Η φράση ότι υπάρχει μια δεύτερη Ελλάδα εκτός των συνόρων της χώρας ακούγεται όλο και περισσότερο και το τρίτο κύμα μετανάστευσης που γνωρίζει η χώρα είναι γεγονός.
Ενδεχομένως ...
Ενδεχομένως ...
αυτό το κύμα δεν έχει τη δυναμική του των δύο προηγουμένων, αυτού που σημειώθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα και αυτού που έγινε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με βάση τα τελευταίες εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού σήμερα, περισσότεροι από 5 εκατ. πολίτες ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων και οι περισσότεροι από αυτούς είναι στις ΗΠΑ.
Μέσα στα πρώτα δύο κύματα πολλοί ήταν οι Έλληνες που κατάφεραν να πετύχουν και χτίσουν τις δικές τους επιχειρηματικές ιστορίες. Κάπου εκεί ανάμεσα σε όλους αυτούς που έφευγαν από την Ελλάδα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και ο Ζωιτάς. Σήμερα έχει πέντε διάσημα ντελικατέσεν που ζηλεύουν ακόμη και οι μεγάλες αλυσίδες, ενώ ο ίδιος έχει προσελκύσει το παρελθόν το ενδιαφέρον των New York Times και άλλων διεθνών μέσων ενημέρωσης.
Ο Γιάννης Ζωιτάς γεννήθηκε στο χωριό Ρουπακιάς στη Λευκάδα. Ένα χωριό που σήμερα δεν υπάρχει στον χάρτη, είναι εγκαταλελειμμένο και τα ψηλά χορτάρια καταπίνουν τα σπίτια και τα χαλάσματα.
Σε αυτό το χωριό ο Γιάννης Ζωιτάς, γνωστός πλέον στην Αμερική με το παρατσούκλι «Big John» θυμάται πως μεγαλώνοντας με τα έξι αδέρφια στο σπίτι του δεν υπήρχε πότε αρκετό φαγητό.
Τα χρόνια στο χωριό ήταν δύσκολα και ο ίδιος μετά την έκτη δημοτικού και αφού σταμάτησε το σχολείο, ξεκίνησε να δουλεύει με τον πατέρα του στις ελιές και τα αμπέλια της οικογένειας.
Ο δρόμος για τη μετανάστευση δεν άργησε.
Μετανάστευσε στις ΗΠΑ και όταν ήταν 26 χρονών και ξεκίνησε να δουλεύει σε κατάστημα της 110ης οδού στο Μπρόντγουεϊ. Αυτό το κατάστημα ήταν τότε ένα ασφυκτικά γεμάτο, μικρό μπακάλικο.
Το ίδιο μπακάλικο που υπάρχει και σήμερα, αλλά τότε ήταν πολύ μικρότερο και με διαφορετικό όνομα.
Η προκαταβολή και ο όρκος
Το αγόρασε τελικά και δίνοντας προκαταβολή και τότε ορκίστηκε να πληρώσει όλες τις δόσεις και να αλλάξει το όνομα σε Westside Market. Στη συνέχεια το παντοπωλείο επεκτάθηκε και εμπλουτίστηκε με φρεσκομαγειρεμένο φαγητό. Η επέκταση κατέστη δυνατή με την αγορά του διπλανού κενού μπαρ και της παρακείμενης τράπεζας. «Οι άνθρωποι άρχισαν να τρώνε ποιοτικά και θα πληρώσουν παραπάνω γι’ αυτό», τόνισε σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Σήμερα έχει στην κατοχή του έξι καταστήματα με την επωνυμία «Westside Market» στη Νέα Υόρκη.
Το κατάστημα στην 110η οδό διαθέτει περισσότερα από 20.000 προϊόντα. Μεταξύ άλλων υπάρχει γάλα αμυγδάλου, γάλα καρύδας και βιολογικό. Οι πελάτες επιλέγουν προϊόντα χαμηλά σε νάτριο και χωρίς γλουτένη. Μάλιστα υπάρχουν 48 (!) ποικιλίες αυγού και πάνω από 250 είδη μπίρας.
