ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΑΜ ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ
Ο Δημήτρης Μυράτ, στο τελευταίο βιβλίο του θυμήθηκε την ημέρα εκείνη:
''Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του'44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια- είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων- να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν...
''Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του'44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια- είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων- να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν...
είχαμε μάθει πως το πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο 'Παπαιωάννου'' άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν ''Που πάς, δεν υπάρχουν παραστάσεις!''. Γύρισα πίσω, φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυό, απάντησα την Ελένη έξω απ'το σπίτι της. Της είπα τα νέα: ''Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό''. Έγινε θηρίο ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας ''Είσαι και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη!'', φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της, που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω. Λιγες μέρες πρίν, στο Θέατρο Διονύσια, της Πλατείας Συντάγματος είχε οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη των δωσίλογων ηθοποιών.'' (Δοσίλογους οι κομμουνιστές θεωρούσαν ΟΛΟΥΣ όσους δεν ήταν στο ΕΑΜ ή στο ΚΚΕ κι αυτό συνεπάγεται και από την σημερινή τους ρητορική για εκείνη την περίοδο).
Άλλα άτομα από τον περίγυρό της ανησυχούσαν λίγο παραπάνω. Ο ηθοποιός Χαράλαμπος Πλακούδης της συνέστησε να μην παρουσιάζεται πολύ για να μην γίνει στόχος, ενώ ο δικηγόρος Νίκος Θηβαίος, της πρότεινε να μετακομίσει σε μια πιο ασφαλή γειτονιά-ίσως στο Κολωνάκι. Εκείνη δεν έδωσε σημασία, παρότι είχαν γίνει ήδη έξι συλλήψεις γύρω από την γειτονιά της στα μέσα του Δεκέμβρη...
Ατάραχη, απαντούσε σε όποιον την συμβούλευε να φυλαχτεί: ''Μα γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο; Ας με πιάσουν, και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξάλλου όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω πολλά πράγματα στην θέση τους. Θα μείνω να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση, να ιδώ τι έχουν μαζί μου. Γιατί να φύγω λοιπόν;''
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη.
Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε κρατήσει την Ελένη αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία.
Αντίθετα με την συνήθειά της, σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια. Όχι οτι δεν το συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σα μια περιττή πολυτέλεια. Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και ένα καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δεί τους δικούς της, φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό. Μετά βγήκε για ψώνια προσπαθώντας να βρεί λίγο μέλι, αλλά γύρισε άπρακτη.
Μιας και το πολύτιμο εμπόρευμα που αναζητούσε για την μητέρα της είχε ήδη εξαντληθεί. Γενικά όλη η γειτονια παρουσίαζε μεγάλη στέρηση τροφίμων. Πετάχτηκε μετά απέναντι, στην γειτόνισσά της Μπούμπα Κορυζή και της πήρε λίγους κύβους ζάχαρη από ένα δέμα του Ερυθρού Σταυρού, γιατί συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τέτοια σπάνια επισιτιστικά ευρήματα. Θυμάται η καΠαπαληγούρα οτι φεύγοντας η Ελένη της είπε οτι θα πήγαινε στου Δημήτρη Μυράτ, συμπληρώνοντας οτι είχε το προαίσθημα πως θα την συλλάβουν.Νωρίς μετά το μεσημεριανό φαγητό, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Μυράτ. Πρίν βγεί απ'το δωμάτιο της, χάιδεψε τα βιβλία της στην βιβλιοθήκη.
-Άκουσα οτι ανατινάζουν σπίτια.
Ας καταστραφεί το σπίτι μου, φθάνει να μην πάθουν τίποτα τα βιβλία μου.
Ο καπετάν Ορέστης, φαίνεται οτι ζήτησε εκείνο το απόγευμα τη σύλληψη της Ελένης Παπαδάκη. Στο γραφείο του ΕΑΜ υπήρχε ήδη μια λίστα με τα ονόματα των ''αντιδραστικών στοιχείων'' και το όνομά της ήταν μέσα, με τον προσδιορισμό ''η φιλενάδα του Ράλλη''.
Ο Κώστας Μπιλιράκης, φοιτητής Ιατρικής, ανέλαβε το καθήκον να την συλλάβει. Μην γνωρίζοντας τον ακριβή τόπο κατοικίας της, έκανε στάση στην οδό Χρυσοστόμου και ρώτησε την υπηρέτρια του κομμουνιστή δικηγόρου Μακρή, Γεωργία, πρός τα πού να κατευθυνθεί. Σταμάτησε έξω απ'το σπίτι της Αιμιλίας Καραβία, και αυτή τη φορά η υπηρέτρια της Μίλιας, η Αργυρώ, τον έστειλε στο διπλανό σπίτι. Βρήκε την Αικατερίνη Παπαδάκη, που εκείνη την ώρα διάβαζε στο ανοιχτό παράθυρο. Την ρώτησε άγρια:
-Που είναι η Ελένη Παπαδάκη;
-Δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή.
