(ένα από τα παραμύθια που θα ακούσουν τα παιδιά πάλι φέτος τον άλλο μήνα στο Χριστουγεννιάτικο Χωριό στον Καπνικό Σταθμό, δίπλα στα δικαστήρια Κατερίνης)
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Σε...
ένα μικρό χωριό, πριν πολλά-πολλά χρόνια, ζούσε μια γυναίκα φτωχή, η κυρά Καλή.
Τη λέγανε έτσι γιατί μιλούσε για όλους με καλά λόγια.
Απέναντί της ακριβώς ζούσε μία άλλη γυναίκα η Κυρά Κακή. Τη λέγανε έτσι γιατί το στόμα της έσταζε φαρμάκι. Μιλούσε άσχημα για όλους, κακόψυχη, κουτσομπόλα.
Ήταν χειμώνας κι έκανε κρύο. Έτσι, η κυρά- Καλή, σηκώθηκε το πρωί και πήγε στο δάσος να μαζέψει ξύλα για το τζάκι της.
Ξαφνικά ο ουρανός άστραψε και μια ξαφνική μπόρα ξέσπασε. Βροχή, κρύο, αστραπές…
Για καλή της τύχη όμως, εκεί κοντά υπήρχε μια καλύβα που ποτέ άλλοτε δεν την είχε προσέξει. Λες κι εμφανίστηκε μαγικά εκείνη τη στιγμή. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, πλησίασε και χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξαν αμέσως και μπήκε μέσα.
Γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι καθότανε ένας συμπαθητικός γέρος με μια άσπρη μακριά γενειάδα και δώδεκα όμορφα παλικάρια. Τα τρία φορούσαν γούνες, τρία είχαν στα μαλλιά τους στεφάνια από λουλούδια, τρία είχαν στεφάνια από στάχυα και τα τρία τελευταία φορούσαν στεφάνια από σταφύλια. Η κυρά- Καλή τα έχασε μα δεν φοβήθηκε.
- Καλώς την κυρούλα… κάτσε να ξαποστάσει… της είπαν τα παλικάρια με μια φωνή!
- Α! Σας ευχαριστώ καλά μου παιδιά!… απάντησε η κυρά-Καλή κι έκατσε δίπλα στο τζάκι.
Πιάσαν την κουβέντα και κάποια στιγμή ο γέροντας τη ρώτησε:
- Ποιο μήνα αγαπάς περισσότερο; Ποιος είναι ο καλύτερος απ’ όλους;
Η κυρά-Καλή, αφού το σκέφτηκε για λίγο, απάντησε με ευγενική και καλοσυνάτη φωνή
- Όλοι οι μήνες του χρόνου είναι καλοί και ευλογημένοι. Όλοι έχουν τις χάρες τους και τις ομορφιές τους. Για παράδειγμα,
• Ο Γενάρης φέρνει τα χιόνια και τα παιδιά βγαίνουν έξω να παίξουν μαζί του και να φτιάξουν χιονάνθρωπους.
• Ο Φλεβάρης φέρνει την αποκριά κι όλοι μασκαρεύονται.
• Ο Μάρτης φέρνει τα χελιδόνια, προάγγελοι της Άνοιξης και του καλοκαιριού.
• Ο Απρίλης την Πασχαλιά, την μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης, τσουρέκια, γλυκά…
• Και ο Μάης τα λουλούδια που κάνει όλη την πλάση να μοιάζει με πολύχρωμο πίνακα ζωγραφικής.
• Ο Ιούνης τα χρυσά τα στάχυα και ο Ιούλης τα μπάνια στη θάλασσα…
• Αχ… κι ο Αύγουστος μας δίνει φρούτα καλοκαιρινά, δροσιστικά και απολαυστικά.
• Κι έπειτα ο Σεπτέμβρης φέρνει τα σταφύλια, τρύγο και χαρά.
• Ο Οκτώβρης τις βροχές που ζητάει η γης να ξεδιψάσει κι ο Νοέμβρης τις ελιές και το ευλογημένο λάδι.
• Ε κι ο Δεκέμβρης τέλος, τι χαρά, τις μεγάλες τις γιορτές, κάλαντα, παιδικές φωνές, δώρα, μελωδικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια…
Ο γέροντας έκανε ένα νεύμα στα παλικάρια κι εκείνα βγήκαν από το δωμάτιο κι ύστερα από λίγο γύρισαν κρατώντας ένα μεγάλο σακούλι.
- Αυτό είναι για σένα, ένα δώρο από εμάς για τα καλά σου λόγια. Μόνο να ανοίξεις όταν φτάσεις στο σπίτι σου και κλείσεις καλά πρώτα την πόρτα. Εντάξει; Καλό δρόμο να ‘χεις!
