Η νικηφόρα έκβαση του Α’ Βαλκανικού Πολέμου για τον ελληνικό στρατό με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δεν έθεσε τέλος στις διαφορές με τη Βουλγαρία, που εξακολουθούσε να οραματίζεται τη «Μεγάλη Βουλγαρία». Έτσι η σύγκρουση μεταξύ των μέχρι πρότινος συμμάχων ήταν αναπόφευκτη στο Β Βαλκανικό πόλεμο..
Η...
Η...
ελληνική πλευρά είχε προετοιμαστεί για τη σύγκρουση με τη Βουλγαρία, υπογράφοντας συνθήκη συμμαχίας με τη Σερβία και μεταφέροντας τον κύριο όγκο του ελληνικού στρατού στην κεντρική Μακεδονία μετά τη λήξη των επιχειρήσεων κατά των Οθωμανών στην Ήπειρο.
Το 1913 η Βουλγαρία είχε σκοπό να επεκταθεί σε ολόκληρη τη Μακεδονία και ανάγκασε τη Σερβία να παρακάμψει την αρχική τους συμφωνία η οποία όριζε ίση κατανομή εδαφών. Οι Σέρβοι, που υπολόγιζαν στα εδάφη της Αλβανίας, κατάλαβαν ότι πλέον δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σε αυτά.
Η οριστική ρήξη ήρθε όταν αναγνώρισαν τα δικαιώματα της Ελλάδας στα εδάφη τα οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός, ενώ η Βουλγαρία επεδίωκε να εκδιώξει την Ελλάδα από αυτά και να ιδρύσει τη μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878. Έτσι στις 19 Μαΐου 1913, Ελλάδα και Σερβία ένωσαν τις αμυντικές τους δυνάμεις, ενώ η Βουλγαρία έχει αποφασίσει να κάνει αιφνιδιαστική έφοδο.
Όντως, τα ξημερώματα της 17ης Ιουνίου οι Βούλγαροι επιτέθηκαν και κατέλαβαν τη Γευγελή, κόβοντας κάθε επικοινωνία με την Ελλάδα και τη Σερβία. Στη συνέχεια, επιχείρησαν άνοδο προς τη Θεσσαλονίκη που σταμάτησε ατυχώς, αφού οι Σέρβοι ανέκοψαν την πορεία τους πέρα από τον Αξιό. Αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στα γύρω υψώματα, στη γραμμή Κιλκίς – Λαχανά. Λόγω των αμυντικών πλεονεκτημάτων της περιοχής, όπως το έδαφος που ήταν τελείως ακάλυπτο και παρείχε άριστη παρατήρηση και πεδία βολής, οι Βούλγαροι κατάφεραν να προφυλάξουν τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, τη Δοϊράνη και τη Γευγελή. Διατήρησαν επίσης και τη γέφυρα του Στρυμόνα, η οποία ήταν πολύ σημαντική για τον ανεφοδιασμό τους.
Οι Έλληνες ήρθαν αντιμέτωποι με 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ιλες και 8 Ημιλαρχίες. Η μάχη ξεκίνησε στις 19 Ιουνίου 1913 και ύστερα από τρία μερόνυχτα ακατάπαυστων συγκρούσεων και 5.652 απωλειών στο πεδίο της μάχης, οι Έλληνες ανάγκασαν τους Βούλγαρους να τραπούν σε άτακτη φυγή. Η νίκη υπήρξε σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Από το Κιλκίς τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στη Δοϊράνη, την Κερκίνη, τη Στρώμνιτσα, το Δελή Ρισαρ και στα στενά της Κρέσνας.
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 8.828 νεκροί και τραυματίες
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του γιου του διοικητή, Καμπάνη, ο οποίος υπηρετούσε στη μονάδα τού πατέρα του ως απλός στρατιώτης, όταν τον κάλεσαν να δώσει τον τελευταίο ασπασμό:
«Μπῆκα στή σκηνή καί πάνω σ’ ἕνα φορεῖο είδα τόν πατέρα. Εἶχε τά μάτια ἀνοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εὐχαριστημένο. Μόνο τό στῆθος του ἦταν γεμάτο τρύπες.
