Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Η ζωή και ο θάνατος του Κωνσταντίνου Κατσίφα


Μια φρεσκοβαμμένη ελληνική σημαία με την επιγραφή «Βουλιαράτες» -στην πρόσοψη του Δημοτικού Σχολείου, στο κέντρο του ομώνυμου βορειοηπειρώτικου χωριού- φαίνεται να ήταν η αρχή του τέλους για τον Κωνσταντίνο Κατσίφα, τον 35χρονο ομογενή που ανήμερα της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου εκτελέστηκε από τις επίλεκτες δυνάμεις της αλβανικής αστυνομίας.

Ξημερώματα... 

 
 
 
28ης Οκτωβρίου 2018 στους Βουλιαράτες, ένα μικρό μειονοτικό χωριό περίπου 300 κατοίκων του Δήμου Δρόπολης, 8 χιλιόμετρα μετά τα ελληνοαλβανικά σύνορα στην Κακαβιά, το οποίο ανήκει στην επίσημη μειονοτική ζώνη που αναγνωρίζουν θεωρητικά τα Τίρανα. Εναν τόπο όπου οι ομογενείς έχουν -βάσει νομοθεσίας- το δικαίωμα να τιμούν τις εθνικές επετείους και τα εθνικά σύμβολα, κάτι που συχνά πυκνά ενοχλεί την... αλβανική αισθητική.

Εκείνη την ημέρα, προτού καλά-καλά ανατείλει ο ήλιος, ο 35χρονος Κωνσταντίνος Κατσίφας ζωγράφιζε στον τοίχο του σχολείου του χωριού την ελληνική σημαία προκειμένου να τιμήσει τους Ελληνες στρατιώτες που βρίσκονται θαμμένοι στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο του χωριού -πεσόντες κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941-, αλλά και για να υπενθυμίσει ότι η ιδιαίτερη πατρίδα του κατοικείται από Ελληνες, σε πείσμα των συνεχιζόμενων αλβανικών προκλήσεων και μεθοδεύσεων.

Την προηγούμενη μέρα, ο ίδιος και κάποιοι φίλοι του είχαν σημαιοστολίσει, όπως σε κάθε εθνική επέτειο, την κεντρική οδό του χωριού έως το Στρατιωτικό Κοιμητήριο - τις σημαίες, όπως κάθε χρόνο άλλωστε, τις είχε αγοράσει με το μεροκάματό του ο Κατσίφας ή αλλιώς το παιδί που αγαπούσε την πατρίδα όσο τίποτα στον κόσμο...

Οι προφητικές αναρτήσεις του στα social media


 
Το ιδιαίτερο πάθος του Κωνσταντίνου Κατσίφα για τις ελληνικές σημαίες ήταν γνωστό και στις αλβανικές αρχές, όπως ακριβώς και ο ιδιαίτερος ζήλος του να υπερασπίζεται και να προβάλλει τον πατριωτισμό του -ακραίος για πολλούς- μέσω των αναρτήσεών του στα social media και όχι μόνο. Ο ίδιος μιλούσε ευθέως και μεγαλοφώνως για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Βορειοηπειρωτών. «Η ζωή κάτω από τον ζυγό της τυραννίας δεν έχει νόημα και αξία. Η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά είναι έπαθλο που το κερδίζει ο άνθρωπος με τον αγώνα του», είχε γράψει σε παλαιότερη ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook. Παρακολουθώντας κάποιος τα όσα κατά καιρούς ανέβαζε στα social media -όσο κι αν διαφωνούσε μαζί του-, εύκολα αντιλαμβανόταν το μεγάλο πάθος του για την Ελλάδα και την επίμονη προσπάθειά του να ευαισθητοποιήσει τους συμπατριώτες του -αλλά και τους υπόλοιπους Ελληνες- για τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.

