Τρομερή η ευαισθησία μας να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα άλλων να αυτοπροσδιορίζονται.
Εγκληματική όμως η «τύφλωσή μας» να παραγνωρίσουμε την ελληνικότητα αλλά και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού Ελλήνων που οι ανάγκες αιώνων τους έδωσαν μια άλλη γλώσσα η και άλλη διάλεκτο απ’ την επίσημη νεοελληνική.
Θεωρούμε «προοδευτικό» να προβάλουμε με άσχετους ακαδημαϊκούς τίτλους το «δικαίωμα» κάποιων να αναγνωριστεί η «εθνική» τους ταυτότητα γιατί «έτσι διαπαιδαγωγήθηκαν» 70 χρόνια. Παραγνωρίζουμε όμως το δικαίωμα των Ποντίων και Ελλήνων με καταγωγή απ’ τη Μ. Ασία να αισθάνονται και Μακεδόνες μετά από 90 χρόνια.
Κάποτε...
δεν παραγνωρίζαμε και δεν αμφισβητούσαμε την ελληνικότητα βλαχόφωνων, αρβανιτόφωνων, σλαβόφωνων, τουρκόφωνων…ή και διαλέκτους που αναπτύχτηκαν στερούμενες παιδεία σε δυσνόητες «γλώσσες» για τους «καλαμαράδες»...
«Διαφεύγει» της αντίληψης των «αρχόντων» της πολιτείας πως η ελληνική γλώσσα ήταν η μοναδική που δεν διδάσκονταν στη βόρεια γειτονική χώρα (FYROM) κι επίσημα αρνούνταν την ύπαρξη Ελλήνων ή ελληνόγλωσσων τότε που περίτρανα διακήρυτταν μοντέλο που επέτρεπε την συνύπαρξη κι ανάπτυξη γλωσσικών και πολιτιστικών μειονοτήτων[1].
Σήμερα -για την ώρα- δεν αποποιούμαστε την ελληνικότητα των Ελλήνων μεταναστών και ιδιαίτερα αυτών της δεύτερης γενιάς που σταδιακά χάνουν την ελληνική γλώσσα.
Ταυτόχρονα αρνούμαστε να δούμε τους ισχυρούς δεσμούς που δημιουργούν οι πρόσφυγες και τα παιδιά τους με την Ελλάδα και την φυσιολογική -όχι επίκτητη- αγάπη για τη χώρα που λέγεται Ελλάδα.
«Ξεχάσαμε» κυριολεκτικά το σύνταγμα του 1822…μας διέφυγε πέρσι η επέτειος των 220 χρόνων απ’ το θάνατο του Ρήγα και το σύνταγμά του…
Κι έτσι ανεπαίσθητα, με τη δική μας ανοχή και για να ικανοποιήσουμε επιθυμίες «μεγάλων δυνάμεων», αποποιούμαστε σταδιακά ένα ακόμη κομμάτι του ελληνισμού.
Πριν πολλά χρόνια είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο «Η γλώσσα της Μακεδονίας» όπως αργότερα κι αυτό το «Αλησμόνητες πατρίδες – Άνω Μακεδονία» απ’ όπου αντιγράφω:
“Αυτόν τον σλαβόφωνο μακεδονικό Ελληνισμό έσπευσαν πρόθυμα, βάναυσα και χυδαία να ονομάσουν “βουλγάρικο” οι ίδιοι εκπρόσωποι του ελληνικού Κράτους και της “μορφωμένης” κοινωνίας - οι χωροφύλακες, οι δικηγόροι και οι δημόσιοι υπάλληλοι - μόλις έφτασαν, μετά την απελευθέρωση, στην ελληνική Μακεδονία. Είναι εκπληκτικό το εθνικό έγκλημα, αλλά αληθινό. Πέρα από το έγκλημα, όμως είναι κάτι χειρότερο:είναι λάθος.”[2]
Αλλά ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για βιβλία, ιστορία, γλωσσική, πολιτιστική κι εθνική ταυτότητα κτλ.
Στη δημοκρατία της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης ισχύουν άλλα μέτρα και σταθμά…
Ανδρέας Μπούκας
[1] Ήταν στα μέσα της 10-ετιας του 1980 όταν με επίσημη σουηδική αποστολή επισκεφτήκαμε το Μοναστήρι (Μπιτόλια). Συνάντησα Έλληνες. Το δήλωναν και αναζητούσαν παθιασμένα επαφή με Έλληνες. ΝΑ μιλήσουν ελληνικά!