Στά χέρια του φοροῦσε γάντια καλοκαιρινά χακί, ἀλλά ὅπως ἦταν σκισμένα καί κρεμασμένα, κατάλαβα ὅτι εἶχαν κοπεῖ τά δάχτυλά του. Ἀργότερα, ὅταν εἶδα τά κιάλια του, πού ἦταν καί αὐτά γεμάτα βλήματα, ἀντελήφθηκα πώς ἡ ὀβίδα εἶχε σκάσει τήν ὥρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς ἐχθρικές θέσεις. Τό θέαμα γιά μένα ἦταν τραγικό, ἀλλά μεγαλύτερη ἀκόμη συγκίνηση μοῦ προξένησαν οἱ ἑκατοντάδες τραυματίες τοῦ Συντάγματός του, πού περνοῦσαν καί τόν ἀσπάζονταν κλαίγοντας. Ἄκουσα μερικούς νά λένε: «Ἦταν αὐστηρός, ἀλλά δίκαιος καί ἀγαποῦσε τούς ἄνδρες του». Νομίζω πώς ὁ ἐπικήδειος αὐτός, ἄν μποροῦσε νά τόν ἀκούσει, θά τόν εἶχε ἀπολύτως ἱκανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους ἄνδρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τούς εἶχε σκοτωθεῖ ὁ ἴδιος».
Η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, η οποία άνοιξε τον δρόμο προς τον βορρά και διέλυσε τη φήμη του αήττητου βουλγαρικού στρατού, θεωρείται, μια από τις φονικότερες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ανήλθαν συνολικά στους 8.828 νεκρούς και τραυματίες. Μόνο στο Κιλκίς οι απώλειες ήταν 5.662 νεκροί και τραυματίες, ενώ στον Λαχανά 2.701. Οι Βούλγαροι είχαν 6.971 νεκρούς και 6.000 αιχμαλώτους.
Οι βαριές απώλειες οφείλονται στο ότι πολλές από τις επιθέσεις έγιναν κατά μέτωπο και σε ακάλυπτο έδαφος, υπό τα πυρά του βουλγαρικού πυροβολικού, ενισχυμένου από Αυστριακούς αξιωματικούς, και εναντίον καλά προετοιμασμένων θέσεων.
Το 1913 η Βουλγαρία είχε σκοπό να επεκταθεί σε ολόκληρη τη Μακεδονία και ανάγκασε τη Σερβία να παρακάμψει την αρχική τους συμφωνία η οποία όριζε ίση κατανομή εδαφών. Οι Σέρβοι, που υπολόγιζαν στα εδάφη της Αλβανίας, κατάλαβαν ότι πλέον δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σε αυτά.
Η οριστική ρήξη ήρθε όταν αναγνώρισαν τα δικαιώματα της Ελλάδας στα εδάφη τα οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός, ενώ η Βουλγαρία επεδίωκε να εκδιώξει την Ελλάδα από αυτά και να ιδρύσει τη μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878. Έτσι στις 19 Μαΐου 1913, Ελλάδα και Σερβία ένωσαν τις αμυντικές τους δυνάμεις, ενώ η Βουλγαρία έχει αποφασίσει να κάνει αιφνιδιαστική έφοδο.
Όντως, τα ξημερώματα της 17ης Ιουνίου οι Βούλγαροι επιτέθηκαν και κατέλαβαν τη Γευγελή, κόβοντας κάθε επικοινωνία με την Ελλάδα και τη Σερβία. Στη συνέχεια, επιχείρησαν άνοδο προς τη Θεσσαλονίκη που σταμάτησε ατυχώς, αφού οι Σέρβοι ανέκοψαν την πορεία τους πέρα από τον Αξιό. Αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στα γύρω υψώματα, στη γραμμή Κιλκίς – Λαχανά. Λόγω των αμυντικών πλεονεκτημάτων της περιοχής, όπως το έδαφος που ήταν τελείως ακάλυπτο και παρείχε άριστη παρατήρηση και πεδία βολής, οι Βούλγαροι κατάφεραν να προφυλάξουν τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, τη Δοϊράνη και τη Γευγελή. Διατήρησαν επίσης και τη γέφυρα του Στρυμόνα, η οποία ήταν πολύ σημαντική για τον ανεφοδιασμό τους.