Ο Κατσίφας έζησε και μεγάλωσε στην Ελλάδα αποκτώντας τη νοοτροπία και την ψυχολογία Ελληνα και όχι μειονοτικού της Αλβανίας που τα Τίρανα αντιμετωπίζουν διαχρονικά ως «ξενιστή». Δεν είχε ουσιαστικά συμβιβαστεί με την ιδέα ότι το χωριό του -μόλις λίγα χιλιόμετρα από την Ελλάδα- απειλούνταν με αφανισμό. Μία τελευταία ανάρτησή του, λίγες ημέρες πριν από το περιστατικό, προκαλεί εκ των υστέρων ανατριχίλα: «Τσίπρας και Ράμα κάνουν σχέδια χωρίς τον νοικοκύρη. Για ένα πράγμα να είναι σίγουροι. Η σκληροπυρηνική Νεολαία της Βορείου Ηπείρου δεν θα μείνει θεατής. Καλούνται όλοι Ελληνες της Βορείου Ηπείρου την 28η Οκτωβρίου να στείλουμε ένα μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση. Ελλάς ή θάνατος». Λίγες ώρες αργότερα ο Κωνσταντίνος Κατσίφας έπεφτε νεκρός από τα πυρά των αλβανικών αρχών.

Η σημαία στον τοίχο και ο Αλβανός «σερίφης»

Νωρίς το πρωί της περασμένης Κυριακής περιμένοντας να ξεκινήσει η δοξολογία για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου στην εκκλησία του χωριού, ο Κατσίφας -σύμφωνα με μαρτυρίες- διαπληκτίστηκε με έναν Αλβανό αστυνομικό που υπηρετεί χρόνια στην περιοχή γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Σαν άλλος σερίφης, ο Q.P. ζήτησε επιτακτικά από τον ομογενή εξηγήσεις για την ελληνική σημαία που είχε ζωγραφίσει λίγες ώρες νωρίτερα στον τοίχο του σχολείου. Ο Κατσίφας του απάντησε ότι πρόκειται για το εθνικό σύμβολο των κατοίκων του χωριού, το οποίο θα πρέπει να γίνει σεβαστό. Συνεχίζοντας στο ίδιο έντονο ύφος και κουνώντας επιδεικτικά το υπηρεσιακό του περίστροφο ο αστυνομικός τού έδειξε με το δάχτυλο την ελληνική σημαία στην κορυφή του λόφου -επάνω ακριβώς από το Στρατιωτικό Κοιμητήριο- λέγοντάς του: «Αυτή θα κατέβει σύντομα από εκεί». Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Κατσίφας λογομαχούσε με τον «σερίφη» για τις ελληνικές σημαίες στο χωριό, σε μια προσπάθεια εκφοβισμού του. Δυστυχώς όμως ήταν η τελευταία...

Ο εν λόγω αστυνομικός έχει σοβαρές ευθύνες για τα όσα ακολούθησαν, καθώς αντί να προσπαθήσει να χαμηλώσει τους τόνους, ερέθισε ακόμη περισσότερο με τα λόγια και τις κινήσεις του τον 35χρονο ομογενή, ο οποίος απομακρύνθηκε φανερά εκνευρισμένος και αναστατωμένος από την πλατεία. Αυτή ήταν η αρχή της τραγωδίας. Η συνέχεια λίγο πολύ είναι γνωστή. Ο Κατσίφας επέστρεψε στην πλατεία του χωριού κρατώντας ένα τροποποιημένο -και με διόπτρα- καλάσνικοφ. Για όσους απορούν πού το βρήκε, να υπενθυμίσουμε ότι στην Αλβανία δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατέχει -παράνομα- κάποιος όπλο. Ακολούθησε πανικός, με τον 35χρονο να πυροβολεί στον αέρα και τους Αλβανούς αστυνομικούς να απαντούν με τα υπηρεσιακά τους περίστροφα. Στο βίντεο από κάμερα κινητού που δημοσιοποιήθηκε σε αλβανικά ΜΜΕ εμφανίζεται ο Κατσίφας να προσπαθεί να καλυφθεί πίσω από αυτοκίνητα κρατώντας χαμηλά το καλάσνικοφ χωρίς να απαντάει στις βολές των αστυνομικών. Το σκηνικό στην πλατεία δεν διήρκεσε περισσότερο από πέντε λεπτά και χωρίς να υπάρξει κανένας απολύτως τραυματισμός, παρά τα όσα αρχικά μετέδωσαν εσκεμμένως τα κατευθυνόμενα αλβανικά ΜΜΕ, ο Κατσίφας απομακρύνθηκε ανηφορίζοντας τα στενά σοκάκια του χωριού. Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί δεν διαχειρίστηκε το περιστατικό η ομάδα της τοπικής αστυνομίας, όταν μάλιστα δεν υπήρξε κανένας νεκρός ή τραυματίας, και ειδοποιήθηκε άμεσα να φτάσει στο σημείο η αερομεταφερόμενη επίλεκτη μονάδα της αλβανικής αστυνομίας, γνωστή ως RENEA.

