Ο πόλεμος στη Μακεδονία έχει λήξει από τον Νοέμβριο του 1912 και μιά δύσκολη ειρήνη έχει επέλθει με το όπλο παρά πόδα, τους Βουλγάρους αντικαταστάτες των Τούρκων σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Ο πόλεμος όμως συνεχίζεται με αμείωτη σκληρότητα στην Ήπειρο.
Στις 10 Ιανουαρίου έφθασε στο μέτωπο της Ηπείρου ο Αρχιστράτηγος και Διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του (Δούσμανης, Μεταξάς, κλπ.) και ανέλαβε τη διεύθυνση του πολέμου για την τελική πίεση να ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ!
Ο πόλεμος όμως συνεχίζεται με αμείωτη σκληρότητα στην Ήπειρο.
Στις 10 Ιανουαρίου έφθασε στο μέτωπο της Ηπείρου ο Αρχιστράτηγος και Διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του (Δούσμανης, Μεταξάς, κλπ.) και ανέλαβε τη διεύθυνση του πολέμου για την τελική πίεση να ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ!
Ακολουθεί ένα σχετικό απόσπασμα από το έργοτου Φώτη Σαραντόπουλου, "Εμπρός δια της λόγχης - Η μεγάλη εξόρμηση 1912-1913"
«...Νωρίς το πρωί της 12ης Ιανουαρίου 1913 άρχισαν τα πυροβόλα. Τα δικά μας χτυπούσαν το Μπιζάνι, τα δικά τους χτυπούσαν την Αετορράχη. Οι περισσότερες οβίδες τους πέφτανε στον απέναντι βράχο. Μόνο ένας Στρατιώτης του 15ου πληγώθηκε, κι αυτός ελαφρά, από όλη αυτή τη βροχή των οβίδων. Σαν τέλειωσε ο βομβαρδισμός, μαζί με τον Μιχάλη και το Διμοιρίτη μας, ανεβήκαμε προσεχτικά στην κορυφή του υψώματος να δούμε τι γίνεται παραπέρα.
Απέναντί μας ήταν το Μπιζάνι και πιο χαμηλά αριστερά του, όπως κοιτάζαμε εμείς, ήταν το λεγόμενο «μικρό Μπιζάνι».
Σε όλο το μήκος βλέπαμε μεγάλα τσιμεντένια οχυρά και μπροστά τους διπλά χαρακώματα και συρματοπλέγματα.
Πώς μπορεί να επιτεθεί κανείς κατά μέτωπο σ’ αυτό το φρούριο;
«Σάμπως δεν θάναι τόσο εύκολη η μάχη για τα Γιάννενα κυρ Ανθυπολοχαγέ …»
«Όχι Μαύρε, μόνο εύκολη δεν θα είναι. Αλλά όσο πιο δύσκολη, τόσο πιο μεγάλη η δόξα. Γιατί, τα Γιάννενα θα τα πάρουμε!» απάντησε με σιγουριά ο Ανθυπολοχαγός μας, ο κ. Αναστασίου.
«Εκεί κάτω, ο δρόμος είναι;»
«Ναι, είναι ο αμαξιτός δρόμος Φιλιππιάδας Ιωαννίνων.»
«Με τόσα Τούρκικα κανόνια, ούτε πουλί πετούμενο δεν θα μπορεί να τον περάσει ...»
«Άμα έρθει η ώρα, θα τον περάσουμε με ψηλά το κεφάλι Μαύρε, ηρέμησε …»
Την άλλη μέρα, 13 Ιανουαρίου, το Τάγμα διατάχτηκε να πάει στο Λοζέτσι, για να αναλάβουμε τη φρούρηση των προφυλακών. Φτάσαμε στην άκρη του χωριού στις 10.30 και καταυλιστήκαμε. Όλη τη νύχτα ακούγαμε πυροβολισμούς από τις προφυλακές. Πήραμε διαταγή να ετοιμαστούμε. Συναγερμός, όλοι επί ποδός, αλλά επί μιάμιση ώρα περιμέναμε όρθιοι μέχρι που πάψανε οι πυροβολισμοί και ήρθε νέα διαταγή να γυρίσουμε στον καταυλισμό. Αυτό γινότανε συχνά. Οι σκοποί άνοιγαν πυρ, άρχιζαν να πυροβολούν και οι υπόλοιποι, χωρίς να ξέρουν σε ποιον ρίχνουν και τελικά το πυρ σταματούσε μόνο του όπως άρχιζε.
Στις 16 από το μεσημέρι ως το βράδυ, είχαμε συνεχή κανονιοβολισμό από όλα τα σημεία. Για λόγους ασφαλείας, κατά τις 3 αλλάξαμε θέση και μεταφερθήκαμε στο άνω άκρο του χωριού.
Την άλλη μέρα, 17 Ιανουαρίου, τα σκέπασε όλα το χιόνι και το κρύο ήταν διαπεραστικό. Κάθε μέρα, στέλναμε δυο Λόχους επάνω στο Μοναστήρι της Τσούκας, και οι άλλοι δυο Λόχοι αναπαύονταν, είχαμε δηλαδή υπηρεσία μέρα παρά μέρα.
