Την πεποίθηση ότι η αναγνώριση της "μακεδονικής" ως επίσημης γλώσσας της γείτονος, ανοίγει το δρόμο για την περαιτέρω χρήση της, ως οχήματος του "Μακεδονισμού", εκφράζει μιλώντας στο...
Liberal.gr, ο καθηγητής στο Πάντειο Κώστας Λάβδας. Και προσθέτει ότι σε συνδυασμό με τις αναφορές σε "Μακεδονία του Αιγαίου", που παραβιάζουν το πνεύμα της συμφωνίας πριν καν την εφαρμογή της, η αναγνώριση της γλώσσας, θα μεταφράζεται κάθε τόσο σε αμφισβητήσεις, και αστάθεια.
Ερωτηθείς για την αναφορά Ζάεφ στην πιθανότητα διδασκαλίας της "μακεδονικής" γλώσσας στην Ελλάδα, απαντά με νόημα ότι "ανεξαρτήτως των άρθρων της συμφωνίας, διεκδικήσεις μπορεί να υπάρξουν στο μέτρο που δυνάμεις εντός της πΓΔΜ θα υπερασπιστούν υποτιθέμενες ανάγκες των "Σλαβομακεδόνων" στη Βόρεια Ελλάδα".
Κάνει δηλαδή σαφές ότι τα πάντα θα εξαρτηθούν όχι από το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, ούτε από το εάν το Διεθνές Δίκαιο των Συμβάσεων υπερέχει του εθνικού δικαίου, αλλά από την πορεία της εσωτερικής πολιτικής στη γείτονα και τις ισορροπίες στις διεθνείς σχέσεις της ευρύτερης περιοχής. "Όσο και αν παρεμβαίνει, σε αυτή την προσωρινή περίοδο των εγκρίσεων, ο Μάθιου Νίμιτζ, μια νέα πραγματικότητα έχει διαμορφωθεί και θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε", αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Λάβδας.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
Πώς σχολιάζετε τη δήλωση Ζάεφ, παρά τη χθεσινή του αναδίπλωση, περί διδασκαλίας της "μακεδονικής γλώσσας" στα ελληνικά σχολεία; Ήταν θέμα χρόνου να τεθεί στο τραπέζι και αυτή η διεκδίκηση;
Πρέπει καταρχήν να διακρίνουμε μεταξύ τακτικών κινήσεων που γίνονται για να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης στη πΓΔΜ και τοποθετήσεων που εκφράζουν βαθύτερες παραδοχές και αποκαλύπτουν διεκδικήσεις.
Δυστυχώς πολλοί συγχέουν τους διαδικαστικούς τακτικισμούς (π.χ. την έκδηλη εργαλειοποίηση δικαστικών διώξεων για να εκβιαστεί η συναίνεση και από μέλη του ακραία εθνικιστικού VMRO-DPMNE), που μπορεί να κρίνονται έτσι ή αλλιώς, όμως εν πάση περιπτώσει δεν μας αφορούν άμεσα, με την ανερυθρίαστη αναπαραγωγή ιδεολογημάτων που προκύπτουν από την μήτρα του Μακεδονισμού και αναφέρονται σε αυτή.
Εδώ πλέον τίθεται ζήτημα παραβίασης του πνεύματος της Συμφωνίας από την κυβέρνηση της πΓΔΜ πριν καν αρχίσει η εφαρμογή της. Όπως έχουμε εξαρχής επισημάνει, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί νέο κεφάλαιο στην μετεξέλιξη του Μακεδονισμού, όχι το τέλος του.
Τέτοιες κινήσεις δείχνουν ότι δρομολογείται από την πλευρά των Σκοπίων η διεκδίκηση «μακεδονικής μειονότητας» εντός Ελλάδας;
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αναγνώρισε για πρώτη φορά «μακεδονική» ιθαγένεια και, έμμεσα αλλά σαφώς, εθνότητα και «μακεδονική» γλώσσα συνδεόμενη με αυτή (στο άρθρο 1).
Βεβαίως υπάρχουν τα άρθρα 3 και 4 που δεσμεύουν τα δυο μέρη να μην προβάλλουν διεκδικήσεις αναφορικά με τα σύνορα τους, να απέχουν από αλυτρωτικές δηλώσεις και να μην παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις το ένα του άλλου.
Όμως οι εξελίξεις θα εξαρτηθούν όχι από το κείμενο της Συμφωνίας ούτε από το εάν το Διεθνές Δίκαιο των Συμβάσεων υπερέχει του εθνικού δικαίου, αλλά από την πορεία της εσωτερικής πολιτικής στη γείτονα και τις ισορροπίες στις διεθνείς σχέσεις της ευρύτερης περιοχής. Όσο και αν παρεμβαίνει, σε αυτή την προσωρινή περίοδο των εγκρίσεων, ο Μάθιου Νίμιτζ, μια νέα πραγματικότητα έχει διαμορφωθεί και θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε.
