Ορφάνια, φτώχεια, ανέχεια, μάνα που μεγάλωσε μόνη την κόρη της, δύο λαμπρές καριέρες, φήμη, δόξα, αγάπη. Αυτά είναι κάποια από τα κεφάλαια της ζωής της Γεωργίας Βασιλειάδου, που άλλοι θα ήθελαν και δυο και τρεις ζωές, για να ζήσουν όσα εκείνη βίωσε στα 83 χρόνια της ζωής της. Ζωή. Αλήθεια, πόσες φορές την γράψαμε; Κάμποσες.
Κι, όμως, στην πραγματικότητα, η...
Κι, όμως, στην πραγματικότητα, η...
Γεωργία Αθανασίου (αυτό ήταν το πραγματικό της επίθετο) από πολύ νωρίς γνώρισε τον θάνατο και βίωσε τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας. Και τα επόμενα χρόνια της παιδικής, αλλά και της ενήλικης ζωής της ήταν ένας διαρκής αγώνας και μία «μάχη» με την οικονομική ανέχεια, τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και τα ταμπού της εποχής, που λίγο έλειψαν να στερήσουν στον κόσμο, την «κωμικιά των κωμικών», όπως συνήθιζε να λέει για την Βασιλειάδου, ο άλλος σπουδαίος ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος.
Η ορφάνια και τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ήταν Πρωτοχρονιά του 1897, όταν μαζί με τη νέα χρονιά, ήρθε στον κόσμο κι ένα κοριτσάκι, που έμελλε να «σφραγίσει» με την πληθωρική της παρουσία και ταλέντο τον ελληνικό κινηματογράφο. Η Γεωργία Αθανασίου (άλλαξε το επίθετό της, όταν αποφάσισε να κάνει καριέρα στο τραγούδι) γεννήθηκε στα Τουρκοβούνια, στην Κυψέλη, σε μία πραγματικά φτωχή οικογένεια με 10 παιδιά, μαζί με την ηθοποιό.
Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του Στρατού και σκοτώθηκε σε ηλικία 32 ετών, όταν έπεσε από το άλογό του. Ο θάνατος του σημάδεψε τη μικρή Γεωργία. Εκτός από τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας, ήρθε αντιμέτωπη και με τη φτώχεια, που σαν κατάρα την κυνηγούσε για πολλά χρόνια.
Ήταν, μόλις 7 χρόνων όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά της και τη χήρα μάνα της, που κλήθηκε να αναθρέψει 10 ανήλικα στόματα, σε εποχές δύσκολες. Έτσι, μικρό κοριτσάκι βρέθηκε να βοηθά το θείο της στο κορνιζάδικό του. Και στις λίγες ελεύθερες ώρες της, ανακάλυπτε την παιδική της ανεμελιά μέσα από το τραγούδι. Ήταν για τη μικρή Γεωργία η μόνη διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα.
Και μπορεί η ζωή για εκείνη να είχε αργότερα μεγάλα σχέδια, όμως, φρόντιζε να της δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο. Έτσι, στα 11 της χρόνια έχασε και τη μάνα της και ξέχασε πια για τα καλά την παιδική ανεμελιά και το παιχνίδι. Όχι, όμως, και το τραγούδι. Άλλωστε, διάθετε καλή φωνή και όλοι στη φτωχογειτονιά της Κυψέλης ήθελαν να την ακούνε να τους τραγουδάει. Και ήταν μοιραίο, πως μια μέρα θα την άκουγαν και άλλοι πέρα από τους γείτονές της.
Η καριέρα της στο τραγούδι
Η Βασιλειάδου συνέχιζε να δουλεύει στο επιπλάδικο της Αιόλου. Κυκλοφορούσε με τρύπια παπούτσια, ενώ δεν είχε χρήματα ούτε εισιτήριο να αγοράσει και πολλές φορές καβαλούσε λαθραία τον πίσω προφυλακτήρα του τραμ για να πάει στη δουλειά της.