Τη μια νύχτα κοιμόμασταν στο χιονισμένο αντίσκηνο, την άλλη στα χιονισμένα προχώματα, πάνω σε παχιά πουρνάρια που είχαμε στρώσει, σκεπασμένοι όπως όπως με μια κουβέρτα και το αντίσκηνο.
«Ξενοδοχείον τ’ Αστέρια …»
«Μόνο να μην έβρεχε, σα βρεγμένες γαλέτες γίναμε …»
«Ναι, αλλά αυτό το στρώμα από πουρνάρια, καλύτερο κι από κρεβάτι με σούστες …»
«Και ούτε κορέους ούτε ψείρες … λίγο τό’ χεις αυτό;»
«Μωρέ σημασία έχει ότι δεν κοιμόμαστε στο μουσκεμένο χώμα … Δεν το άντεχα άλλο αυτό ρε συνάδελφοι. Ξυπνούσα και πονάγανε όλα μου τα κόκκαλα …»
Καλή ιδέα τα πουρνάρια, αλλά δεν φτάνανε. Σαν ξημέρωνε, όσοι δεν ήταν σκοποί την ώρα εκείνη, ξυπνούσανε σκεπασμένοι με χιόνια και παγωμένοι. Αλλά δεν γινόταν να κινηθούμε, παρά μόνο σκυφτά ή μπουσουλώντας, γιατί δεν έπρεπε να μας δούνε οι Τούρκοι. Η αλλαγή γινόταν πάντα νύχτα. Όσοι είχαν υπηρεσία, έπρεπε νύχτα η ώρα 8, να έχουν μαζεμένα τα αντίσκηνα, και να πορεύονται στις προφυλακές μέσα στο σκοτάδι.
Για μια υπηρεσία που ήταν 4 ώρες διπλοσκοπιά, όπου μπορούσες να κινηθείς για να μην παγώσεις, και 4 ώρες ανάπαυση, που ξεκουραζόσουν αλλά πάγωνες … Αυτά στη διάρκεια της νύχτας, την ημέρα μετρούσες τις ώρες άγρυπνος στα χαρακώματα.
Και πότε πότε μέσα στη νύχτα, να μας φωτίζει ο διαολεμένος ο προβολέας από την Καστρίτσα, ο «δράκος», έτσι τον λέγαμε.
«Τι γλεπ’ς έτσι, μωρή π’τανοκαστρίτσα … Μια μέρα θα στου φάου το μάτι σ’» μονολογούσε ένας Εύζωνος …
Και άλλοτε ο φοβερός θόρυβος από μια τοπομαχική οβίδα, που έσκαζε καμιά εκατοστή μέτρα παραπέρα … Οι σκοπιές τη νύχτα άλλαζαν κάθε δύο ώρες, αλλά και κάθε μία όταν το κρύο ήταν πολύ δυνατό. Με κρύο και βροχή, η φύλαξη στις κορυφές ήταν μαρτύριο. Συχνά, ένας ίσκιος που κινιόταν, μια υποψία εχθρικής κίνησης, προκαλούσαν άσκοπα πυρά και γενικό συναγερμό.
Αλλά το μεγαλύτερο μαρτύριο ήταν η νυχτερινή διανομή συσσιτίου και άρτου. Επειδή την ημέρα ούτε Στρατιώτης ούτε πολύ περισσότερο ζώα μεταγωγικά μπορούσαν να ξεμυτίσουν, η διανομή γινόταν πάντα νύχτα. Συχνά οι κουραμάνες κόβονταν στη μέση ή και στα τέσσερα για να φτάσουν για όλους. Και με τη μισή δύναμη στα φυλάκια και στις σκοπιές, έπρεπε να στέλνουμε αγγαρείες με συσσίτιο σε κάθε φυλάκιο, μέσα στα βράχια, τη νύχτα, τη βροχή και τον αέρα. Και το λίγο ψωμί δύσκολα έφτανε να χορτάσει την πείνα μας, φαίνεται ότι μας άνοιγε την όρεξη ο καθαρός αέρας!
Τις μέρες που δεν είχαμε υπηρεσία, αναγκαζόμασταν να στεκόμαστε μαζεμένοι σαν τα ποντίκια, σε μια κοιλότητα της πλαγιάς που ήταν στο απυρόβλητο, μην τολμώντας να φανερωθούμε γιατί τότε προκαλούσαμε εκείνα τα καταραμένα κανόνια της Καστρίτσας. Περιορισμένοι σε τόσο στενό χώρο, αναρωτιόμασταν συχνά ποιος είναι ο πολιορκητής και ποιος ο πολιορκημένος. Αλλά αυτό οι Αξιωματικοί μας το λέγανε ανάπαυση.