Τα σπιτικά φαγητά και γλυκά, τα παρασκευάζει είτε η σύζυγός του, η Μαρία Ζωιτά, είτε οι σεφ, που ακολουθούν τις συνταγές της.
«Νομίζω ότι είναι καλό να δίνεις στους ανθρώπους κάτι που τους αρέσει», δήλωσε από το κατάστημα στην 110η οδό η 57χρονη Μαρία, ενώ ανακάτευε μεγάλες κατσαρόλες με γαρίδες με λευκό κρασί και κοτόπουλο με κρεμμύδια.
Ο καυγάς για το τσιζκέικ
Με βάση τα τελευταίες εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού σήμερα, περισσότεροι από 5 εκατ. πολίτες ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων και οι περισσότεροι από αυτούς είναι στις ΗΠΑ.
Μέσα στα πρώτα δύο κύματα πολλοί ήταν οι Έλληνες που κατάφεραν να πετύχουν και χτίσουν τις δικές τους επιχειρηματικές ιστορίες. Κάπου εκεί ανάμεσα σε όλους αυτούς που έφευγαν από την Ελλάδα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και ο Ζωιτάς. Σήμερα έχει πέντε διάσημα ντελικατέσεν που ζηλεύουν ακόμη και οι μεγάλες αλυσίδες, ενώ ο ίδιος έχει προσελκύσει το παρελθόν το ενδιαφέρον των New York Times και άλλων διεθνών μέσων ενημέρωσης.
Ο Γιάννης Ζωιτάς γεννήθηκε στο χωριό Ρουπακιάς στη Λευκάδα. Ένα χωριό που σήμερα δεν υπάρχει στον χάρτη, είναι εγκαταλελειμμένο και τα ψηλά χορτάρια καταπίνουν τα σπίτια και τα χαλάσματα.
Σε αυτό το χωριό ο Γιάννης Ζωιτάς, γνωστός πλέον στην Αμερική με το παρατσούκλι «Big John» θυμάται πως μεγαλώνοντας με τα έξι αδέρφια στο σπίτι του δεν υπήρχε πότε αρκετό φαγητό.
Τα χρόνια στο χωριό ήταν δύσκολα και ο ίδιος μετά την έκτη δημοτικού και αφού σταμάτησε το σχολείο, ξεκίνησε να δουλεύει με τον πατέρα του στις ελιές και τα αμπέλια της οικογένειας.
Ο δρόμος για τη μετανάστευση δεν άργησε.
Μετανάστευσε στις ΗΠΑ και όταν ήταν 26 χρονών και ξεκίνησε να δουλεύει σε κατάστημα της 110ης οδού στο Μπρόντγουεϊ. Αυτό το κατάστημα ήταν τότε ένα ασφυκτικά γεμάτο, μικρό μπακάλικο.
Το ίδιο μπακάλικο που υπάρχει και σήμερα, αλλά τότε ήταν πολύ μικρότερο και με διαφορετικό όνομα.
Η προκαταβολή και ο όρκος
Το αγόρασε τελικά και δίνοντας προκαταβολή και τότε ορκίστηκε να πληρώσει όλες τις δόσεις και να αλλάξει το όνομα σε Westside Market. Στη συνέχεια το παντοπωλείο επεκτάθηκε και εμπλουτίστηκε με φρεσκομαγειρεμένο φαγητό. Η επέκταση κατέστη δυνατή με την αγορά του διπλανού κενού μπαρ και της παρακείμενης τράπεζας. «Οι άνθρωποι άρχισαν να τρώνε ποιοτικά και θα πληρώσουν παραπάνω γι’ αυτό», τόνισε σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Σήμερα έχει στην κατοχή του έξι καταστήματα με την επωνυμία «Westside Market» στη Νέα Υόρκη.
