ΝΙΚΟΣ ΧΑΛΕΠΛΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣTOYΣ ΜΙΚΡΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ.
Μια φορά και ένα καιρό, ένα αρκουδάκι σε ένα δάσος, περιπλανιέται μόνο του, το δρόμο του έχει χάσει, βραδιάζει κι’όλα απόψε είναι σκοτεινά, κουρασμένο σε ένα δένδρο, έγειρε, λίγο να ξαποστάσει.
Τα βλέφαρα του κλείνουν, σε ονείρων διαδρομές, εκεί θα ψάξει, για να βρει, το δρόμο για το σπίτι, που έχει χάσει.
Μέσα στον ύπνο του, ακούει, του δάσους τις βοές, οι άνεμοι, ξερόκλαδα και φύλλα παρασέρνουν. Τα μάτια του ανοίγει, το αρκουδάκι το μικρό
Και από το φόβο του, τα χέρια του, άρχισαν να τρέμουν. Κάποιες αχτίνες, ανάμεσα από τα δένδρα τα ψηλά, χαϊδεύουν το πρόσωπο του
Και το αρκουδάκι μας, σηκώνεται γοργά, να συνεχίσει στο άγνωστο ,το οδοιπορικό του.
Στο δρόμο καθώς περπατά, με βήμα κουρασμένο, ένα σκιουράκι συναντά,
Που το αρκουδάκι μας, κοιτά, με βλέμμα φοβισμένο.
Πω-πω,τι ύψος είναι αυτό, λέει το σκιουράκι, αν με πατήσει χάθηκα θα γίνω συννεφάκι.
Το αρκουδάκι τον κοιτά, γεμάτο απορία .Μη με φοβάσαι σκίουρε, δεν μοιάζω, τα άλλα τα θηρία.
Αν θες, να γίνεις φίλος μου, μαζί να περπατάμε, κι’όταν έχεις όρεξη, παρέα θα μιλάμε. Το σκιουράκι ησύχασε και δεν φοβάται άλλο, μαζί θα βρούνε διέξοδο, στο δάσος το μεγάλο.
Αφού μιλήσανε πολύ και είπαν ιστορίες, έκαναν νέα σχέδια, χαράξανε πορείες.
Το σκιουράκι ήξερε ,όλα τα μονοπάτια, μαζί με το αρκουδάκι μας, θα ψάχνουν για δρομάκια.
Εγώ, θα είμαι δίπλα σου ,λέει το σκιουράκι
και θα σε βγάλω από εδώ, πριν έρθει το βραδάκι.
Αφού περπάτησαν πολύ και έφτασαν σε μια άκρη,
σταμάτησαν να πιουν νερό, από ένα μικρό ρυάκι.
Το σκιουράκι σταματά, και λέει, γυρίζω πίσω,
σε άγνωστα μέρη θα χαθώ, εγώ δεν συνεχίζω.
Στο δάσος που γεννήθηκα, εδώ, θέλω να ζήσω.
Το αρκουδάκι τον κοιτά,- σε ευχαριστώ-, του λέει,
φεύγει απ’το δάσος μακριά και άρχισε να κλαίει.
Βρήκε ξανά τον δρόμο του, στο σπίτι να γυρίσει,
Το σκιουράκι χαιρετά, που δεν θα λησμονήσει.
ΝΙΚΟΣ ΧΑΛΕΠΛΗΣ