Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ! ΕΠΙ ΞΥΡΟΥ ΑΚΜΗΣ η κυβέρνηση («μειοψηφίας») του ΣΥΡΙΖΑ...


Πυκνός αναμένεται να είναι ο πολιτικός χρόνος με την είσοδο του νέου έτους. Όσο κι αν η κυβέρνηση διαβεβαιώνει μάλιστα ότι θέλει να εξαντλήσει ει δυνατόν ολόκληρη την τετραετία, το ενδεχόμενο ενός αιφνιδιασμού με πιθανό χρονικό σημείο τον Μάρτιο συνεχίζει να απασχολεί τα κομματικά επιτελεία. Αυτός είναι και ο λόγος που επισπεύδονται οι προετοιμασίες και καταρτίζονται από τώρα τα ψηφοδέλτια προκειμένου... 

 
 
 
 
όλοι να βρίσκονται μετά τις γιορτές σε «διάταξη μάχης».
Ταυτόχρονα όμως εντείνονται και οι διεργασίες σε όλους τους χώρους εν όψει όχι μόνο της μεγάλης αναμέτρησης αλλά και της «επόμενης ημέρας». Ήδη όπως φαίνεται εντός του Ιανουαρίου πρόκειται να έρθει στην Βουλή και η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών εφόσον ολοκληρωθούν στα Σκόπια τις δύο προσεχείς εβδομάδες οι συνταγματικές αλλαγές. Η πρόθεση αυτή έγινε γνωστή από κυβερνητικής πλευράς, κάτι με το οποίο φέρεται να συμφωνεί και η ΝΔ ζητώντας να μην καθυστερήσει η σχετική ψηφοφορία στο ελληνικό Κοινοβούλιο πέραν του τέλους του επόμενου μήνα. Αυτό σημαίνει ότι η εκκρεμότητα γύρω από το θέμα των Σκοπίων κατά πάσα πιθανότητα δεν θα παραταθεί έως την άνοιξη όπως αρχικά εκτιμάτο αλλά το τοπίο θα έχει διαμορφωθεί, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, πολύ νωρίτερα. Με βάση τα αριθμητικά δεδομένα πάντως οι περισσότερες εκτιμήσεις κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι και χωρίς τη στήριξη των ΑΝΕΛ, οι οποίοι επαναλαμβάνουν διαρκώς τις τελευταίες ημέρες την απόφασή τους να αποχωρήσουν από τον κυβερνητικό συνασπισμό, η αναγκαία πλειοψηφία για την ψήφιση της συμφωνίας υπάρχει. Το μόνο ζητούμενο είναι εάν θα πρόκειται για 151 και πλέον βουλευτές ή εάν η κυβέρνηση θα αρκεστεί σε σχετική πλειοψηφία όπως έχει από τυπικής πλευράς τη δυνατότητα. Αυτή τη στιγμή τα σίγουρα «ναι» υπολογίζονται σε 148-149 και ως εκ τούτου το κλειδί για την απόλυτη πλειοψηφία βρίσκεται στην ψήφο του Στ. Θεοδωράκη και των βουλευτών του Ποταμιού που εξακολουθεί να επηρεάζει.

Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει να πέσει καθώς από την άλλη πλευρά δεν φαίνεται ότι μπορεί να έχει τύχη η τυχόν κατάθεση πρότασης μομφής για τη σκοπιμότητα της οποίας μάλιστα τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση φέρεται να προβληματίζεται. Χωρίς τον έως σήμερα εταίρο και εν μέσω του κλίματος που διαμορφώνεται πάντως η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα θα είναι πλέον επί ξυρού ακμής. Το ένα σενάριο είναι να συνεχίσει ως «κυβέρνηση μειοψηφίας» στηριζόμενη στο γεγονός ότι δεν θα σχηματίζεται πλειοψηφία για την ανατροπή της και το άλλο είναι να επιχειρήσει να βρει νέα στηρίγματα σε μεμονωμένους βουλευτές οι οποίοι θα της εξασφαλίζουν τη δεδηλωμένη. Αυτή τη στιγμή το δεύτερο ενδεχόμενο είναι εντελώς οριακό αν και αρκετοί πιστεύουν ότι υπάρχουν ακόμη μερικές «εφεδρείες» που η ηγεσία του ΣΥΡΖΑ θα χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή.