Κι επειδή, όλα της μοίρας είναι γραμμένα, μία μέρα, καθώς πήγαινε στη θεία της, την έφερε ο δρόμος στην εξώπορτα του θεάτρου «Ολύμπια», όπου στεγαζόταν την εποχή εκείνη η Λυρική Σκηνή. Ο θίασος έκανε πρόβα και τα τραγούδια ακούγονταν ως τον δρόμο. Με το θράσος της έφηβης και την ελπίδα για διέξοδο από τη φτώχεια, η Γεωργία μπουκάρει κυριολεκτικά μέσα και ζητά να δοκιμαστεί. Την άκουσαν, τους άρεσε και έφυγε από τα «Ολύμπια» με τον τίτλο της μαθήτριας του κλασικού τραγουδιού! Ήδη από την τρέχουσα σεζόν του 1922, η Αθανασίου ήταν μέλος της Λυρικής ως χορωδός στην όπερα του Βέρντι, «Ο Ερνάνης».
Μετά από πολλά χρόνια, αισθάνεται για πρώτη φορά αισιόδοξη. Το ηθικό της είναι αναπτερωμένο και κάνει σχέδια το μέλλον, όπως όλα τα κορίτσια. Σπουδάζει φωνητική και κλασικό τραγούδι στη Γεννάδιο Σχολή, το 1923, ενώ σύντομα έγινε μέλος στη χορωδία του μελοδράματος. Η βελούδινη φωνή της γοητευτικής κοπέλας μάγευε τους δασκάλους της, οι οποίοι της υπόσχονταν πιο σοβαρούς ρόλους στη Λυρική.
Δυστυχώς, το όνειρό της δεν το συμμερίζεται η οικογένειά της. Αντιδρούν έντονα στα σχέδια της για το τραγούδι, της εκτοξεύουν ακόμη και απειλές. Όμως, εκείνη έχει πια πάρει τις αποφάσεις της. Και είναι η πρώτη φορά που πάει κόντρα στους δικούς της, κοιτώντας τη δική τη ζωή και τα δικά της θέλω.
Μάλιστα, οι σχέσεις με την οικογένεια της διακόπηκαν εντελώς και για να μην τους ντροπιάζει, όπως της έλεγαν, άλλαξε το επίθετό της από Αθανασίου κι έγινε Βασιλειάδου. Η Βασιλειάδου που λάτρεψε όλη η Ελλάδα για το αστείρευτο ταλέντο της και το μοναδικό της χιούμορ, που έκανε τους πάντες να ξεχνούν τα προβλήματά τους, μέσα από τις ανεπανάληπτες κωμωδίες της. Αλήθεια, δεν είναι οξύμωρο; Το κοριτσάκι που έχασε τη χαρά και σβήστηκε το γέλιο τόσο νωρίς από τη ζωή της, να προσφέρει απλόχερα τόση χαρά σε ένα ολόκληρο έθνος; Γιατί, δεν υπάρχει κανείς, που να μην του αρέσει η Γεωργία Βασιλειάδου, που να μην γέλασε μαζί της.
Εγκατέλειψε τα πάντα για να αφοσιωθεί στην κόρη της
Η ορφάνια και τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ήταν Πρωτοχρονιά του 1897, όταν μαζί με τη νέα χρονιά, ήρθε στον κόσμο κι ένα κοριτσάκι, που έμελλε να «σφραγίσει» με την πληθωρική της παρουσία και ταλέντο τον ελληνικό κινηματογράφο. Η Γεωργία Αθανασίου (άλλαξε το επίθετό της, όταν αποφάσισε να κάνει καριέρα στο τραγούδι) γεννήθηκε στα Τουρκοβούνια, στην Κυψέλη, σε μία πραγματικά φτωχή οικογένεια με 10 παιδιά, μαζί με την ηθοποιό.
Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του Στρατού και σκοτώθηκε σε ηλικία 32 ετών, όταν έπεσε από το άλογό του. Ο θάνατος του σημάδεψε τη μικρή Γεωργία. Εκτός από τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας, ήρθε αντιμέτωπη και με τη φτώχεια, που σαν κατάρα την κυνηγούσε για πολλά χρόνια.