Οι επίλεκτοι της RENEA και τα αναπάντητα ερωτήματα

Ομάδες της RENEA εισέβαλαν γρήγορα πάνοπλες στους Βουλιαράτες αναζητώντας τον Κατσίφα και ρωτώντας τους κατοίκους -δείχνοντάς τους φωτογραφία που κρατούσαν στα χέρια τους- πού είναι το σπίτι του. Αλλοι κινήθηκαν προς τα εκεί και άλλοι προς το βουνό Τσούκλισα, που δεσπόζει επάνω ακριβώς από το χωριό και στο οποίο είχε καταφύγει ο 35χρονος. Στο σπίτι του θύματος, σύμφωνα με καταγγελίες, οι αστυνομικοί της RENEA βιαιοπράγησαν κατά της μητέρας του ζητώντας της να αποκαλύψει πού κρύβεται ο γιος της. Η ίδια βέβαια δεν γνώριζε το παραμικρό για όσα είχαν προηγηθεί. Οι υπόλοιπες δυνάμεις κινήθηκαν, με την κάλυψη ελικοπτέρου, προς την Τσούκλισα, αναζητώντας τα ίχνη του 35χρονου συνοδεία ειδικού σκύλου.

Σύμφωνα με μαρτυρία βοσκού της περιοχής, ο Κατσίφας έφτασε έως την κορυφή του βουνού. Εκεί τον συνάντησε κάποιος βοσκός που του έδωσε νερό και ένα τζάκετ. Αγνωστο γιατί, αλλά ο 35χρονος ομογενής, αντί να συνεχίσει την πορεία του πίσω από το βουνό και να διαφύγει, επέλεξε να επιστρέψει κατηφορίζοντας προς τους Βουλιαράτες. Εκεί ήρθε τετ α τετ με τους επίλεκτους της αλβανικής αστυνομίας που τον καταζητούσαν, με το τέλος του να μοιάζει σχεδόν προδιαγεγραμμένο. Mόνο εάν δημοσιοποιηθούν τα πλάνα που κατέγραψαν οι κάμερες του ελικοπτέρου, του drone και των κρανών που φέρουν οι επίλεκτοι της RENEA θα μάθουμε τι ακριβώς έγινε στην Τσούκλισα το μεσημέρι της 28ης Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Θεόδωρο Βουγιουκλάκη, ο οποίος εξέτασε μακροσκοπικά τη σορό του 35χρονου μόλις για πέντε λεπτά, το θύμα φέρει δύο διαμπερή τραύματα κοντά στην καρδιά. Τις εν λόγω βολές τις δέχτηκε σε όρθια στάση από ισχυρό όπλο και σε κοντινή απόσταση, χωρίς κανένα άλλο σημάδι τραυματισμού στο σώμα του, κάτι που αποδεικνύει ότι οι επίλεκτοι της αλβανικής αστυνομίας, παρότι άριστα και άρτια εκπαιδευμένοι σε τέτοιες καταστάσεις, δεν επιχείρησαν να τον ακινητοποιήσουν τραυματίζοντάς τον σε μη ζωτικά σημεία του σώματός του. Αντιθέτως, ήθελαν τον Κατσίφα νεκρό...

