Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Σαν σήμερα το 1904, ένα μήνα μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά, ο καπετάν Βάρδας (Γεώργιος Τσόντος) μπαίνει στην κατεχόμενη Μακεδονία


Στις 13 Νοεμβρίου του 1904, ένα μήνα μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά, ανταρτικό σώμα από σαράντα άνδρες, υπό τον Ανθυπολοχαγό του Πυροβολικού Γεώργιο Τσόντο (Βάρδα) από τα Σφακιά της Κρήτης, περνά την ελληνοτουρκική μεθόριο κοντά στο Αγιόφυλλο της Θεσσαλίας και μπαίνει στη Μακεδονία. Το Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο ανέθεσε... 

 
 
 
στον Τσόντο τη γενική αρχηγία των ανταρτικών σωμάτων της περιφέρειας (Βιλαέτι) Μοναστηρίου, μετά την ασθένεια του προκατόχου του, Γεωργίου Κατεχάκη.

Γεννήθηκε στο χωριό Ασκύφου της επαρχίας Σφακίων το 1871. Το 1888 εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και ορκίστηκε το 1893 ανθυπολοχαγός πυροβολικού. Έλαβε μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1897-1898 καθώς και στον Μακεδονικό Αγώνα, Στην Μακεδονία μαζί με Κρήτες εθελοντές έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στις περιοχές Κορεστίων-Καστοριάς-Φλώρινας-Μοναστηρίου. Το ψευδώνυμο καπετάν Βάρδας του δόθηκε κατά την δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα.

Συμμετείχε, ως Λοχαγός, στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Το 1914 παραιτήθηκε από το στράτευμα για να προσφύγει στην Βόρεια Ήπειρο, όπου τέθηκε υπό τις διαταγές της εκεί Προσωρινής Κυβέρνησης της Αυτόνομης Ηπείρου. Τέθηκε υπεύθυνος του τομέα Κορυτσάς μέχρι και τον Οκτώβριο του 1914.
Στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού τέθηκε στο πλευρό των φιλοβασιλικών κύκλων με αποτέλεσμα να αποταχθεί από το στράτευμα.

Το 1917, λίγο πριν από την επιστροφή του Βενιζέλου, ως προέδρου κυβέρνησης εγκατεστημένης από τους Αγγλογάλλους, στην Αθήνα, έφυγε μαζί με άλλους οπαδούς του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ευρυτανία· και τελικά, μετά από τρίμηνη περιπλάνηση στα εκεί άγρια και δυσπρόσιτα βουνά, βρήκε καταφύγιο στο Παλαιόκαστρο, της Λαμίας, στο σπίτι του Κώστα Σιάννου, στελέχους του βενιζελικού κόμματος.

Επανήλθε το 1920 και διετέλεσε το επόμενο έτος διοικητής της Σχολής Ευελπίδων. Απομακρύνθηκε για δεύτερη φορά μετά την επικράτηση του κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου το 1922, ενώ επανήλθε πάλι σε περιορισμένο βαθμό το 1927 και πλήρως το 1935.

Ο Γεώργιος Τσόντος έφτασε μέχρι του βαθμού του Αντιστράτηγου, ενώ άφησε πλούσιο αρχείο με δικά του απομνημονεύματα το οποίο χρησίμευσε σε διάφορες ιστορικές μελέτες αργότερα.