Σε ερώτησή μου όμως αν υπάρχουν Έλληνες κι αν διδάσκεται η ελληνική προς το δήμαρχο της πόλης, που παρουσίαζε το φάσμα σχολείων που η διδασκαλία γινόταν σε άλλη γλώσσα πλην της ηλικίας μόλις 40 χρόνων «Μακεδονικής», απάντησε κοφτά πως «δεν υπάρχουν Έλληνες»…Κι ήταν δίπλα μου ακριβώς στεκόταν ένας Έλληνας του Μοναστηρίου. Η κατάσταση δεν του επέτρεπε να διαμαρτυρηθεί και τον έπνιγε η αδικία και το ψέμα.
[2] Προσοχή γράφτηκε σε ανύποπτο χρόνο και όχι για τη σημερινή κυβέρνηση.
«Διαφεύγει» της αντίληψης των «αρχόντων» της πολιτείας πως η ελληνική γλώσσα ήταν η μοναδική που δεν διδάσκονταν στη βόρεια γειτονική χώρα (FYROM) κι επίσημα αρνούνταν την ύπαρξη Ελλήνων ή ελληνόγλωσσων τότε που περίτρανα διακήρυτταν μοντέλο που επέτρεπε την συνύπαρξη κι ανάπτυξη γλωσσικών και πολιτιστικών μειονοτήτων[1].
Σήμερα -για την ώρα- δεν αποποιούμαστε την ελληνικότητα των Ελλήνων μεταναστών και ιδιαίτερα αυτών της δεύτερης γενιάς που σταδιακά χάνουν την ελληνική γλώσσα.
Ταυτόχρονα αρνούμαστε να δούμε τους ισχυρούς δεσμούς που δημιουργούν οι πρόσφυγες και τα παιδιά τους με την Ελλάδα και την φυσιολογική -όχι επίκτητη- αγάπη για τη χώρα που λέγεται Ελλάδα.
«Ξεχάσαμε» κυριολεκτικά το σύνταγμα του 1822…μας διέφυγε πέρσι η επέτειος των 220 χρόνων απ’ το θάνατο του Ρήγα και το σύνταγμά του…
Κι έτσι ανεπαίσθητα, με τη δική μας ανοχή και για να ικανοποιήσουμε επιθυμίες «μεγάλων δυνάμεων», αποποιούμαστε σταδιακά ένα ακόμη κομμάτι του ελληνισμού.
Πριν πολλά χρόνια είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο «Η γλώσσα της Μακεδονίας» όπως αργότερα κι αυτό το «Αλησμόνητες πατρίδες – Άνω Μακεδονία» απ’ όπου αντιγράφω:
“Αυτόν τον σλαβόφωνο μακεδονικό Ελληνισμό έσπευσαν πρόθυμα, βάναυσα και χυδαία να ονομάσουν “βουλγάρικο” οι ίδιοι εκπρόσωποι του ελληνικού Κράτους και της “μορφωμένης” κοινωνίας - οι χωροφύλακες, οι δικηγόροι και οι δημόσιοι υπάλληλοι - μόλις έφτασαν, μετά την απελευθέρωση, στην ελληνική Μακεδονία. Είναι εκπληκτικό το εθνικό έγκλημα, αλλά αληθινό. Πέρα από το έγκλημα, όμως είναι κάτι χειρότερο:είναι λάθος.”[2]
Αλλά ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για βιβλία, ιστορία, γλωσσική, πολιτιστική κι εθνική ταυτότητα κτλ.
Στη δημοκρατία της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης ισχύουν άλλα μέτρα και σταθμά…
Ανδρέας Μπούκας
[1] Ήταν στα μέσα της 10-ετιας του 1980 όταν με επίσημη σουηδική αποστολή επισκεφτήκαμε το Μοναστήρι (Μπιτόλια). Συνάντησα Έλληνες. Το δήλωναν και αναζητούσαν παθιασμένα επαφή με Έλληνες. ΝΑ μιλήσουν ελληνικά!
Σε ερώτησή μου όμως αν υπάρχουν Έλληνες κι αν διδάσκεται η ελληνική προς το δήμαρχο της πόλης, που παρουσίαζε το φάσμα σχολείων που η διδασκαλία γινόταν σε άλλη γλώσσα πλην της ηλικίας μόλις 40 χρόνων «Μακεδονικής», απάντησε κοφτά πως «δεν υπάρχουν Έλληνες»…Κι ήταν δίπλα μου ακριβώς στεκόταν ένας Έλληνας του Μοναστηρίου. Η κατάσταση δεν του επέτρεπε να διαμαρτυρηθεί και τον έπνιγε η αδικία και το ψέμα.
[2] Προσοχή γράφτηκε σε ανύποπτο χρόνο και όχι για τη σημερινή κυβέρνηση.