Αρχικά τα αλβανικά ΜΜΕ έκαναν λόγο για σύλληψη του «Greek extremist» σημειώνοντας ότι κατά τη σύλληψή του φώναξε: «Zήτω η Ελλάδα. Ζήτω ο Ελληνισμός». Μισή ώρα αργότερα, οι τίτλοι άλλαξαν σε «Νεκρός ο Ελληνας εξτρεμιστής». Τι μεσολάβησε σε εκείνα τα λεπτά και ο Κατσίφας από «συλληφθείς» κατέληξε «νεκρός» ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Ο 35χρονος που είχε υπηρετήσει ως καταδρομέας στις Ενοπλες Δυνάμεις, εάν ήθελε να αφαιρέσει ζωές, θα μπορούσε να το κάνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Δεν το έκανε όμως. Οι αλβανικές αρχές καλούνται να δώσουν μια σειρά από πειστικές εξηγήσεις στο γιατί δεν ακολουθήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες και γιατί εκτελέστηκε ψυχρά ο 35χρονος ομογενής όταν βρισκόταν 1,5 χλμ. μακριά από κατοικημένη περιοχή, σε μια γυμνή πλαγιά, χωρίς ούτε ένα δέντρο και χωρίς -όπως προκύπτει- να προσπαθήσει να αμυνθεί. «Είναι σαν να βγήκε και να τους είπε ‘‘εδώ είμαι, δεν φοβάμαι, μπορείτε να με σκοτώσετε αν έχετε τα κότσια’’ και τον σκότωσαν», δήλωσε ο γαμπρός του θύματος Βαγγέλης Σακελλαράκης.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Κατσίφας επεδίωξε αυτό το τέλος για να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Σε μία από τις αναρτήσεις του στο Facebook είχε γράψει: «H ζωή μας δεν είναι μια πρόβα στο έργο που θα ακολουθήσει: είναι το ίδιο το έργο με μία και μοναδική παράσταση! Εμείς γράφουμε την πλοκή, εμείς οριοθετούμε το διάλειμμα, εμείς ορίζουμε το φινάλε». Το αν όρισε ο ίδιος το δικό του φινάλε ίσως να μην το μάθουμε ποτέ...


 
Τα σημαιάκια που είχε αγοράσει ο Κατσίφας για τα παιδιά του χωριού
με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
Δεν πρόλαβε να τα μοιράσει καθώς τον πρόλαβαν οι σφαίρες των Αλβανών

Περήφανος Έλληνας
 
Συγχωριανοί και φίλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον 35χρονο ομογενή: χαμογελαστός και ευδιάθετος, βοηθούσε όποιον του το ζητούσε, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο ίδιος αναλάμβανε με τους φίλους του εξωραϊστικές δράσεις και πρωτοστατούσε κάθε Δεκαπενταύγουστο στο φημισμένο παραδοσιακό ηπειρώτικο πανηγύρι του χωριού. Σε ηλικία 7 ετών, και μετά την πτώση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία το 1990, ο Κωνσταντίνος Κατσίφας εγκαταστάθηκε με τους γονείς του και τις τρεις αδελφές του στην Αθήνα. Μοναχογιός της οικογένειας, μεγάλωσε με αγάπη, υποστήριξη και πολλές ιστορίες από τους Βουλιαράτες, όπου η οικογένειά του πήγαινε με κάθε ευκαιρία.

Στην αρχή η ζωή στην Ελλάδα ήταν δύσκολη, αλλά με πολλή δουλειά και αλληλοϋποστήριξη οι γονείς του Ιωάννης και Βασιλική Κατσίφα κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα. Ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε ως περήφανος Βορειοηπειρώτης. Με καμάρι, κάθε 28η Οκτωβρίου, έλεγε σε δάσκαλους και συμμαθητές του για το ελληνικό Στρατιωτικό Κοιμητήριο του χωριού του, όπου βρίσκονται θαμμένοι Ελληνες στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο με την Ιταλία. Για τα παλικάρια αυτά που ήρθαν από μακριά για να πέσουν για τη λευτεριά της Ελλάδας. Γι’ αυτό και το εν λόγω κοιμητήριο το επισκεπτόταν και το φρόντιζε κάθε φορά που βρισκόταν στο χωριό του. Οσον αφορά την προσωπική του ζωή, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε σε σχετικά μικρή ηλικία τα σκαλοπάτια της εκκλησίας και ήταν πατέρας ενός 14χρονου σήμερα κοριτσιού το οποίο λάτρευε.