Ήταν, μόλις 7 χρόνων όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά της και τη χήρα μάνα της, που κλήθηκε να αναθρέψει 10 ανήλικα στόματα, σε εποχές δύσκολες. Έτσι, μικρό κοριτσάκι βρέθηκε να βοηθά το θείο της στο κορνιζάδικό του. Και στις λίγες ελεύθερες ώρες της, ανακάλυπτε την παιδική της ανεμελιά μέσα από το τραγούδι. Ήταν για τη μικρή Γεωργία η μόνη διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα.
Και μπορεί η ζωή για εκείνη να είχε αργότερα μεγάλα σχέδια, όμως, φρόντιζε να της δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο. Έτσι, στα 11 της χρόνια έχασε και τη μάνα της και ξέχασε πια για τα καλά την παιδική ανεμελιά και το παιχνίδι. Όχι, όμως, και το τραγούδι. Άλλωστε, διάθετε καλή φωνή και όλοι στη φτωχογειτονιά της Κυψέλης ήθελαν να την ακούνε να τους τραγουδάει. Και ήταν μοιραίο, πως μια μέρα θα την άκουγαν και άλλοι πέρα από τους γείτονές της.
Η καριέρα της στο τραγούδι
Η Βασιλειάδου συνέχιζε να δουλεύει στο επιπλάδικο της Αιόλου. Κυκλοφορούσε με τρύπια παπούτσια, ενώ δεν είχε χρήματα ούτε εισιτήριο να αγοράσει και πολλές φορές καβαλούσε λαθραία τον πίσω προφυλακτήρα του τραμ για να πάει στη δουλειά της.
Κι επειδή, όλα της μοίρας είναι γραμμένα, μία μέρα, καθώς πήγαινε στη θεία της, την έφερε ο δρόμος στην εξώπορτα του θεάτρου «Ολύμπια», όπου στεγαζόταν την εποχή εκείνη η Λυρική Σκηνή. Ο θίασος έκανε πρόβα και τα τραγούδια ακούγονταν ως τον δρόμο. Με το θράσος της έφηβης και την ελπίδα για διέξοδο από τη φτώχεια, η Γεωργία μπουκάρει κυριολεκτικά μέσα και ζητά να δοκιμαστεί. Την άκουσαν, τους άρεσε και έφυγε από τα «Ολύμπια» με τον τίτλο της μαθήτριας του κλασικού τραγουδιού! Ήδη από την τρέχουσα σεζόν του 1922, η Αθανασίου ήταν μέλος της Λυρικής ως χορωδός στην όπερα του Βέρντι, «Ο Ερνάνης».
Μετά από πολλά χρόνια, αισθάνεται για πρώτη φορά αισιόδοξη. Το ηθικό της είναι αναπτερωμένο και κάνει σχέδια το μέλλον, όπως όλα τα κορίτσια. Σπουδάζει φωνητική και κλασικό τραγούδι στη Γεννάδιο Σχολή, το 1923, ενώ σύντομα έγινε μέλος στη χορωδία του μελοδράματος. Η βελούδινη φωνή της γοητευτικής κοπέλας μάγευε τους δασκάλους της, οι οποίοι της υπόσχονταν πιο σοβαρούς ρόλους στη Λυρική.
Δυστυχώς, το όνειρό της δεν το συμμερίζεται η οικογένειά της. Αντιδρούν έντονα στα σχέδια της για το τραγούδι, της εκτοξεύουν ακόμη και απειλές. Όμως, εκείνη έχει πια πάρει τις αποφάσεις της. Και είναι η πρώτη φορά που πάει κόντρα στους δικούς της, κοιτώντας τη δική τη ζωή και τα δικά της θέλω.
Μάλιστα, οι σχέσεις με την οικογένεια της διακόπηκαν εντελώς και για να μην τους ντροπιάζει, όπως της έλεγαν, άλλαξε το επίθετό της από Αθανασίου κι έγινε Βασιλειάδου. Η Βασιλειάδου που λάτρεψε όλη η Ελλάδα για το αστείρευτο ταλέντο της και το μοναδικό της χιούμορ, που έκανε τους πάντες να ξεχνούν τα προβλήματά τους, μέσα από τις ανεπανάληπτες κωμωδίες της. Αλήθεια, δεν είναι οξύμωρο; Το κοριτσάκι που έχασε τη χαρά και σβήστηκε το γέλιο τόσο νωρίς από τη ζωή της, να προσφέρει απλόχερα τόση χαρά σε ένα ολόκληρο έθνος; Γιατί, δεν υπάρχει κανείς, που να μην του αρέσει η Γεωργία Βασιλειάδου, που να μην γέλασε μαζί της.