Τούτων δοθέντων και με τη ρευστότητα που παρατηρείται, αποκτούν νέο ενδιαφέρον οι ζυμώσεις για το μετεκλογικό σκηνικό ανεξάρτητα από το πότε ακριβώς θα στηθούν οι κάλπες. Η δυναμική που αναπτύσσεται άλλωστε δίνει ένα γενικό περίγραμμα του υπό διαμόρφωση τοπίου. Δείχνει ξεκάθαρο πλέον ότι ο Αλ. Τσίπρας και ο Κ. Μητσοτάκης θα είναι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της εκλογικής σύγκρουσης αλλά υπάρχει και το ζήτημα των επιμέρους συμμαχιών που παραμένει ανοικτό και κρίσιμο. Η δήλωση του Σταμάτη Μαλέλη ως γραμματέα Επικοινωνίας του Κινήματος Αλλαγής ότι «το ΚΙΝ.ΑΛ. δεν πρόκειται να συναινέσει σε μια κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη με νεοφιλελεύθερη ατζέντα που θα φέρει τον όλεθρο» και ότι «καλύτερα να πάμε σε νέες εκλογές» οι οποίες θα γίνουν με απλή αναλογική έχει αποτελέσει ήδη αντικείμενο πολλαπλών συζητήσεων. Παρά την προσπάθεια μερικής ανασκευής εκ μέρους του ύστερα από τις αντιδράσεις, αυτή είναι μια νέα θέση που διαφοροποιεί αρκετά την υπάρχουσα κατάσταση.

Έως τώρα η Χαριλάου Τρικούπη είχε επιλέξει την τακτική των «ίσων αποστάσεων» και επί της ουσίας άφηνε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για τη μετεκλογική της στάση δεδομένης και της σχετικής διελκυστίνδας που υπάρχει στο εσωτερικό της. Η εξέλιξη αυτή έχει κομβική σημασία διότι με βάση τους υπάρχοντες συσχετισμούς και τις διαφαινόμενες τάσεις για τη νέα Βουλή, το Κίνημα Αλλαγής είναι ο μόνος πιθανός εταίρος για το σχηματισμό κυβέρνησης εφόσον η ΝΔ κερδίσει μεν τις εκλογές αλλά δεν εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Το Ποτάμι από την άλλη πλευρά έχει χάσει κάθε εκλογική προοπτική και η βάση του σε μεγάλο βαθμό έχει απορροφηθεί ήδη από τη ΝΔ. Γι’ αυτό και εντός του ΚΙΝΑΛ έχουν προκληθεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα νέες εντάσεις από την πτέρυγα που -σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση- υποστηρίζει ότι αποτελεί προτεραιότητα «να φύγει» ο ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία και ότι αν χρειαστεί πρέπει να δοθεί στήριξη προς τη ΝΔ προκειμένου να σχηματιστεί μια «φιλοευρωπαϊκή» κυβέρνηση κατ’ αναλογίαν εκείνης υπό τους Αντ. Σαμαρά και Ευ. Βενιζέλο. Τα ίδια στελέχη επιμένουν επίσης ότι πάση θυσία πρέπει να αποφευχθούν νέες εκλογές οι οποίες θα είναι καταστροφικές για τα μικρότερα κόμματα. Άλλοι θεωρούν ότι η δήλωση Μαλέλη αποτελεί προπομπό για την αλλαγή στρατηγικής από την κ. Γεννηματά που την φέρνει πιο κοντά στην ιδέα της συγκρότησης ενός «αντιδεξιού» μετώπου στο οποίο ωστόσο βασικός πόλος αναγνωρίζεται ότι θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό όπως λέγεται μπορεί να διευκολυνθεί μεσοπρόθεσμα και από το επικείμενο «διαζύγιο» με τους ΑΝΕΛ. Αν μάλιστα διεξαχθούν δεύτερες εκλογές λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης το πρώτο κόμμα δεν θα έχει το μπόνους των 50 εδρών, οπότε ο πολιτικός χάρτης οδηγείται σε πλήρη αναδιάταξη και υποχρεωτικές -ενδεχομένως ευρύτατες- συμπράξεις.

Σε κάθε περίπτωση οι διεργασίες αυτές, που μετατρέπουν σε εντελώς θολό το πεδίο στον "ενδιάμεσο" χώρο, τείνουν να καταστήσουν τη στρατηγική της αυτοδυναμίας μονόδρομο για τον Κ. Μητσοτάκη, όσο και αν δεν παύει να διακηρύσσει ότι ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος θα επιδιώξει συναινέσεις και συνεργασίες. Ο δρόμος της αυτοδυναμίας περνά ταυτόχρονα όμως και από τη σύνθεση της επόμενης Βουλής. Όσο περισσότερα κόμματα μετέχουν σε αυτήν, τόσο υψηλότερα τίθεται ο πήχης για την εξασφάλιση των 151 βουλευτών. Αντίθετα, εάν είναι πεντακομματική τότε ακόμη και με ένα ποσοστό της τάξης του 34% το πρώτο κόμμα θα μπορεί να σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση. Κι αυτή η εξίσωση κάνει υποχρεωτική τη συμμετοχή της ΝΔ στο παιχνίδι της προεκλογικής πόλωσης και των διλημμάτων που έχει ήδη εγκαινιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ανδρέας Καψαμπέλης
www.dimokratianews.gr