Το κατάστημα στην 110η οδό διαθέτει περισσότερα από 20.000 προϊόντα. Μεταξύ άλλων υπάρχει γάλα αμυγδάλου, γάλα καρύδας και βιολογικό. Οι πελάτες επιλέγουν προϊόντα χαμηλά σε νάτριο και χωρίς γλουτένη. Μάλιστα υπάρχουν 48 (!) ποικιλίες αυγού και πάνω από 250 είδη μπίρας.
Τα σπιτικά φαγητά και γλυκά, τα παρασκευάζει είτε η σύζυγός του, η Μαρία Ζωιτά, είτε οι σεφ, που ακολουθούν τις συνταγές της.
«Νομίζω ότι είναι καλό να δίνεις στους ανθρώπους κάτι που τους αρέσει», δήλωσε από το κατάστημα στην 110η οδό η 57χρονη Μαρία, ενώ ανακάτευε μεγάλες κατσαρόλες με γαρίδες με λευκό κρασί και κοτόπουλο με κρεμμύδια.
Ο καυγάς για το τσιζκέικ
Η Μαρία Ζωιτά ήταν αυτή που έδωσε μάχη για να «φιλοξενούνται» σπιτικές γεύσεις στο Westside Market.
Όταν πλέον τα τρία παιδιά της μεγάλωσαν και έφυγαν για να σπουδάσουν πρότεινε στον σύζυγό της να πουλάει το δικό της τσιζκέικ στο παντοπωλείο του. Η απάντηση ήταν αρνητική και με ένταση αλλά δεν το έβαλε κάτω. Έκρυβε κομμάτια τσιζκέικ ανάμεσα στα ράφια και μετά την επιμονή της, ο Big John υποχώρησε.
«Αν την ακούγατε κάθε μέρα...» έλεγε σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Big John σχολιάζοντας την υποχώρησή του. Μάλιστα ακόμη και σήμερα βρίσκεται ανάμεσα στα ράφια του καταστήματος, ενώ κάθε μέλος της οικογένειας έχει αναλάβει να διαχειρίζεται από ένα κατάστημα.
Το δε τελευταίο κατάστημα έχει αναμετρηθεί με δύο «γίγαντες» του χώρου, τα καταστήματα Whole Foods και Trader Joe’. Το φαγητό δεν είναι πλέον ανάγκη, αλλά ένα είδος ταυτότητας και κάθε γειτονιά έχει τις δικές της συνήθειες,. Για παράδειγμα, στα καταστήματα Westside Market στα βόρεια προάστια της Νέας Υόρκης τα κέικ ρυζιού είναι στα μπεστ σέλερ, αλλά στο κέντρο ο κόσμος δεν τα προτιμάει.
Ο Γιώργος Ζωιτάς, ο γιος του Big John εκπαιδευόταν στην οικογενειακή επιχείρηση παντοπωλείων Westside Market από μικρό παιδί. Το 2007 έγινε διευθύνων σύμβουλος, αλλά από τα εφηβικά του χρόνια έκανε τις διανομές των προϊόντων των παντοπωλείων. Στα 16 του ανέλαβε και διεκπεραίωσε τη μηχανογράφηση των Westside Market, που λειτουργούν με πέντε μετόχους: τους δυο γονείς του, τον ίδιο και τα δυο αδέρφια του.
Η μητέρα του και επικεφαλής σεφ των παντοπωλείων, η 57χρονη Μαρία Ζωιτά, είναι τόσο εργασιομανής, ώστε δύσκολα πείθεται να πάει διακοπές.
Στόχος ήταν και παραμένει να προσφέρουν τα παντοπωλεία Westside Market προϊόντα διαφορετικά από εκείνα που μπορεί να βρει κανείς σε σούπερ μάρκετ κολοσσούς.
Πηγή: newsbeast