Εγκατέλειψε τα πάντα για να αφοσιωθεί στην κόρη της
Όσοι την γνώρισαν από κοντά, είχαν να λένε πόσο δοτικός άνθρωπος ήταν. Άλλωστε, έτσι είχε μάθει από μικρή. Να προσφέρει στους άλλους, να γίνεται η ίδια θυσία. Η Γεωργία Βασιλειάδου ανέβηκε επιτέλους στο σανίδι και το άπλετο ταλέντο της έγινε αμέσως αντιληπτό απ’ όλους. Ακόμη και από τη σπουδαία Κυβέλη, που την πήρε στο θίασό της. Τεράστια επιτυχία για τη νεαρή Γεωργία, η οποία από το πουθενά βρέθηκε να είναι το «μήλο της έριδος» ανάμεσα στις δύο σπουδαίες της εποχής: την Κυβέλη και την Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία την «έκλεψε» από τη μεγάλη αντίζηλό της και την πήρε υπό τη σκέπη της για τα επόμενα χρόνια.
Μεταπήδησε στο θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και πλέον, ο δρόμος της καταξίωσης ήταν διάπλατα ανοιχτός για την ταλαντούχα Βασιλειάδου. Ωστόσο, τα άφησε στην άκρη για να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα της κόρης της, Φωτεινής την οποία απέκτησε το 1935, όταν, όμως, ο γάμος της με έναν έμπορο, είχε πια διαλυθεί.
Και μόνη της κλήθηκε να μεγαλώσει το παιδί, σε μία εποχή που περισσότερο σου έκλεινε πόρτες, παρά σου άνοιγε. Όπως κι έκανε το Εθνικό θέατρο, επιλέγοντας να μείνει πιστό στα ταμπού και να κλείσει παγερά την πόρτα του στη μάνα που μεγάλωνε μόνη το παιδί της, επειδή οι ιθύνοντες δεν το ενέκριναν!
Η δεύτερη και πιο λαμπρή καριέρα ήρθε από σπόντα
Μεταπήδησε στο θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και πλέον, ο δρόμος της καταξίωσης ήταν διάπλατα ανοιχτός για την ταλαντούχα Βασιλειάδου. Ωστόσο, τα άφησε στην άκρη για να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα της κόρης της, Φωτεινής την οποία απέκτησε το 1935, όταν, όμως, ο γάμος της με έναν έμπορο, είχε πια διαλυθεί.
Και μόνη της κλήθηκε να μεγαλώσει το παιδί, σε μία εποχή που περισσότερο σου έκλεινε πόρτες, παρά σου άνοιγε. Όπως κι έκανε το Εθνικό θέατρο, επιλέγοντας να μείνει πιστό στα ταμπού και να κλείσει παγερά την πόρτα του στη μάνα που μεγάλωνε μόνη το παιδί της, επειδή οι ιθύνοντες δεν το ενέκριναν!
Η δεύτερη και πιο λαμπρή καριέρα ήρθε από σπόντα
Η Γεωργία Βασιλειάδου αηδίασε από τη συμπεριφορά των ανθρώπων του θεάτρου, πείσμωσε κι αποφάσισε να τα παρατήσει όλα. Τη φτώχεια δεν τη φοβόταν, ούτε τις δυσκολίες, αφού ποτέ μέχρι τότε δεν την είχαν οριστικά εγκαταλείψει. Ήταν, λοιπόν, για εκείνη κάτι σαν η δεύτερη φύση της. Γι’ αυτό και παρέμενε πεισματικά στην απόφασή της να μην ασχοληθεί ξανά με το θέατρο.