Οι Έλληνες ήρθαν αντιμέτωποι με 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ιλες και 8 Ημιλαρχίες. Η μάχη ξεκίνησε στις 19 Ιουνίου 1913 και ύστερα από τρία μερόνυχτα ακατάπαυστων συγκρούσεων και 5.652 απωλειών στο πεδίο της μάχης, οι Έλληνες ανάγκασαν τους Βούλγαρους να τραπούν σε άτακτη φυγή. Η νίκη υπήρξε σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Από το Κιλκίς τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στη Δοϊράνη, την Κερκίνη, τη Στρώμνιτσα, το Δελή Ρισαρ και στα στενά της Κρέσνας.
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 8.828 νεκροί και τραυματίες
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του γιου του διοικητή, Καμπάνη, ο οποίος υπηρετούσε στη μονάδα τού πατέρα του ως απλός στρατιώτης, όταν τον κάλεσαν να δώσει τον τελευταίο ασπασμό:
«Μπῆκα στή σκηνή καί πάνω σ’ ἕνα φορεῖο είδα τόν πατέρα. Εἶχε τά μάτια ἀνοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εὐχαριστημένο. Μόνο τό στῆθος του ἦταν γεμάτο τρύπες.
Στά χέρια του φοροῦσε γάντια καλοκαιρινά χακί, ἀλλά ὅπως ἦταν σκισμένα καί κρεμασμένα, κατάλαβα ὅτι εἶχαν κοπεῖ τά δάχτυλά του. Ἀργότερα, ὅταν εἶδα τά κιάλια του, πού ἦταν καί αὐτά γεμάτα βλήματα, ἀντελήφθηκα πώς ἡ ὀβίδα εἶχε σκάσει τήν ὥρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς ἐχθρικές θέσεις. Τό θέαμα γιά μένα ἦταν τραγικό, ἀλλά μεγαλύτερη ἀκόμη συγκίνηση μοῦ προξένησαν οἱ ἑκατοντάδες τραυματίες τοῦ Συντάγματός του, πού περνοῦσαν καί τόν ἀσπάζονταν κλαίγοντας. Ἄκουσα μερικούς νά λένε: «Ἦταν αὐστηρός, ἀλλά δίκαιος καί ἀγαποῦσε τούς ἄνδρες του». Νομίζω πώς ὁ ἐπικήδειος αὐτός, ἄν μποροῦσε νά τόν ἀκούσει, θά τόν εἶχε ἀπολύτως ἱκανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους ἄνδρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τούς εἶχε σκοτωθεῖ ὁ ἴδιος».
Η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, η οποία άνοιξε τον δρόμο προς τον βορρά και διέλυσε τη φήμη του αήττητου βουλγαρικού στρατού, θεωρείται, μια από τις φονικότερες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ανήλθαν συνολικά στους 8.828 νεκρούς και τραυματίες. Μόνο στο Κιλκίς οι απώλειες ήταν 5.662 νεκροί και τραυματίες, ενώ στον Λαχανά 2.701. Οι Βούλγαροι είχαν 6.971 νεκρούς και 6.000 αιχμαλώτους.
Οι βαριές απώλειες οφείλονται στο ότι πολλές από τις επιθέσεις έγιναν κατά μέτωπο και σε ακάλυπτο έδαφος, υπό τα πυρά του βουλγαρικού πυροβολικού, ενισχυμένου από Αυστριακούς αξιωματικούς, και εναντίον καλά προετοιμασμένων θέσεων.
Με πληροφορίες από την επίσημη σελίδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού και από«ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ», Αρίστος Καμπάνης. Αρχική φωτογραφία του Jean Leune από Wikipedia
https://www.mixanitouxronou.gr
http://www.freepen.gr/2018/12/blog-post_271.html