Ο 35χρονος ομογενής υπήρξε πολυτεχνίτης και έτρεφε μεγάλη αγάπη για την τέχνη. Ασχολούνταν και με την ξυλογλυπτική και είχε σκαλίσει τέμπλα εκκλησιών με επιμονή και μεράκι. Στο εργαστήριό του στους Βουλιαράτες είχε στήσει μάλιστα το «στρατηγείο» του, όπως το αποκαλούσε. Εκεί κατασκεύαζε τις βάσεις και τα κοντάρια των σημαιών και εκεί έραψε την τεράστια σημαία που έγινε viral στα τελευταία μεγάλα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, πρωτοστατώντας με άλλους συμπατριώτες του κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ατομο με ιδιαίτερη πίστη και σεβασμό στα Θεία, δεν μπορούσε, όπως λένε οι συντοπίτες του, να βλάψει ούτε μυρμήγκι. Προγραμμάτιζε να ταξιδέψει το επόμενο διάστημα στο Αγιον Ορος και μεγάλη επιθυμία του ήταν να χτιστεί στο χωριό του μια μεγάλη εκκλησία. Για το τελευταίο όνειρό του μάλιστα μιλούσε με πάθος, ζητώντας από τους συγχωριανούς του να κινητοποιηθούν για να γίνει πραγματικότητα. Τα τελευταία χρόνια, και λόγω της ανεργίας, εργαζόταν κάθε καλοκαίρι ως μπάρμαν σε κλαμπ της Μυκόνου, ευδιάθετος και χαμογελαστός, περιμένοντας υπομονετικά τη λήξη της περιόδου για να επιστρέψει στους Βουλιαράτες.

Ολοι οι κάτοικοι του χωριού κάνουν λόγο για ένα παιδί απλό, καθημερινό, ευγενικό, με αίσθηση του χιούμορ. Υπεράσπιζε με πάθος τις ιδέες και τα πιστεύω του πάντα μέσα από τον διάλογο και με επιχειρήματα. Παρ’ όλα αυτά, τις πρώτες ώρες μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του στους Βουλιαράτες, αλβανικά ΜΜΕ επιχείρησαν να τον παρουσιάσουν ως άτομο με ψυχολογικά προβλήματα και στη συνέχεια ως εξτρεμιστή και μέλος της Χρυσής Αυγής. Στον μύλο της αλβανικής παραπληροφόρησης συνέβαλε σημαντικά και η διαρροή της ΕΛ.ΑΣ. -μέσω του ΑΠΕ- για εμπλοκή του σε υπόθεση εμπορίας χασίς πριν από δέκα χρόνια, παρότι είχε απαλλαγεί από τις κατηγορίες. Το ενδιαφέρον του για το χωριό τον οδήγησε να ασχοληθεί με τα κοινά στις τελευταίες δημοτικές εκλογές. Αν και ηττήθηκε από τον σημερινό πρόεδρο Δημήτρη Κουρεμένο, στην πορεία έγιναν οι καλύτεροι συνεργάτες και φίλοι. Αυτός του έκλεισε και τα μάτια λίγη ώρα μετά την εκτέλεσή του από τους άνδρες της RENEA, όταν αψηφώντας τις απαγορεύσεις έφτασε στο σημείο για να τον βρει νεκρό στη γη που λάτρεψε και αγάπησε ως το τέλος. «Η γη μας είναι η ψυχή μας. Είναι οι μνήμες των προγόνων μας και των θυσιών τους», είχε γράψει κάποτε ο 35χρονος ομογενής. Εκεί έπεσε όρθιος. Στην αγαπημένη του γη, στον τόπο που λάτρεψε, έχοντας ως τελευταία εικόνα τα βουνά της πατρίδας...