Μέχρι, που από μία σπόντα μπήκε για να μείνει στη ζωή της ο κινηματογράφος. Ήταν το 1939, όταν ο Αλέκος Σακελλάριος έψαχνε για μία μια λαϊκή γυναίκα για το ρόλο της κουτσομπόλας στο έργο του «Τα κορίτσια της παντρειάς», που επρόκειτο να ανέβει στο θέατρο «Ιντεάλ» το 1939. Βρέθηκε στο θεατρικό καφενείο της εποχής, το «Στέμμα» και μόλις είδε την 42χρονη τότε, Βασιλειάδου, τα έχασε. Της έκανε επί τόπου πρόταση, αφού ήταν η φιγούρα που έψαχνε και δεν έβρισκε: γυναίκα λαϊκή, όχι όμορφη, που θα ενσάρκωνε ιδανικά την κουτσομπόλα. Η ίδια στην αρχή δεν ήθελε ούτε να ακούσει για το ρόλο, αλλά τελικά πείστηκε. Και η δεύτερη λαμπρή καριέρα της - έστω και σε μεγάλη ηλικία - μόλις ξεκίνησε.
Η καθολική αναγνώριση ήρθε μέσα από την ταινία, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» (1948) με τον κόσμο να λατρεύει αυτή την γοητευτική άσχημη, με το άπλετο ταλέντο. Βέβαια, η μεγάλη επιτυχία ήρθε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, όταν και ξεκίνησε η συνεργασία της με τον Φίνο και τις επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη. «Η κυρά μας η Μαμή», «Η θεία από το Σικάγο», «Η Μαρίνα, ο Κλέαρχος και ο κοντός», «Η ωραία των Αθηνών» είναι κάποιες από τις ταινίες της που λάτρεψε το κοινό.
Στο ταλέντο της υποκλίνονταν κοινό, κριτικοί και συνάδελφοί της. Ήταν ο ορισμός της κωμικής ηθοποιού, που πέρα από το ταλέντο της, είχε κι έναν άλλο άσο στο μανίκι: την εμφάνισή της. Παρόλο που στα νιάτα της υπήρξε μία γοητευτική γυναίκα, στον κινηματογράφο καθιερώθηκε μέσα από τους ρόλους της άσχημης. Μάλιστα, όταν ο Σταμάτης Φιλιπούλης την είχε ρωτήσει, τι θα ήθελε να ήταν αν δεν ήταν αυτή που ήταν, εκείνη απάντησε: «Πάλι ηθοποιός και φυσικά πάλι άσχημη»!
«Θέλω να φύγω με ζήτω και όχι με γιούχα»
Όσοι είχαν την τιμή να την γνωρίσουν από κοντά, τόνιζαν πόσο συνειδητοποιημένη ήταν ως άνθρωπος. Φαίνεται οι δυσκολίες της ζωής, που τόσο πρόωρα μπήκαν στη ζωή της, την είχαν ωριμάσει και την είχαν κάνει να βλέπει τη ζωή, με μια διαφορετική ματιά.
Και για του λόγου το αληθές κι ενώ είχε όλο τον κόσμο στα πόδια της, εκείνη επέλεξε να αποσυρθεί, θεωρώντας πως είχε κάνει τον κύκλο της τόσο στο σανίδι όσο και στο πανί. «Θέλω να φύγω με ζήτω και όχι με γιούχα», είχε δηλώσει η σπουδαία ηθοποιός, η οποία προτίμησε να περάσει τα επόμενα χρόνια ήσυχα στον κήπο του σπιτιού της στο Μαρούσι.
Όμως, έκανε μία μικρή εξαίρεση και το 1975 εμφανίσθηκε στο τηλεοπτικό αριστούργημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», σε μεγάλη πια ηλικία. Μετά, αποσύρθηκε εντελώς. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Φεβρουαρίου το 1980, σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα σπουδαίο έργο και μία σημαντική κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Άφησε, όμως, κι ένα σπουδαίο μάθημα: η ομορφιά τελικά, κρύβεται μέσα στην ψυχή μας. Και η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν σε αυτό, μία καλλονή!