-Πού είναι και τι ώρα θα γυρίσει;
-Δεν ξέρω που είναι, μα θα γυρίσει κατά τις εφτά. Μια στιγμή να ρωτήσω.
-Όχι. Κάτσε εκεί που είσαι, γιατί στην άναψα!
Βλαστημώντας και απειλώντας συνέχισε.
-Εδώ πολιτοφυλακή του ΕΑΜ! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη;
-Δεν ξεύρω, σας είπα. Βγήκε απ'το σπίτι. Τι συμβαίνει;
Βλέποντας τον Μπιλιράκη έτοιμο να σκαρφαλώσει στο παράθυρο, η γρια-Παπαδάκη κατέβασε απότομα το ρολό του παραθύρου. Βγήκε από το πορτάκι της κουζίνας, κι έτρεξε στο σπίτι της Καραβία για βοήθεια. Στην αυλή μεταξύ των δύο σπιτιών βρήκε τον Μιχαλακόπουλο.
-Βοηθήστε με κύριε. Κάποιος με κυνηγά με το πιστόλι να με σκοτώσει!
-Μήν κάνετε έτσι κυρία, κάποιον θα καταζητεί, απάντησε αυτός με απάθεια.
Ο Μπιλιράκης εμφανίστηκε και πάλι και άρπαξε την γριούλα από το μπράτσο, κραδαίνοντας το πιστόλι. Τη σκηνή είδε η νύφη της, Τεό Παπαδάκη που έτρεξε να ρωτήσει τι συμβαίνει. Μέσα στον πανικό της, η Τεό φανέρωσε στους ''πολιτοφύλακες''' οτι η Ελένη βρισκόταν στο σπίτι του Μυράτ. Ο Μυράτ, ήταν μέλος του ΕΑΜ, και ήλπισε οτι εκείνος θα βοηθούσε. Ο Μπιλιράκης κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Μυράτ, ενώ ο Μιχαλακόπουλος έμεινε πίσω στο σπίτι της Καραβία, κρατώντας την γρια-Παπαδάκη, όμηρο. Πέντε το απόγευμα, ο Μπιλιράκης εισέβαλλε
στην οικία Μυράτ. Οι άντρες, που έπαιζαν χαρτιά, έντρομοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά.
-Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους, μπρός, πάμε στην Πολιτοφυλακή.
Ο Βλάσσης Μακαρώνας, ήταν ο ωμός εκτελεστής της Ελένης Παπαδάκη. Πρίν γίνει ο δήμιος της Ελένης ήταν ένας μπακάλης από τους Ποδαράδες. Ο καπετάν Ορέστης, ήταν φυσικά ο επόπτης στο μεγαλειώδες έργο των δημίων του, Στέφανου Λιόλιου, Πέτρου Τζογανάκη, Ιωάννη Κουκούτση.
''Μου την έφεραν σε ταξί.'' διηγήθηκε ο Μακαρώνας. ''την είχαν στριμωγμένη οι άνθρωποι της πολιτοφυλακής. Ήταν τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της γιατί έκανε διαβολόκρυο. ''
Μετά από την Ελένη Παπαδάκη είχαν σειρά επτά χωροφύλακες πρός εκτέλεση. Και ο αριθμός τους αυξάνονταν μέχρι το πρωί. Γι'αυτό έγιναν όλα βιαστικά. Τους κράτησαν προσωρινά στο κρατητήριο κι ύστερα ξεκίνησε η παρέλαση..
Οι μελλοθάνατοι παρήλαυναν μπροστά από τον καπεταν-Ορέστη ο οποίος τους γύμνωνε από τα πολύτιμα αντικείμενα.. Σταυρούς, βέρες, δαχτυλίδια.. Όταν ήρθε η σειρά της Ελένης, της αφαίρεσε δύο δαχτυλίδια και τη την ξαπόστειλε στην ομηρία. Όταν πέρασαν καμμιά δεκαριά άλλοι, του ήρθε επιφοίτηση:
-Π'ώς είπε αυτή οτι τη λένε;
Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο ελλήνων ηθοποιών;''
Κι έδωσε την διαταγή του θανάτου.
Το τέλος της άτυχης Ελένης ήτανε φοβερό.
Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε την γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν την διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και γόους. Όρμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μεσα σ’ ένα κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί την έγδυσαν με την βία και την δολοφόνησαν με μεγάλη αγριότητα.
Τ.Κ.