Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

23 επιζώντες από τους 3000: Τα Τάγματα Εργασίας μέσα από τα μάτια του Ηλία Βενέζη


Γλίτωσε από τα τάγματα εργασίας, κάτι που έμοιαζε απίστευτο. Όμως, δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να δει ξανά την γενέτηρά του.

Γράφει ο Δημήτρης Καναβαράκης

«Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που... 



είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη. Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:

– Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
– Να ξεχάσω! είπα απλά.
– Πρέπει να τα γράψεις όλα.
– Όλα; ρώτησα με αγωνία.
– Όλα…».

Ο Ηλίας Βενέζης είχε μόλις επιστρέψει από εκεί που οι πιθανότητες για να ζήσει ήταν αποδεδειγμένα 0,76%. Η κόλαση των Ταγμάτων Εργασίας, των επονομαζόμενων «αμελέ ταμπουρού», ήταν ο προθάλαμος για τον άλλο κόσμο, στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσης που ξεκίνησαν οι Τούρκοι το 1914.

Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι κατά κύριο λόγο στέλνονταν μαζικά για καταναγκαστική εργασία και τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν τέτοια που ουσιαστικά επρόκειτο για τάγματα εξόντωσης.

Ο καταγόμενος από το Αϊβαλί Βενέζης δεν κατάφερε να μπει στο πλοίο με το οποίο η οικογένεια του εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η διαταγή του Κεμάλ ήταν να μπαρκάρουν για Ελλάδα οι γυναίκες και τα παιδιά, αλλά να φύγουν σκλάβοι για τα βάθη της ανατολίας όλοι οι άνδρες από 18 έως 45 χρόνων.

Από τους 3000 επέστρεψαν ζωντανοί 23: Το βιβλίο που γράφτηκε με το αίμα του Ηλία Βενέζη

Ο συγγραφέας — ακριβώς στο όριο 18 χρονών — για να γλιτώσει από αυτή τη ζοφερή προοπτική, τον πρώτο καιρό, και μέχρι να φύγουν οι δικοί του, κρύβεται μέρα και νύχτα στην υπόγεια αποθήκη του σπιτιού τους. Μα ο χρόνος περνά, η διορία τελειώνει και τα τελευταία καράβια πρέπει να αναχωρήσουν για τη Μυτιλήνη, σύμφωνα με το menshouse.gr.

Η οικογένεια αποφασίζει να το ρισκάρει, παρόλο που ξέρει ότι ρισκάρει την ζωή του παιδιού της – η ποινή σε αυτούς που προσπαθούν κρυφά να το σκάσουν, είναι ο άμεσος θάνατος.

Δωροδοκούν έναν φύλακα του λιμανιού, και προσπαθούν να περάσουν κρυμμένο όπως–όπως, και τον μεγάλο γιο μαζί τους. Αλλά οι στρατιώτες τον ανακαλύπτουν. Τον μεταφέρουν κατευθείαν στην φυλακή της πόλης και από εκεί ξεκινάει το μαρτυρικό οδοιπορικό, μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες στα Τάγματα Εργασίας.

Ναι, ήθελε να τα ξεχάσει όλα, τελικά όμως κατέγραψε τα πάντα στο πιο συγκλονιστικό ίσως βιωματικό βιβλίο της ελληνικής πεζογραφίας. Το «Νούμερο 31328» αφηγείται τις απάνθρωπες συνθήκες που έζησε επί 14 μήνες ο Βενέζης και οδήγησαν στο θάνατο 2.977 συμπατριώτες του.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια καταγραφή της αποκτήνωσης του ανθρώπου – ένα συνεχές σφυροκόπημα του αναγνώστη με εξιστορήσεις βασανιστηρίων, εξευτελισμών και οδυνηρών πόνων. Ο άνθρωπος είναι ένας αριθμός, χωρίς πρόσωπο, που σέρνεται μέσα στο βασανιζόμενο πλήθος, μια ύπαρξη χωρίς κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, στον παραλογισμό και στην παραφροσύνη του πολέμου.

Από τους 3000 επέστρεψαν ζωντανοί 23: Το βιβλίο που γράφτηκε με το αίμα του Ηλία Βενέζη
Φωτογραφία του 1933: Δεξιά ο Ηλίας Βενέζης και προς δεξιά οι Άγγελος Τερζάκης, Στρατής Μυριβήλης, Θράσος Καστανάκης

«Τούτο το βιβλίο είναι γραμμένο με αίμα», αναφέρει ο ίδιος, καθώς αφηγείται με έναν τραγικά καθηλωτικό ρεαλισμό και σκληρή ωμότητα τις συντριπτικές εμπειρίες ζωής που αποκόμισε στα κάτεργα του τρόμου και περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να είναι ένας από τους μόνο 23 επιζώντες!