Πηγή: newsbeast
Μέχρι, που από μία σπόντα μπήκε για να μείνει στη ζωή της ο κινηματογράφος. Ήταν το 1939, όταν ο Αλέκος Σακελλάριος έψαχνε για μία μια λαϊκή γυναίκα για το ρόλο της κουτσομπόλας στο έργο του «Τα κορίτσια της παντρειάς», που επρόκειτο να ανέβει στο θέατρο «Ιντεάλ» το 1939. Βρέθηκε στο θεατρικό καφενείο της εποχής, το «Στέμμα» και μόλις είδε την 42χρονη τότε, Βασιλειάδου, τα έχασε. Της έκανε επί τόπου πρόταση, αφού ήταν η φιγούρα που έψαχνε και δεν έβρισκε: γυναίκα λαϊκή, όχι όμορφη, που θα ενσάρκωνε ιδανικά την κουτσομπόλα. Η ίδια στην αρχή δεν ήθελε ούτε να ακούσει για το ρόλο, αλλά τελικά πείστηκε. Και η δεύτερη λαμπρή καριέρα της - έστω και σε μεγάλη ηλικία - μόλις ξεκίνησε.
Η καθολική αναγνώριση ήρθε μέσα από την ταινία, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» (1948) με τον κόσμο να λατρεύει αυτή την γοητευτική άσχημη, με το άπλετο ταλέντο. Βέβαια, η μεγάλη επιτυχία ήρθε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, όταν και ξεκίνησε η συνεργασία της με τον Φίνο και τις επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη. «Η κυρά μας η Μαμή», «Η θεία από το Σικάγο», «Η Μαρίνα, ο Κλέαρχος και ο κοντός», «Η ωραία των Αθηνών» είναι κάποιες από τις ταινίες της που λάτρεψε το κοινό.
Στο ταλέντο της υποκλίνονταν κοινό, κριτικοί και συνάδελφοί της. Ήταν ο ορισμός της κωμικής ηθοποιού, που πέρα από το ταλέντο της, είχε κι έναν άλλο άσο στο μανίκι: την εμφάνισή της. Παρόλο που στα νιάτα της υπήρξε μία γοητευτική γυναίκα, στον κινηματογράφο καθιερώθηκε μέσα από τους ρόλους της άσχημης. Μάλιστα, όταν ο Σταμάτης Φιλιπούλης την είχε ρωτήσει, τι θα ήθελε να ήταν αν δεν ήταν αυτή που ήταν, εκείνη απάντησε: «Πάλι ηθοποιός και φυσικά πάλι άσχημη»!
«Θέλω να φύγω με ζήτω και όχι με γιούχα»
Όσοι είχαν την τιμή να την γνωρίσουν από κοντά, τόνιζαν πόσο συνειδητοποιημένη ήταν ως άνθρωπος. Φαίνεται οι δυσκολίες της ζωής, που τόσο πρόωρα μπήκαν στη ζωή της, την είχαν ωριμάσει και την είχαν κάνει να βλέπει τη ζωή, με μια διαφορετική ματιά.
Και για του λόγου το αληθές κι ενώ είχε όλο τον κόσμο στα πόδια της, εκείνη επέλεξε να αποσυρθεί, θεωρώντας πως είχε κάνει τον κύκλο της τόσο στο σανίδι όσο και στο πανί. «Θέλω να φύγω με ζήτω και όχι με γιούχα», είχε δηλώσει η σπουδαία ηθοποιός, η οποία προτίμησε να περάσει τα επόμενα χρόνια ήσυχα στον κήπο του σπιτιού της στο Μαρούσι.
Όμως, έκανε μία μικρή εξαίρεση και το 1975 εμφανίσθηκε στο τηλεοπτικό αριστούργημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», σε μεγάλη πια ηλικία. Μετά, αποσύρθηκε εντελώς. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Φεβρουαρίου το 1980, σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα σπουδαίο έργο και μία σημαντική κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Άφησε, όμως, κι ένα σπουδαίο μάθημα: η ομορφιά τελικά, κρύβεται μέσα στην ψυχή μας. Και η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν σε αυτό, μία καλλονή!
Πηγή: newsbeast