Σε άρθρο πάντως της συμφωνίας, η Ελλάδα αναγνωρίζει για πρώτη φορά διμερώς, τη γλώσσα της γειτονικής χώρας ως μακεδονική, με και χωρίς εισαγωγικά. Εκεί βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος;
Επιβεβαιώνεται η διαπίστωση μας ότι το πρόβλημα έχει τρεις πτυχές. Πρώτον, με την αναγνώριση της ιθαγένειας ως «μακεδονικής» και όχι, π.χ., ως – έστω – «Βορειομακεδονικής» ή «Νεομακεδονικής», παραχωρείται για πρώτη φορά από την πλευρά της Ελλάδας ο όρος, ενώ έμμεσα αλλά σαφώς αναγνωρίζεται και η εθνότητα.
Δεύτερον, με την αναγνώριση ως επίσημης γλώσσας της «μακεδονικής», ανοίγει ο δρόμος για την περαιτέρω χρήση της γλώσσας ως οχήματος του Μακεδονισμού. Σε συνδυασμό με τις αναφορές στην «Μακεδονία του Αιγαίου», αντιλαμβανόμαστε τη σημασία αυτού του οχήματος σε μελλοντικές κρίσεις.
Τρίτον, τα γκρίζα σημεία της Συμφωνίας, όπως η σύσταση επιτροπής που θα εξετάσει την ύπαρξη τυχόν αλυτρωτικών βλέψεων στα βιβλία ιστορίας των δύο χωρών, ανοίγουν το δρόμο για να ελεγχθούν και τα βιβλία της δικής μας ιστορίας και, ουσιαστικά, να αμφισβητηθεί η σχέση της Μακεδονίας με την ελληνική ταυτότητα.
Εφόσον ωστόσο αναγνωρίζουμε γλώσσα και εθνότητα, μπορούν κάποια στιγμή τα Σκόπια να διεκδικήσουν τη διδασκαλία της γλώσσας βάσει και τυχόν διεθνών προβλέψεων;
Η Συμφωνία αναγνωρίζει ως επίσημη γλώσσα την «μακεδονική» με την επισήμανση ότι πρόκειται για τη γλώσσα όπως περιγράφεται στο άρθρο 7 της Συμφωνίας και η οποία είχε ήδη αναγνωριστεί από την Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων το 1977.
Τα περί Νότιας Σλαβικής γλώσσας (στο άρθρο 7. 4) καθησυχάζουν μόνο εκείνους που έφτασαν να δηλώνουν ικανοποιημένοι γιατί ο Μέγας Αλέξανδρος και η Πέλλα «αναγνωρίζονται» ως στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού
Ανεξαρτήτως των άρθρων της Συμφωνίας, διεκδικήσεις μπορεί να υπάρξουν στο μέτρο που δυνάμεις εντός της πΓΔΜ θα υπερασπιστούν υποτιθέμενες ανάγκες των «Σλαβομακεδόνων» στη Βόρεια Ελλάδα.
Είχατε πει σε παλαιότερη συνέντευξη μας, ότι στο τέλος και οι Σκοπιανοί θα λέγονται σκέτα «Μακεδόνες» και τα προϊόντα τους «μακεδονικά». Τα όσα βλέπουμε τις τελευταίες ημέρες επιβεβαιώνουν πόσο ζημιογόνα ήταν η συμφωνία των Πρεσπών;
Από την άποψη των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, η συμφωνία οδηγεί σε αδιέξοδο. Όπως εξηγήσαμε από την πρώτη στιγμή, από την μία πλευρά διαβρώνει περαιτέρω την εσωτερική εθνική συνεννόηση στην Ελλάδα, εντείνοντας και το ρήγμα Βορρά-Νότου, ενώ παράλληλα μετακυλίει στο τεραίν της εσωτερικής πολιτικής της πΓΔΜ τις δυνατότητες πρωτοβουλιών στο διηνεκές. Βάσει των εκεί εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, θα έχουμε κάθε τόσο αμφισβητήσεις, διεκδικήσεις και αστάθεια.
Πρέπει παράλληλα να θυμόμαστε ότι η εσωτερική πολιτική της πΓΔΜ είναι επιρρεπής και σε Τουρκικές και Αλβανικές επιρροές, κάτι που ορισμένοι αφελώς πιστεύουν ότι θα πάψει να ισχύει ως δια μαγείας με την έναρξη συνομιλιών ένταξης σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Εγκαταλείψαμε το κεκτημένο του Βουκουρεστίου δέκα χρόνια μετά χωρίς να έχουμε πετύχει κάτι καλύτερο. Δυστυχώς τα κύρια όπλα της Ελλάδας, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, δεν χρησιμοποιήθηκαν με περίσκεψη.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.
liberal.gr