Οι κριτικοί σημειώνουν ότι ο Βενέζης δεν κάνει διάκριση στον οίκτο του ανάμεσα σε βασανιζόμενους και βασανιστές. Και αυτό είναι κάτι που θα του δώσει παγκόσμια αξία και αναγνώριση.

Θύτες και θύματα μοιράζονται ένα κοινό πεπρωμένο και αυτό δεν είναι άλλο από τον εκφυλισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τη μετατροπή της μονάδας σε μια εκμηδενισμένη ολότητα. Ο ήρωας μεταδίδει την εφιαλτική πραγματικότητα να θεωρεί κανείς ότι ο θάνατος είναι λύτρωση. Και να μην φοβάται να πεθάνει, αλλά να ζήσει ακόμα μια μέρα.

Στο πιο συγκλονιστικό σημείο της αφήγησης, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι χαίρεται που επιτέλους παίρνει κι αυτός ένα νούμερο, γίνεται ένας συγκεκριμένος αριθμός, επειδή ακόμη κι αυτό είναι η παραδοχή της αξιακής ταυτότητας, μιας ταυτότητας ενάντια στο διασυρμό.

Το βιβλίο – ντοκουμέντο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, κατόπιν παρότρυνσης του Στρατή Μυριβήλη, που ήταν ο διευθυντής της. Το 1931 ξαναδουλεύτηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε ακόμα καταγραφεί ικανοποιητικά στην ελληνική λογοτεχνία, σε αντίθεση με ξένους συγγραφείς που είχαν δώσει μερικά εμβληματικά μυθιστορήματα.

Ο Ηλίας Βενέζης τόλμησε να ασχοληθεί νωρίς με την καυτή ύλη που συγκροτούσε η προσωπική του περιπέτεια. Λίγο αργότερα, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα καταστήσει ξανά επίκαιρο το «Νούμερο 31328».

Όταν κάποιος κριτικός σημείωνε για το ύφος του βιβλίου «έχει κάτι απ’ τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός», ο ίδιος ο Βενέζης απάντησε: «Εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής».

Το βιβλίο στάθηκε η αφορμή να στερήσουν στον Βενέζη οι τουρκικές αρχές τη δυνατότητα να εισέρχεται στην χώρα τους. Δεν επισκέφτηκε ποτέ ξανά τη Μικρά Ασία και το πατρικό του σπίτι το είδε ξανά μόνο σε φωτογραφίες, που του έφεραν φίλοι και συγγενείς.

«Το νούμερο 31328 πάνω στη σιδερένια πλάκα που φορούσε στο χέρι του και που του έσωσε τη ζωή, γιατί δήλωνε ότι ήταν κάποιος, ανθρώπινο ον, στα Τάγματα Εργασίας, βαθιά στην Ανατολή της κακουχίας, ο πατέρας μου δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Το ‘χε πάνω στο γραφείο του, το ‘παιρνε μαζί του όταν πήγαινε ταξίδι…», αναφέρει η Άννα Βενέζη-Κοσμετάτου, κόρη του μεγάλου συγγραφέα.

Το νούμερο ήταν η απόδειξη ότι… υπήρχε. Ήταν πια καταγεγγραμένος, έστω ως αριθμός και δεν ήταν πια εύκολο να τον σκοτώσουν ή να τον εξαφανίσουν χωρίς να δώσουν λογαριασμό.

Πότε, έως το τέλος της ζωής του, δεν έμαθε αν θα ήταν καλύτερα να μπορούσε να με ένα σφουγγάρι να διαγράψει τα πάντα απ’ τη μνήμη του.

«Είχα περάσει πολλές νύχτες που κυνηγημένος απ’ τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο ούτε στον ύπνο. Γι’ αυτό όταν βγήκε πια σε βιβλίο, το Νούμερο 31328, δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ. Τέλος πάντων η ζωή όταν είσαι νέος και γερός έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς…»

Τελικά νίκησε μέσα του η ενσυναίσθηση του ιερού χρέους αφιέρωσης σε «όλες τις τυραγνισμένες μητέρες του κόσμου». Επιβεβλημένο από τις μνήμες των αδικοχαμένων συντρόφων του, ως ένας από τους 23 που επέστρεψε από την «κόλαση»…


Φωτογραφία του 1933: Δεξιά ο Ηλίας Βενέζης και προς δεξιά οι Άγγελος Τερζάκης, Στρατής Μυριβήλης, Θράσος Καστανάκης