζερεφός τόνισε πόσο σημαντική υπήρξε η συμβολή του πολέμου στην Ελλάδα για την ήττα των Γερμανών στο ανατολικό μέτωπο. Όπως είπε, «η αναβολή της εισβολής κατά έξι εβδομάδες στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα έφερε τους Γερμανούς πολύ κοντά στο βαρύτατο ρωσικό χειμώνα, πριν προφτάσουν να επιτύχουν την αστραπιαία νίκη που ευελπιστούσαν».
Έτσι, μια εκπομπή της 27ης Απριλίου 1942 του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας, με θέμα «Χαιρετισμός προς Έλληνες», ανέφερε: «..Επολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, γιατί είσαστε Έλληνες. Ως Ρώσοι κερδίσαμε, χάρις στη θυσία σας, χρόνο για να αμυνθούμε. Σας ευγνωμονούμε».