«Τι γκρινιάζετε βρε παλιάσκερο; Όλο ανάπαυση είσαστε …»
«Ναι, αλλά λιώσανε τ’ άρβυλα κυρ Επιλοχία, και είμαστε ξυπόλητοι …»
«Ε, και τι θέλετε; Κάναμε αναφορά στον Συνταγματάρχη … Σήμερα αύριο θα έρθουν και παπούτσια …»
Και με το σήμερα αύριο, τρεις στους τέσσερεις ήτανε χωρίς παπούτσια. Σκίζαμε κομμάτια από τους μανδύες μας και δέναμε τα πόδια μας, για να μην ξυλιάζουν. Ο Λοχαγός μας, ο κ. Διαμαντόπουλος, χωμένος στη σκηνή του, κάθε φορά που παραπονιόμασταν, απαντούσε ότι έστειλε αναφορά … Κάποια μέρα ήρθαν 20 ζευγάρια τσαρούχια, που όχι μόνο δεν φτάσανε αλλά τα πήραν οι πιο πονηροί και βολεμένοι: Υπηρέτες, μάγειροι, κλπ. Ο Σαλαχώρης δεν βαστιόταν από το θυμό του. Κι άμα θύμωνε, τα έλεγε Κυπραίικα …
«Κύριε Λοχία να χαρείς, φκάλμε γλήορα αναφοράν! Εν πολλά επείγον. Εν αντέχω άλλον τούντες διακρίσεις δαμέσα, εν πολλά άδικον. Όϊ πέμου, ποιός δικαιούται την χλαίνην; Ο Υπασπιστής του Λοχαγού! Ποιος δικαιούται τα άρβυλα; Ο μάειρας του Ανθυπολοχαγού, το τσιράκκιν! Ποιός έσσει θκιό πατανίες; Η “τσούλλα” του Επιλοχία ... Ούλλα τα καλά για τους σούστενους δαμέσα, ούλλα οι Μαρίκες παίρνουν τα, γαμώ την αγανάκτησή μου, τζ’ εμάς ξέρετέ μας μόνον άμα γενεί πόλεμος … εμείς μόνον για σκότωμαν τζιαι λάωμαν τζιαι διπλοσκοπίαν τζιαι ζιλικούρτιν … άι Ασσηχτήρ !!!»
Αλλά ο Επιλοχίας, έκανε ότι δεν κατάλαβε τίποτα, ούτε το «άι σιχτίρ», και απάντησε με … διάλεξη περί πειθαρχίας:
«Για ακούστε … εδώ είναι Στρατός δεν είναι αντάρτικο! Και Στρατός σημαίνει πειθαρχία! Δέκα Στρατιώτες πειθαρχημένοι είναι αρκετοί για εκατό ατάκτους … αυτό μας διδάσκει η θεωρία και γι’ αυτό μην ξανακούσω παράπονα! Η πειθαρχία είναι το παν, άλλωστε ο κ. Λοχαγός έκανε αναφορά για 200 ζεύγη αρβύλες!»
Καλά τα λόγια, αλλά τα άλλα Τάγματα μας είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ξυπόλητο Τάγμα» …
«Από ποιο Τάγμα είσαι συ συνάδελφε;»
«Το τάγμα του Μπέλλου!»
«Ε, βέβαια, το “ξυπόλητο Τάγμα” … Έπρεπε να το καταλάβω από τα χάλια σου …»
Και ο Ταγματάρχης μας ο κύριος Μπέλλος, ένας τύπος καλού Χριστιανού που μόνο για παπάς έκανε, δεν τού ’φτανε που κεκέδιζε, ήθελε να βγάζει και λόγους …
«Ο πο…πο…πόλεμος παιδιά, είναι πο…πο…πόλεμος. Αλλά ο πόλε…λε…μος, δε…δε…δεν είναι πο…πο…πόλεμος. Είναι κε…και κα…κα…κακουχίες κε…και ψείρες κε…κε…και ξυπο…πο…πολησιά.»
Και περνούσαν οι μέρες χωρίς άρβυλα, ώσπου ανέλαβε τη Διοίκηση του Λόχου ο Ανθυπολοχαγός Αναστάσιος Τερζάκης, λεβέντης πραγματικός, 28 ετών και μορφωμένος όσο λίγοι. Και πρώτη του δουλειά, έδωσε το δεύτερο ζευγάρι άρβυλα που είχε αυτός, σε ένα φαντάρο ηλικιωμένο, που κόντευε να πάθει κρυοπαγήματα. Νοιώσαμε σαν να πήραμε όλοι καινούργια άρβυλα, με την κίνηση αυτή. Έτσι είναι ο ηγέτης. Μαζί του, πάμε να πάρουμε τα Γιάννενα, αύριο κιόλας !!!....»
Αυτά γίνονταν τότε, το 1912-13.
Σήμερα,το 2018, δωρίζουμε τη Μακεδονία στους Σλάβους των Σκοπίων!
Ελπίζω πως οι ΑΠΛΟΧΕΡΗΔΕΣ «ηγέτες» μας δεν θα συνεχίσουν με την Ήπειρο.
Ioannis Bougas