Η κυρά-Καλή τους ευχαρίστησε και τους αποχαιρέτησε παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής. Όταν έφτασε στο φτωχικό της, έκλεισε την πόρτα, άνοιξε το σακούλι, και τι να δει; Ήταν γεμάτο με χρυσές λίρες, κοσμήματα, λεφτά, ένας ολόκληρος θησαυρός!
Μόλις η κυρά Κακή, η γειτόνισσα της, είδε την κυρά Καλή να αγοράζει καινούρια πράγματα για το σπίτι της και να βοηθάει τους άλλους φτωχούς συγχωριανούς της πήγε να τη ρωτήσει πού βρήκε τα χρήματα.
- Μήπως τα έκλεψες;
Η κυρά-Καλή έκατσε και της τα εξιστόρησε όλα, πώς πήγε στο δάσος στο σπιτάκι με τον γέροντα και τα 12 παιδιά του.
Αμέσως έτρεξε η κυρά Κακή στο βουνό να βρει την καλύβα, για να πάρει κι αυτή τον θησαυρό. Αφού έφτασε, χτύπησε την πόρτα και της άνοιξαν τα παλικάρια.
- Καλημέρα γιαγιά…πέρασε να ξαποστάσεις και να σε φιλέψουμε, της είπαν.
- Ποια καλημέρα βλέπετε; Κακή, ψυχρή κι ανάποδη… τους απάντησε κατσουφιασμένη και θυμωμένη.
- Για πες μας να χαρείς, ποιό μήνα αγαπάς περισσότερο; Ποιός είναι πιο καλός; Τη ρώτησαν.
Κι αυτή απάντησε,
- Όλοι τους είναι χάλια…πάρ' τον έναν και χτύπα τον στον άλλο! Κανέναν δεν αγαπώ.
• Ο Γενάρης με παγώνει με τα χιόνια και τις λάσπες.
• Ο Φλεβάρης με ζαλίζει με τα καρναβάλια του που έρχονται όλοι στο σπίτι και ζητάνε να βρω ποιοί είναι μασκαρεμένοι.
• Ο Μάρτης φέρνει χελιδόνια και κουτσουλάνε τις αυλές και ο Απρίλης μου φέρνει αλλεργία, φτερνίζομαι και γεμίζω σπυριά.
• Ο Μάης φέρνει τα λουλούδια, τρέχουν τα παιδιά, φωνές παντού… μου παίρνουνε τ’ αυτιά.
• Ο Ιούνης φέρνει δουλειές, μπελάδες… τρέχα να θερίσεις και ν’ αλωνίσεις…ούφ…
• Ιούλης κι Αύγουστος, τι ζέστη! ιδρώτας, καύσωνας, μύγες και κουνούπια. Σωστή φρίκη!
• Ο Σεπτέμβρης πάλι; Τρύγος, κούραση… α πα πα πα…
• Και τον Οκτώβρη πιο πολλές δουλειές, έρχονται οι βροχές, οι λάσπες, άντε να αλλάξεις τα ρούχα από καλοκαιρινά σε χειμωνιάτικα…
• Ο Νοέμβρης στρώσε- ξέστρωσε, ψάξε μάλλινα, στρώσε χαλιά και κάνε υπομονή για να αντέξεις του Δεκέμβρη το μπελά: ξύλα για το τζάκι, καλικάντζαροι, έξοδα για γλυκά, για δώρα, κάλαντα και τελειώνουν τα λεφτά χωρίς να το καταλάβεις!
Ο γέροντας έκανε ένα νεύμα στα παλικάρια και εκείνα αφού βγήκαν από το δωμάτιο, επέστρεψαν μετά από λίγο φέρνοντας στην κυρά ένα μεγάλο σακούλι.
- Ορίστε! Αυτό είναι για σένα. Θα το ανοίξεις μόνο όταν φτάσεις στο σπίτι σου, μα μην ξεχάσεις πρώτα να κλείσεις καλά - καλά την πόρτα!
Έφυγε γρήγορα-γρήγορα χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Μόλις έφτασε στο σπίτι, έκλεισε και μαντάλωσε τα παραθύρια και την πόρτα και μετά αναποδογύρισε το σακούλι, περιμένοντας να ξεχυθούν τα χρυσά φλουριά, οι λίρες και τα λεφτά. Μα αυτό ήταν γεμάτο πέτρες, φίδια, κατσαρίδες και ποντίκια.
- Βοήθεια! Βοήθεια!
τρόμαξε πάρα πολύ κι άρχισε να τρέχει, έφυγε μακριά απ’ το χωριό.
Έτσι πήρε ένα μάθημα για τον κακό της τρόπο και τα απαίσια λόγια της.
Ενώ η κυρά-Καλή έζησε ευτυχισμένη κι αγαπημένη με όλους.